-
1 γαληνός
γαληνόςcalm: masc /fem nom sg -
2 γαληνός
A calm, esp. of the sea, γαλήν' ὁρῶ (neut. pl.) I see a calm, E.Or. 279; of persons, gentle, Id.IT 345;γ. προσφθέγματα Id.Hec. 1160
;γαληνὴ ἕξις μετώπου Arist. Phgn. 812a1
; , Ph.1.411;τὸ γ. Them.Or.34p.459D.
; as title,γαληνότατος δεσπότης PGrenf.1.60.16
(vi A. D.). Adv.- νῶς D.L.9.45
: [comp] Comp.- νότερον J.BJ1.28.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαληνός
-
3 γαληνός
-ός,-όν A 0-0-0-0-1=1 4 Mc 13,6 -
4 γαληνότερον
γαληνόςcalm: adverbial compγαληνόςcalm: masc acc comp sgγαληνόςcalm: neut nom /voc /acc comp sg -
5 γαληνοτάτων
γαληνόςcalm: fem gen superl plγαληνόςcalm: masc /neut gen superl pl -
6 γαληνόν
γαληνόςcalm: masc /fem acc sgγαληνόςcalm: neut nom /voc /acc sg -
7 γαληνότατον
γαληνόςcalm: masc acc superl sgγαληνόςcalm: neut nom /voc /acc superl sg -
8 γαληνοτάτη
γαληνόςcalm: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic) -
9 γαληνοτάτην
γαληνόςcalm: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
10 γαληνοτάτης
γαληνόςcalm: fem gen superl sg (attic epic ionic) -
11 γαληνοτάτοις
γαληνόςcalm: masc /neut dat superl pl -
12 γαληνοτάτου
γαληνόςcalm: masc /neut gen superl sg -
13 γαληνοτέροις
γαληνόςcalm: masc /neut dat comp pl -
14 γαληνοί
γαληνόςcalm: masc /fem nom /voc pl -
15 γαληνούς
γαληνόςcalm: masc /fem acc pl -
16 γαληνά
γαληνόςcalm: neut nom /voc /acc pl -
17 γαληνέ
γαληνόςcalm: masc /fem voc sg -
18 γαληνότατε
γαληνόςcalm: masc voc superl sg -
19 γαληνότατοι
γαληνόςcalm: masc nom /voc superl pl -
20 γαληνότατος
γαληνόςcalm: masc nom superl sg
См. также в других словарях:
γαληνός — calm masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνός — (Πέργαμος 129 – Ρώμη ή Πέργαμος 201 μ.Χ.). Έλληνας γιατρός, φυσιολόγος και συγγραφέας. Περίφημος γιατρός της αρχαιότητας, θεωρήθηκε δεύτερος μετά τον μέγα Ιπποκράτη. Έμεινε για πολλά χρόνια στη Ρώμη, όπου ήταν χειρουργός των μονομάχων και… … Dictionary of Greek
Κλάδος, Γαληνός — (18ος 19ος αι.). Γιατρός από τη Σμύρνη. Μετά το τέλος των σπουδών του στην Ιταλία επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου άσκησε την ιατρική για πενήντα χρόνια. Διετέλεσε καθηγητής ανθρωπολογίας στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Έγραψε το επιστημονικό… … Dictionary of Greek
γαληνότερον — γαληνός calm adverbial comp γαληνός calm masc acc comp sg γαληνός calm neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνοτάτων — γαληνός calm fem gen superl pl γαληνός calm masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνόν — γαληνός calm masc/fem acc sg γαληνός calm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνότατον — γαληνός calm masc acc superl sg γαληνός calm neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνοτάτη — γαληνός calm fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνοτάτην — γαληνός calm fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνοτάτης — γαληνός calm fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνοτάτοις — γαληνός calm masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)