Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γνάθοι

См. также в других словарях:

  • γναθοῖ — γναθόω hit on the cheek pres ind mp 2nd sg γναθόω hit on the cheek pres opt act 3rd sg γναθόω hit on the cheek pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνάθοι — γνάθος jaw fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… …   Wikipedia

  • Antiguo idioma macedonio — Este artículo trata del idioma usado en la antigüedad. Para el idioma eslavo moderno, no relacionado, véase idioma macedonio y para su antepasado, véase Antiguo eslavo eclesiástico. Antiguo macedonio ? Hablado en Reino de Macedonia Región Sureste …   Wikipedia Español

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • Древний македонский язык — Древнемакедонский язык Страны: Древняя Македония Вымер: к III веку до н.э. вытеснен древнегреческим языком Классификация Категория: Языки Евразии Индоевропейская се …   Википедия

  • γαμφηλαί — γαμφηλαί, αι (Α) 1. (για ζώα) σιαγόνες, γνάθοι 2. το ράμφος τών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Όμοιος σχηματισμός με το τράχηλος όσον αφορά στο επίθημα. Στην πιθανή σύνδεση με τα γομφός, γομφίος, δημιουργεί δυσκολία το α τής λέξεως. Θεωρήθηκε είτε ότι προήλθε… …   Dictionary of Greek

  • κάναδοι — κάναδοι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σιαγόνες, γνάθοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το γνάθος, ενώ κατ άλλους αποτελεί συντετμημένο ή και εσφαλμένο τ. τών καναδόκα*, κανδόχα] …   Dictionary of Greek

  • μάθυιαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γνάθοι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαθ. (βλ. λ. μασῶμαι), ουσιαστικό σχηματισμένο κατά το πρότυπο τού θηλ. (σε υια) τής μτχ. τού παρακμ. (πρβλ. ἄγυια: ἄγω, ἄρπυια: ἁρπάζω)] …   Dictionary of Greek

  • μάσταξ — μάσταξ, ακος, ἡ (Α) 1. αυτό με το οποίο μασάει κανείς, στόμα, γνάθοι, σαγόνια («ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν» έφραζε το στόμα με τα χέρια, Ομ. Οδ.) 2. μουστάκι 3. μπουκιά, μάσημα, μασημένη τροφή («ὡς δ ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῑσι προφέρῃσι μάστακ , ἐπεί… …   Dictionary of Greek

  • μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»