-
1 λαιψηρός
λαιψηρόςlight: masc nom sg -
2 λαιψηρός
1 swiftἈλεξίδαμος, ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον P. 9.121
λαιψηροῖς δὲ πόδεσσιν ἄφαρ ἐξικέσθαν N. 10.63
met., λαιψηροὶ πόλεμοι κἀγοραὶ βουλαφόροι quick-moving. O. 12.4 -
3 λαιψηρός
A light, nimble, swift,λαιψηρά τε γοῦνα Il.22.204
, al.; of persons, light-footed, swift, 21.264; λ. βελέεσσιν ib. 278;ἀνέμων λ. κέλευθα 14.17
; λ. δρόμος, πόδες, Pi.P. 121, N.10.63, B.Scol.Oxy. Fr.4.9; ;πόλεμοι Pi.O.12.4
: neut. pl. as Adv., swiftly, E. Ion 717 (lyr.), Opp.H.1.237: regul. Adv. - ρῶς ib.5.660.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαιψηρός
-
4 λαιψηρός
λαιψηρός: nimble, swift; adv., λαιψηρὰ ἐνώμᾶ, ‘plied nimbly,’ Il. 15.269.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λαιψηρός
-
5 λαιψηρός
Grammatical information: adj.Meaning: `swift, light, nimble' (Il.).Derivatives: λαιψηρά adv. (E.; already X 24?, Leumann Hom. Wörter 165f.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Expressive tansformation of αἰψηρός, prob. after λάβρος `violent, boisterous', cf. Ζέφυρος... λάβρος Β 148 beside ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα Ξ 17. - Usually (e. g. Bq) explained from reinforcing λα- (s. v.) and αἰψηρός. - The analysis is perhaps possible but not evident.Page in Frisk: 2,74Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λαιψηρός
-
6 λαιψηρά
λαιψηρόςlight: neut nom /voc /acc plλαιψηρά̱, λαιψηρόςlight: fem nom /voc /acc dualλαιψηρά̱, λαιψηρόςlight: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
7 λαιψηρόν
λαιψηρόςlight: masc acc sgλαιψηρόςlight: neut nom /voc /acc sg -
8 λαιψηραί
λαιψηρόςlight: fem nom /voc pl -
9 λαιψηροί
λαιψηρόςlight: masc nom /voc pl -
10 λαιψηρούς
λαιψηρόςlight: masc acc pl -
11 λαιψηρήν
λαιψηρόςlight: fem acc sg (epic ionic) -
12 λαιψηρότεροι
λαιψηρόςlight: masc nom /voc comp pl -
13 λαιψηρώ
λαιψηρόςlight: masc /neut nom /voc /acc dual -
14 λαιψήρ'
λαιψηρά, λαιψηρόςlight: neut nom /voc /acc plλαιψηρά̱, λαιψηρόςlight: fem nom /voc /acc dualλαιψηρά̱, λαιψηρόςlight: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)λαιψηρέ, λαιψηρόςlight: masc voc sgλαιψηραί, λαιψηρόςlight: fem nom /voc pl -
15 λαιψηρών
-
16 λαιψηρῶν
-
17 λαιψηρής
-
18 λαιψηρῆς
-
19 λαιψηρήσι
-
20 λαιψηρῇσι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λαιψηρός — λαιψηρός, ά, όν (Α) 1. ελαφρός, γρήγορος, ευκίνητος, ανάλαφρος («ὅς oἱ ἐπῶρσε μένος λαιψηρά τε γοῡνα», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει γρήγορα πόδια, ταχύς («ὧς αἰεὶ Ἀχιλλῆα κιχήσατο κῡμα ῤόοιο καὶ λαιψηρὸν ἔοντα», Ομ. Ιλ.) 3. (το ουδ.… … Dictionary of Greek
λαιψηρός — light masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιψηρά — λαιψηρός light neut nom/voc/acc pl λαιψηρά̱ , λαιψηρός light fem nom/voc/acc dual λαιψηρά̱ , λαιψηρός light fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιψηρῶν — λαιψηρός light fem gen pl λαιψηρός light masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιψηρόν — λαιψηρός light masc acc sg λαιψηρός light neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιψηραῖς — λαιψηρός light fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιψηραί — λαιψηρός light fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιψηροῖο — λαιψηρός light masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιψηροῖς — λαιψηρός light masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιψηροῖσι — λαιψηρός light masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιψηροί — λαιψηρός light masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)