Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

νότερον

См. также в других словарях:

  • νοτερόν — νοτερός damp masc acc sg νοτερός damp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαυνότερον — χαῡνότερον , χαῦνος porous adverbial comp χαῡνότερον , χαῦνος porous masc acc comp sg χαῡνότερον , χαῦνος porous neut nom/voc/acc comp sg χαῡνότερον , χαῦνος porous adverbial comp χαῡνότερον , χαῦνος porous masc acc comp sg χαῡνότερον ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανότερον — μᾱνότερον , μανός loose adverbial comp μᾱνότερον , μανός loose masc acc comp sg μᾱνότερον , μανός loose neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρανότερον — τρᾱνότερον , τρανής clear adverbial comp τρᾱνότερον , τρανής clear masc acc comp sg τρᾱνότερον , τρανής clear neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανότερον — φᾱνότερον , φανός 1 shining adverbial comp φᾱνότερον , φανός 1 shining masc acc comp sg φᾱνότερον , φανός 1 shining neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκινδυνότερον — φιλοκινδῡνότερον , φιλοκίνδυνος fond of danger adverbial comp φιλοκινδῡνότερον , φιλοκίνδυνος fond of danger masc acc comp sg φιλοκινδῡνότερον , φιλοκίνδυνος fond of danger neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκινδυνότερον — ἀκινδῡνότερον , ἀκίνδυνος free from danger adverbial comp ἀκινδῡνότερον , ἀκίνδυνος free from danger masc acc comp sg ἀκινδῡνότερον , ἀκίνδυνος free from danger neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικινδυνότερον — ἐπικινδῡνότερον , ἐπικίνδυνος in danger adverbial comp ἐπικινδῡνότερον , ἐπικίνδυνος in danger masc acc comp sg ἐπικινδῡνότερον , ἐπικίνδυνος in danger neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλέπας — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νοτερόν, πηλῶδες ἤ δασύ, ἤ ὑγρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις που κατά καιρούς έχουν προταθεί δεν είναι πειστικές] …   Dictionary of Greek

  • κραύρος — κραῡρος, α, ον, θηλ. και ος (AM) 1. ξηρός («τὸ δὲ ὑπὸ πυρὸς τάχους τὸ νοτερὸν πᾱν ἐξαρπασθὲν καὶ κραυρότερον ἐκείνου ξυστάν», Πλάτ.) 2. εύθραυστος, εύθρυπτος 3. σκληρός, τραχύς («ὑγροτέραν τε γὰρ ἀναγκαῑον αὐτῶν εἶναι τὴν κίνησιν, ὥστε δεῑ καὶ… …   Dictionary of Greek

  • νοτερός — ή, ό (ΑΜ νοτερός, ά, όν) γεμάτος υγρασία, υγρός (α. «κλίμα νοτερό» β. «ὁπότε χειμὼν εἴη νοτερός», Θουκ.) μσν. (για λειτουργία σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από εκκρίσεις υγρών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοτερόν η υγρασία. επίρρ... νοτερά με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»