Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παιᾶνας

См. также в других словарях:

  • παιάνας — Αρχαία ελληνική σύνθεση, η οποία καταγόταν από ένα αρχικό ιερό τραγούδι προς τον Παιήονα Απόλλωνα (θεραπευτή). Ο π. κατόπιν χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για την αποτροπή ασθενειών, αλλά και για να υμνήσει τη νικηφόρα έκβαση ενός πολέμου, σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • παιάνας — ο 1. ύμνος των αρχαίων Ελλήνων προς το θεό Απόλλωνα. 2. πολεμικός ή γιορταστικός ύμνος, εμβατήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παιᾶνας — Παιάν physician masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιᾶνας — Παιάν physician masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • EXEQUIARUM Ritus — Apud Romanos, ubi animam aegrotus exhalare coepisset, qui proximiores erant, si domi moriebatur, spiritum eius ore excipiebant, ut desiderium discedentis e vita amici testarentur, morientisque oculos claudebant (qui postea in rogo rursus aperti)… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PAEAN — hymnus in laudem Apollinis, sicut Dithyrambus in laudem Bacchi, qui teste Polluce, post victoriam, nonnumquam etiam avertendorum malorum causa cani solebat. Καταχρηςτικῶς autem, pro omni Deorum laude, ponitur. Unde opous suum Pindarus, de Deorum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PYTHAULES — apud Vopisc. in Carino, c. 19. Exhibuit centum salpistas unô crepitu concinentes et centum camptaulas, choraulas centum, etiam centum Pythaulas, Pantominos etc. ἀπὸ τῶν Πυθίων, dictus est, qui Pythia scil. cantabat et pythicas tibias inflabat.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… …   Dictionary of Greek

  • αλώσιμος — η, ο (Α ἁλώσιμος, ον) αυτός που μπορεί να κυριευθεί (για άψυχα) ή να συλληφθεί (για έμψυχα), ο ευάλωτος αρχ. 1. αυτός που εύκολα εξαπατάται 2. εύληπτος, κατανοητός 3. (ως νομικός όρος) αυτός που υπόκειται σε καταδίκη 4. αυτός που αναφέρεται ή… …   Dictionary of Greek

  • επιπαιανισμός — ἐπιπαιανισμὸς και ἐπιπαιωνισμός, ὁ (Α) ωδή, παιάνας που ψάλλεται για μια νίκη …   Dictionary of Greek

  • θούριος — Πολεμικό τραγούδι, εμβατήριο. Ονομάζεται και θούριο. Τα βασικά χαρακτηριστικά του είναι ο ηρωικός στίχος και η ορμητική μελωδία. Ο θ. αποβλέπει στην αφύπνιση των συνειδήσεων και στην τόνωση του αγωνιστικού πάθους. Στη νεότερη ελληνική ιστορία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»