-
81 γαληνός
A calm, esp. of the sea, γαλήν' ὁρῶ (neut. pl.) I see a calm, E.Or. 279; of persons, gentle, Id.IT 345;γ. προσφθέγματα Id.Hec. 1160
;γαληνὴ ἕξις μετώπου Arist. Phgn. 812a1
; , Ph.1.411;τὸ γ. Them.Or.34p.459D.
; as title,γαληνότατος δεσπότης PGrenf.1.60.16
(vi A. D.). Adv.- νῶς D.L.9.45
: [comp] Comp.- νότερον J.BJ1.28.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαληνός
-
82 γεωργός
A tilling the ground, ; fertilizing,Νεῖλος Lib.Or.13.39
:—as Subst., γεωργός, ὁ, husbandman, Hdt.4.18, Ar. Pax 296, Pl.Phdr. 276b, etc.; οἱ γ., opp. οἱ μισθαρνοῦντες, Arist.Pol. 1296b28; but γ., opp. ὁ δεσπότης τοῦ χωρίου, IG22.1100; so of vine-dressers, gardeners, etc., Pl.Tht. 178d, Ael.NA7.28; γ. ὄχλος the peasantry, D.H.10.53; γ. βίος prob. in Ar. Pax 589;δένδρων ὧν γ. αἵδε αἱ χεῖρες Philostr.VA2.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεωργός
-
83 γυμνής
II Subst., light-armed foot-soldier, Tyrt.11.35, Hdt.9.63, E.Ph. 1147, X.An.4.1.28, Hell.Oxy.6.5.2 in pl., γυμνῆτες, οἱ, Argive serfs, Poll.3.83, Et.Gud.; also γυμνήσιοι, οἱ, St.Byz.s.v.Χίος, Eust.adD.P.533.3 = Γυμνοσοφισταί, Str.15.1.70. -
84 δεσποτέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσποτέω
-
85 Δημήτριος
A v. Δημήτρειοι), of or belonging to Demeter,βίος A.Fr.44.5
; καρπὸς Δ. corn, Thphr.CP2.4.5; also Δ. σπέρματα, of leguminous plants, Gal.15.454: Δημήτριος (sc. μήν), ὁ, month in Bithynia, Hemerolog.Flor.: [dialect] Boeot. [full] Δαμάτριος, IG7.296, al., Plu.2.378e.III her festival,Poll.
1.37, etc.; but later, in honour of Demetrius, Plu.Demetr.12:—also [full] Δημητρίεια, τά, Supp.Epigr.1.362.8(Samos, iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Δημήτριος
-
86 δημιουργικός
A of a craftsman, ; ; τεχνήματα craftsmen's works, Id.Lg. 846d; τιμαί, of cooks, Clidem.2. Adv.- κῶς
in a workmanlike manner,Ar.
Pax 429.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημιουργικός
-
87 δημοκοπικός
A of or suited to aδημοκόπος, βίος δ. Pl.Phdr. 248e
;τὸ περὶ ἀνθρώπους δ. M.Ant.1.16
: [comp] Sup., App.Hisp.4 [suff] δημόκοπ-ος, ὁ, demagogue, D.H.5.65, D.S.18.10, Ph.2.47, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοκοπικός
-
88 δηναιός
A long-lived, Il.5.407;δ. κλέος Theoc.16.54
; long-continued,ὁδοιπορίη IG14.1780
;χρόνος A.R.4.1547
;βίος AP6.39.7
(Arch.): neut. as Adv., Man.3.143.2 aged, ; ancient, θρόνοι ib. 912 (and in Eu. 846(lyr.), δαναιᾶν should be restored with Dindorf for δαμαίων, cf. Call.Fr. 105);ἀοιδοί Id.Jov.60
; worn out,δένδρα Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηναιός
-
89 διατυπωτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατυπωτέον
-
90 διαφρουρέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφρουρέω
-
91 διεκπεραίνω
A go through with, τὰ τούτων ἐχόμεναδ. X.Oec.6.1
:—[voice] Pass.,πρὶν.. βίος διεκπερανθῇ S.Fr. 646
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκπεραίνω
-
92 διερός
A active, alive, twice in Hom.,οὐκ ἔσθ' οὗτος ἀνὴρ διερὸς βροτός Od.6.201
, cf. Aristarch. ad loc. (but perh. for δϝῐ-ερός, 'to be feared'); διερῷ ποδί with nimble foot, 9.43;διερῇ φλογί AP7.123
(Diog. Laert.).II after Hom., wet, liquid, ὕδατι διερόν cj. in Pi.Fr.107.14;αἷμα τὸ δ. A.Eu. 263
; τὸ δ., opp. ξηρόν, Anaxag. 4, 12; of the air, opp. λαμπρός, v. l. in Hp.Aër.15; of birds, which float through the air, Ar.Nu. 337; δ. μέλεα, of the nightingale's notes, dub. l. in Id.Av. 213;δ. καὶ βαρεῖα γῆ Thphr.CP3.23.2
;δ. φῦκος Ph. Bel.99.24
;τοῦ δ. παγέντος Alciphr.1.23
; δ. κέλευθος, of the sea, A.R.1.184; πώγων δ. [ὀστρέου] AP9.86 (Antiphil.);διερὰς χαίτας εὐώδεας Orph.Fr. 142
; δ. μόρος death by drowning, Opp.H.5.345; δ. πῦρ the watery star, i. e. the constellation Eridanus, Nonn.D.23.301. (Prop., acc. to Arist.GC 330a16 διερὸν μέν ἐστι τὸ ἔχον ἀλλοτρίαν ὑγρότητα ἐπιπολῆς, opp. βεβρεγμένον ( soaked through), but cf.σπόγγος ὄξει διερός Dsc.Eup.1.141
; διερά, = σεσηπότα, Hsch.) (In signf. 1, perh. cogn. with δίεμαι (but not with βίος): in signf. 11, prob. connected with διαίνω.) -
93 διοικέω
Aδιῴκουν Th.8.21
, etc.: [tense] fut. : [tense] aor.διῴκησα Isoc.1.35
, etc.: [tense] pf. , D.24.202:—[voice] Med., [tense] fut.- ήσομαι Id.8.13
(also in pass. sense, Hdn.8.7.6): [tense] aor.διῳκησάμην D.18.247
: [tense] pf. (in med. sense) διῴκημαι (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] aor.διῳκήθην Luc.Nec.19
: [tense] pf.διῴκημαι Arist.Ath.25.2
, dub. l. in Antiph.191.18, D.22.74: [tense] plpf. διῴκητο ([etym.] προ-) Id.23.14; but with both augm. and redupl., [tense] pf.δεδιῴκημαι Antiph.155
, Machoap.Ath.8.341c, Phld.Rh.2.266S.:—keep house: hence, generally, control, manage, administer,τὴν πόλιν Th.8.21
, etc.;τὰ τῆς πόλεως Ar.Ec. 305
;τάς τε οἰκίας καὶ τὰς πόλεις Pl.Men. 91a
;τὸν κόσμον Id.Phdr. 246c
;τὸν οὐρανόν Id.Lg. 896e
; τὰ ἀνθρώπινα ib. 713c;τὸν ἑαυτοῦ βίον Isoc.1.10
;τὴν οὐσίαν D.27.50
, etc.;τὰ κοινά Id.1.22
; ;τὰ μέγιστα ὁ λογισμὸς διῴκηκε Epicur.Sent.16
; δ. πάντα ἀκριβῶς, of a housekeeper, Lys. 1.7;πολέμους Din.1.69
; of a financier, δ. τὰ πρὸς τὴν πόλιν, ἐπὶ τῇ τραπέζῃ, D.27.60, 45.33;πεντεκαίδεκα τάλαντα, ἃ Καλλισθένης διῴκησεν Id.20.33
; administer as deputy,τὴν λογιστείαν Stud.Pal.8.1010.1
(iii/iv A. D.):—[voice] Pass., to be ordered, managed, etc.,τύχῃ δ. Hp.VM1
, Aeschin.1.4;ἅπας ὁ βίος φύσει καὶ νόμοις δ. D.25.15
:—[voice] Med., manage after one's own will and pleasure,τὰ πράγματα διοικήσασθαι Id.4.12
: [tense] pf. [voice] Pass. (in med. sense),ἵν' ἃ βουλόμεθα ὦμεν διῳκημένοι Id.18.178
; διοικούμενος οὕτως ἀδίκους πλεονεξίας managing to make such iniquitous profits, Id.44.38, cf. 40; διοικεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους act collusively with.., Id.58.20, cf. 19. b. abs., exercise authority, govern,τυραννικώτερον Arist.Pol. 1313a2
, cf. 1298b12.2 provide, furnish,ἀπορῶ τἆλλα ὁπόθεν διοικῶ D.27.66
, cf. Decr. ap. eund.24.27 ([voice] Pass.); δ. τὴν ἀδελφήν provide for, settle her, D.24.202:—[voice] Pass., to be nourished or supported,ὑπό τινος Str.14.2.24
;γάλακτι Ath.2.46e
(dub. l.).5 Rhet., [voice] Med., distribute, arrange in a discourse, D.H.Rh.9.4.II inhabit distinct places, Pl.Ti. 19e:—[voice] Med., live apart,κατὰ κώμας X.HG5.2.5
(s. v. l.; διοικ<ι> οῖντο Cobet).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοικέω
-
94 διορίζω
A : [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense (v. infr. 1.3):—draw a boundary through, delimit, separate, Hdt.4.42;τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίης D.S.1.55
;δίχα δ. Pl.Sph. 267a
: metaph.,οὐ στενῷ τῷ ἰσθμῷ διώρισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον Luc.Hist.Conscr.7
.2 distinguish, determine, define,τὰ οὐνόματα Hdt.4.45
;θεοῖσι.. γέρα τίς ἄλλος ἢ 'γὼ.. διώρισεν; A.Pr. 440
; πτῆσιν οἰωνῶν.. διώρισα, of auguries, ib. 489; σῖτον δ' εἰδέναι δ. so as to know it, Id.Fr. 182;γλυκὺν οἶνον καὶ οἰνώδεα Hp.Acut.50
;δ. ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια Pl.Lg. 860e
, cf. Cra. 391d;δ. περὶ ἐνεργείας τί ἐστιν Arist.Metaph. 1048a26
; define logically,δ. κατὰ τὰς διαφοράς Id.Top. 146b20
, cf. EN 1103a3 ([voice] Pass.), etc.:—[voice] Med., pronounce clearly,Alex.
301.3 determine, declare, : c. inf., determine one to be so and so,καθαρὸν διώρισεν εἶναι D.20.158
: with inf. omitted, :— [voice] Med., δηλοῖ καὶ δ. ὅτι .. D.18.40; διορισαμένων ὅπως .. Id.56.11;διορίσασθαι τίς αἱρετώτατος βίος Arist.Pol. 1323a15
: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense,ἃ χρὴ ποιεῖν διωρίσμεθα D.24.192
:—[voice] Pass., διώρισται ὁπότερον .. And.4.8; it being prescribed,Lys.
30.4; ;ἐν τῷ διωρισμένῳ χρόνῳ PTeb. 105.33
(ii B. C.), etc.: impers., διοριεῖται περί τινος we will give precepts about.., Hp.Art.9;ἐν οἷς [λόγοις] διώρισται περὶ τῶν ἠθικῶν Arist.Pol. 1282b20
, cf. EN 1136a10.4 draw distinctions, lay down definitions,οὐδ' ὁτιοῦν διορίζων D.21.104
;τοῦτό μοι.. διόρισον Pl. Grg. 488d
:—mostly in [voice] Med.,δ. περί τινος And.3.12
, Isoc.3.5, Arist. Ph. 200b15;πρὸς ἀλλήλους Pl.Grg. 457c
; δίκην διωρίσω didst settle the conditions of the trial, Ar.Ach. 364.II remove across the frontier, banish,ἔξω τῶν ὅρων Pl.Lg. 873e
;τὸν ἐνθένδε πόλεμον εἰς τὴν ἤπειρον Isoc.4.174
;τινὰ ὑπὲρ θυμέλας E. Ion46
: generally, carry abroad,στράτευμα Τροίαν ἔπι Id.Hel. 394
; δ. πόδα to depart, ib. 828.IV [voice] Pass., to be discontinuous, opp. συνάπτω, Arist.Cat. 4b28; διωρισμένος, opp. συνεχής, ib.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διορίζω
-
95 διορμίζω
διορμίζω, strengthd. forAὁρμίζω, τὰς ναῦς Longus 2.25
:—[voice] Pass., D.S.20.88: metaph., διορμίζεται ὁ βίος Hierocl.p.56 A.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διορμίζω
-
96 διπλόος
Aδιπλέη Hdt.3.42
codd., but διπλήν or- ῆν Id.5.90
, διπλάς or- ᾶς Id.3.28
: [var] contr. always in Trag., exc.διπλόοι A.Fr.39
: (cf. ἁπλόος):—twofold, double, prop. of cloaks and articles of dress, χλαῖνα διπλῆ, = δίπλαξ or διπλοΐς, Il.10.134, Od.19.226; ὅθι.. διπλόος ἤντετο θώρηξ where the cuirass met [the buckle] so as to be double, Il.4.133; τὴν ἐπωμίδα πτύξας διπλῆν having folded it double, Apollod.Car.4: generally,καλύβη διπλῆ διαφράγματι Th.1.133
;διπλόος θάνατος Hdt.6.104
; παῖσον διπλῆν (sc. πληγήν) S.El. 1415;δ. οἰκίδιον
of two stories,Lys.
1.9; διπλῆ ἄκανθα spine bent double by age, E.El. 492; διπλῆ <ῥάχις> X.Eq.1.11;σύμβολον δ.
executed in duplicate,PHib.
1.29 (iii B. C.).2 διπλῇ χερὶ θανεῖν by mutual slaughter, S.Ant.14.4 of fevers in which two paroxysms took place in a given time, δ. ἀμφημερινός, τριταῖος, Gal.7.472, 9.677.5 δ. ἰσότης, = διπλοϊσότης (q. v.), Dioph.p.98T., etc.6 δ. ἄνδρας· τὰ δισύλλαβα ἀνδρῶν ὀνόματα, Hsch.II as [comp] Comp., twice as much, large, etc., ; ; δ. ἢ .. twice as much as.. (v. διπλῇ): c. gen., Id.Ti. 35b; διπλοῦν ὀφείλειν ὅσον .. Lex ap.D.23.28; διπλῷ, = διπλῇ, Pl.Lg. 722b.IV double, doubtful,οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν Pi.N.10.89
;διπλᾶς καὶ ἀμφιβόλους λέξεις Ph.1.302
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διπλόος
-
97 δραπέτης
A runaway, βασιλέος from the king, Hdt.3.137; esp. runaway slave,δούλοισι, καὶ τοῦτο δρηπέτῃσι Id.6.11
, cf. Ar.Ach. 1187, Herod. 3.13, etc.;δ. ἀνήρ S.Fr.63
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραπέτης
-
98 δυσαίων
A most miserable, Trag. only lyr., A.Th. 926 (prob.), S.OC 151; αἰὼν δ. a life that is no life, E.Hel. 213;δ. ὁ βίος Id.Supp. 960
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσαίων
-
99 δύσβιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσβιος
-
100 δυσδιέξακτος
δυσδι-έξακτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσδιέξακτος
См. также в других словарях:
βιός — βιός, το (Α) το τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν εξαιρέσει κανείς την κατάληξη, ο τ. βιός ταυτίζεται με αρχ. ινδ. j(i)ya, αβεστ. jya «χορδή (του τόξου)». Έχει υποτεθεί ότι το αρσ. βιός προήλθε από αρχικό θηλ. βιός, πράγμα που εξηγεί και τη διαφορά στην κατάληξη … Dictionary of Greek
βιος, ο — και το βλ. βιο, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιός — bow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — life masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
βίος — ο 1.η ύπαρξη ζωντανού οργανισμού, η ζωή και η διάρκειά της: Ο συζυγικός του βίος είναι πολύ ευτυχισμένος. 2. βιογραφία: Ο βίος του αγίου Δημητρίου περιέχει πολλά ιστορικά στοιχεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βίος, έντιμος — Στο δίκαιο, ο πριν από την παράνομη πράξη έ.β. είναι λόγος μείωσης της ποινής. Επίσης, λαμβάνεται υπόψη για την αποκατάσταση εκείνων που έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα μετά από ποινική καταδίκη … Dictionary of Greek
Βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. — βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. См. Коротать время … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Παλαίσμαθ’ ἡμῶν ὁ βίος, εὐτυχοῦσι δὲ… — См. Жизнь борьба … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὁ βίος βραχὺς, ἡ δὲ τέχνη μακρή. — См. Жизнь коротка, искусство долго … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οἱος ὁ βίος τοιοῦτος καὶ ὁ λόγος. — См. Знать человека по речам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)