Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

γόον

См. также в других словарях:

  • γόον — γόος weeping masc acc sg γοάω groan aor ind act 3rd pl (epic) γοάω groan aor ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • лебединая песня — (иноск.) предсмертное сочинение Ср. Великому великая награда, Когда поэт песнь лебедя пропел И, внемля ей, народ осиротел. В.С. Курочкин. 18 го июля 1857 (смерть Беранже). Ср. Раз среди их шума раздался чудесный Голос, всю пронзивший бездну… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Лебединая песня — Лебединая пѣсня (иноск.) предсмертное сочиненіе. Ср. Великому великая награда, Когда поэтъ пѣснь лебедя пропѣлъ И, внемля ей, народъ осиротѣлъ. В. С. Курочкинъ. 18 го іюля 1857 (смерть Беранже). Ср. Разъ среди ихъ шума раздался чудесный Голосъ,… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • έντεα — (Edéa). Πόλη (107.000 κάτ. το 2002) του νοτιοδυτικού Καμερούν. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Σανάγκα, 160 χλμ. Δ της πρωτεύουσας Γιαουντέ. Tο γεγονός ότι βρίσκεται πάνω στην οδική αρτηρία αλλά και στη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέουν… …   Dictionary of Greek

  • ενόρνυμι — ἐνόρνυμι (Α) [όρνυμι] διεγείρω, εξεγείρω («τῇσιν δὲ γόον πάσῃσιν ἐνῶρσεν») …   Dictionary of Greek

  • ερικλάγκτης — ἐρικλάγκτης, ὁ (Α) αυτός που ηχεί δυνατά, βαριά («ἐρικλάγκται γόον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + κλάγκτης (< κλάζω «φωνάζω δυνατά»)] …   Dictionary of Greek

  • ευνώ — εὐνῶ, άω (Α) [εὐνή] (ποιητ. ρ., διάφ. τ. τού ευνάζω) 1. τοποθετώ κάποιον σε κάποιο μέρος για ενέδρα 2. αποκοιμίζω, καταβαυκαλίζω («εὐνήσασα φρουρόν ὄφιν», Απολλ. Ρόδ.) 3. μτφ. καταπραΰνω («τῆς δ εὔνησε γόον», Ομ. Οδ.) 4. μέσ. εὐνῶμαι α) ξαπλώνω,… …   Dictionary of Greek

  • κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… …   Dictionary of Greek

  • κύκνος — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 249 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 22 χλμ. ΒΔ της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. Βρίσκεται ανάμεσα στον… …   Dictionary of Greek

  • οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον …   Dictionary of Greek

  • οικτρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ οικτρός, ά, όν) 1. (για πρόσ.) αυτός που κινεί τον οίκτο, αξιολύπητος («δοξάσει τις ἀκούειν ὄπα τᾱς Τηρεΐας μήτιδος οἰκτρᾱς ἀλόχου», Αισχύλ.) 2. (για πράγματα και καταστάσεις) αξιοθρήνητος («ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα», Ηρόδ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»