-
1 ἄκος
1 remedy met.καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει N. 3.18
εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος i. e. wine Pae. 4.26 -
2 άκος
-
3 ἄκος
-
4 ἄκος
A cure, remedy, c. gen. rei,κακῶν Od.22.481
, etc.;νυμφικῶν ἑδωλίων A.Ch.71
;κύβους.. τερπνὸν ἀργίας ἄ. S.Fr. 479.4
;κακὸν κακῷ διδοὺς ἄ. Id.Aj. 363
: abs.,ἄ. εὑρεῖν Il.9.250
; δίζησθαι, ἐξευρεῖν, ἐκπονεῖν, λαβεῖν, Hdt.1.94, 4.187, A.Supp. 367, E.Ba. 327; ἄκη ποιεῖσθαι, c. dat., Pl.Lg. 910a: in medical sense, Hp.Acut.1; by a medical metaph., ἄ. ἐντέμνειν, τέμνειν, A.Ag.17, E.Andr. 121;ἄ. τομαῖον A.Ch. 539
: ἄ. [ἔστι], c. inf., ἄ. γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι it boots not to.., Id.Pr.43. -
5 ἄκος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄκος
-
6 ἄκος
Grammatical information: n.Meaning: `cure, remedy' (Il.).Dialectal forms: Myc. aketirijai \/ akestriai\/ (not * akestriai, agetriai). aketere, jaketere \/jakestēres\/?Compounds: ἀφ-, ἐφ-ακέομαιDerivatives: Denomin. verb ἀκέομαι `cure; repair' (Il.). ἀκέσματα `remedy' (Il.); ἄκεσις `healing' (Hdt.); ἀκέστωρ epithet of Apollon (E.). Also ἀκή `healing' (Hp.), prob. from ἀκέομαι. νήκεστος Hes. (beside ἀνά\/ ήκεστος) seems from * n-h₂k-, but may be analogical. PN Έξηκίας (Attica; Pailler, Lettre de Pallas 4, 1996, 8).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Et. unknown. Connection with OIr. hícc `healing' has been suggested, but its relation to MW iach `healthy' is uncertain (Schrijver 1991 [StudBrPhon]103). DELG's *iēk-\/iǝk- is impossible: eh₁\/h₁ would give *εκ-. The compounds with ἀφ- etc. seem to point to original aspiration. An original * ih₂k- seems possible. Improbable Pisani Sprache 12, 1966, 91f. (to Skt. yáśas- n. `fame', Arm. asem `say'). Hitt. saktaizzi `cure a sick' seems impossible, because the s- does not disappear.Page in Frisk: 1,56Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄκος
-
7 ἀκροφύλαξ
-ακος ὁ N 3 0-0-0-0-1=1 4 Mc 3,13governor of the citadel, guardian; neol.? -
8 ἄνθραξ
-ακος + ὁ N 3 4-3-11-9-4=31 Gn 2,12; Ex 28,18; 36,18; Lv 16,12; 2 Sm 14,7coal Lv 16,12; precious stone of dark red colour including the carbuncle, ruby and garnet, carbuncle Gn 2,12→NIDNTT -
9 ἀρχιδεσμοφύλαξ
-ακος ὁ N 3 3-0-0-0-0=3 Gn 39,21.22.23chief gaoler, chief guard of the prison; neol. -
10 ἀρχισωματοφύλαξ
-ακος ὁ N 3 0-1-0-1-0=2 1 Sm 28,2; Est 2,21chief of the bodyguard; neol.Cf. BICKERMAN 1930=1976 127-128; MOOREN 1968, 161-180; VAN ’T DACK 1968, 264-269 -
11 ἀσπάλαξ
-ακος ὁ N 3 1-0-0-0-0=1 Lv 11,30blind rat, mole -
12 αὖλαξ
-ακος ἡ N 3 1-0-0-3-2=6 Nm 22,24; Ps 64(65),11; Jb 31,38; 39,10; Sir 7,3 -
13 βῶλαξ
-ακος ἡ N 3 0-0-0-1-0=1 Jb 7,5 -
14 γαζοφύλαξ
-ακος ὁ N 3 0-1-0-0-3=4 1 Chr 28,1; 1 Ezr 2,8; 8,19.45 -
15 δεσμοφύλαξ
-ακος + ὁ N 3 1-0-0-0-0=1 Gn 40,3jailer; neol. -
16 δίφραξ
-ακος ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 2 Mc 14,21seat, chair -
17 θησαυροφύλαξ
-ακος ὁ N 3 0-0-0-1-0=1 Ezr 5,14 -
18 θώραξ
-ακος + ὁ N 3 0-5-3-3-5=16 1 Sm 17,5(bis); 1 Kgs 22,34; 2 Chr 18,33; 26,14 -
19 ἱέραξ
-ακος ὁ N 3 2-0-0-1-0=3 Lv 11,16; Dt 14,17; Jb 39,26hawk, falcon -
20 ἱματιοφύλαξ
-ακος ὁ N 3 0-1-0-0-0=1 2 Kgs 22,14keeper of the wardrobe; neol.
См. также в других словарях:
άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… … Dictionary of Greek
ἄκος — cure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άκος — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά, σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα άποψη, με την υποκορ. κατάλ. άκι* … Dictionary of Greek
Φαίαξ — ακος, ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. Φαίηξ, ηκος, Α συν. στον πληθ. οι Φαίακες μυθ. μυθικός λαός που πήρε την ονομασία του από τον γενάρχη του Φαίακα, γιο τού Ποσειδώνος και τής Κερκύρας, και κατοικούσε στη νήσο Σχερία, δηλαδή τη σημερινή Κέρκυρα, και ο… … Dictionary of Greek
Ψίλαξ — ακος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου στις Αμύκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. τού πτίλον + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. κόλ αξ)] … Dictionary of Greek
πλούταξ — ακος, ὁ, Α ο αγροίκος πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επίθημα αξ, ακος, το οποίο έχει συχνά μειωτική σημ. (πρβλ. θαλάμ αξ, στό αξ)] … Dictionary of Greek
πολυβώλαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α πολύβωλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βῶλαξ, ακος «όγκος χώματος» (πρβλ. ερι βώλαξ)] … Dictionary of Greek
πολυδόναξ — ακος, ὁ, Α (για μουσικό όργανο) αυτός που έχει πολλούς αυλούς από καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δόναξ, ακος «καλάμι»] … Dictionary of Greek
πολυθρίδαξ — ακος, ὁ, Μ αυτός που έχει πολλά μαρούλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρίδαξ, ακος, ἡ «μαρούλι»] … Dictionary of Greek
πολυπίδαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πῖδαξ, ακος (πρβλ. μεθυ πῖδαξ)] … Dictionary of Greek
προφύλαξ — ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ [φύλαξ, ακος] 1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ. β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.) αρχ. 1. αξιωματικός φρουράς 2. προσωνυμία τού Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.) 3. στον πληθ. οἱ… … Dictionary of Greek