Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παραιτοῦμαι

См. также в других словарях:

  • παραιτούμαι — παραιτούμαι, παραιτήθηκα, παραιτημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: παραιτούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό (παραιτιόμουν). Η ενεργητική φωνή απαντάται μερικές φορές, σε μη… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραιτούμαι — ΑΜ παραιτοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ [αιτούμαι] νεοελλ. αφήνω, εγκαταλείπω κάτι στην τύχη του, τό παραμελώ, δεν ενδιαφέρομαι γι αυτό 2. φρ. «έχε με παραιτημένο» άφησε με ήσυχο, μην μέ ενοχλείς νεοελλ. μσν. υποβάλλω παραίτηση, εγκαταλείπω με τη θέλησή μου… …   Dictionary of Greek

  • παραιτούμαι — παραιτήθηκα, παραιτημένος 1. αφήνω, εγκαταλείπω δικαίωμα, αξίωση, θέση ή αξίωμα ή προσπάθεια: Παραιτούμαι από κάθε προσπάθεια συμβιβασμού. – Παραιτήθηκα από τη θέση του δασκάλου. 2. φρ., «Έχε με παραιτημένο», δε θέλω να έχω σχέση, μη με ενοχλείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραιτοῦμαι — παραιτέομαι beg of pres ind mp 1st sg (attic epic doric) παραιτέομαι beg of pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφίσταμαι — (AM ἀφίσταμαι, Α και ἀφίστημι) 1. βρίσκομαι σε απόσταση, μακριά από κάποιον, απέχω 2. παραιτούμαι από κάτι, δεν μετέχω σε κάτι αρχ. Ι. ενεργ. 1. απομακρύνω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω, αποκλείω 2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι 3. ανατρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • προσαφίημι — ΜΑ μσν. συγχωρώ αρχ. 1. αφήνω κάτι εναντίον κάποιου 2. παραιτούμαι από κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀφίημι «αφήνω, παραιτούμαι, συγχωρώ»] …   Dictionary of Greek

  • συμπαραιτούμαι — έομαι, Α [παραιτοῡμαι] (αποθ.) παραιτούμαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • отрицаюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ἀπέπομαι, ἀθετέω) отрекаюсь, отказываюсь (Зах. 11, 12; 1 Цар. 6 …   Словарь церковнославянского языка

  • αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… …   Dictionary of Greek

  • αναχωρώ — (AM ἀναχωρῶ, έω) απομακρύνομαι, φεύγω από κάπου για να πάω σε άλλον τόπο, αποχωρώ από κάπου για να μεταβώ αλλού, ξεκινώ μσν. παραμερίζω, αφήνω σε κάποιον το προβάδισμα αρχ. μσν. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι 2. απομακρύνομαι από την κοινωνική ζωή για να …   Dictionary of Greek

  • αντιπαραιτούμαι — (Α ἀντιπαραιτοῡμαι, έομαι) νεοελλ. παραιτούμαι κι εγώ αρχ. ικετεύω κι εγώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»