-
1 Ιστρία
Ἰστρίᾱ, ἸστρίαIster: fem nom /voc /acc dualἸστρίᾱ, ἸστρίαIster: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)Ἰστρίᾱ, Ἰστρίηfem nom /voc /acc dualἸστρίᾱ, Ἰστρίηfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Ἰστρίᾱͅ, ἸστρίαIster: fem dat sg (attic doric aeolic)Ἰστρίᾱͅ, Ἰστρίηfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Ἰστρία
Βλ. λ. Ιστρία -
3 Ἰστρίᾳ
Βλ. λ. Ιστρία -
4 Ιστρίας
Ἰστρίᾱς, ἸστρίαIster: fem acc plἸστρίᾱς, ἸστρίαIster: fem gen sg (attic doric aeolic)Ἰστρίᾱς, Ἰστρίηfem acc plἸστρίᾱς, Ἰστρίηfem gen sg (attic doric aeolic) -
5 Ἰστρίας
Ἰστρίᾱς, ἸστρίαIster: fem acc plἸστρίᾱς, ἸστρίαIster: fem gen sg (attic doric aeolic)Ἰστρίᾱς, Ἰστρίηfem acc plἸστρίᾱς, Ἰστρίηfem gen sg (attic doric aeolic) -
6 Ιστρίαν
Ἰστρίᾱν, ἸστρίαIster: fem acc sg (attic doric aeolic)Ἰστρίᾱν, Ἰστρίηfem acc sg (attic doric aeolic) -
7 Ἰστρίαν
Ἰστρίᾱν, ἸστρίαIster: fem acc sg (attic doric aeolic)Ἰστρίᾱν, Ἰστρίηfem acc sg (attic doric aeolic) -
8 σαμβύκη
Grammatical information: f.Meaning: `triangular string instrument with four strings' (Arist. etc.), metaph. `scaling ladder' (Plb. etc.; on the semant. motivation s. Ath. 14, 634 a).Other forms: H. also ζ-.Derivatives: σαμβυκ-ιστής, f. - ίστρια `sambyke-player (m\/f)' (hell. poet., Plu.; after κιθαριστής, - ίστρια).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Semit.?Etymology: Orient. LW [loanword] of unknown source; s. E. Masson Recherches 91 ff. w. extensive meaning and criticism of earlier views (to Hebr. š ebākā `lattice' a.o.). On the secondary nasalisation Schwyzer 231 f. w. lit. -- Lat. LW [loanword] sambūca (cf. W.-Hofmann s.v.).Page in Frisk: 2,674Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σαμβύκη
-
9 Ιστρίην
-
10 Ἰστρίην
-
11 Ἴστριος
1 of the Danube ἐς γαῖαν πορεύεν θυμὸς ὥρμα Ἰστρίαν νιν ( Ἰστρία νιν Aristarchus) O. 3.26 -
12 αἰκίστρια
A she who tortures, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰκίστρια
-
13 βασανιστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασανιστής
-
14 βωμίστρια
βωμ-ίστρια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βωμίστρια
-
15 δεκαδιστής
A one who celebrates the tenth day of the month, cj. in Thphr.Char.27.11, cf. IG11(4).1227 ([place name] Delos), 2.1139b:—fem. [suff] δεκᾰδ-ίστρια, ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκαδιστής
-
16 δρωπακίστρια
δρωπᾰκ-ίστρια, ἡ,A = παρατίλτρια, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρωπακίστρια
-
17 καλλωπίστρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλωπίστρια
-
18 κιθαρίστρια
κῐθαρ-ίστρια, ἡ, fem. of κιθαριστής, Arist.Ath.50.2, Theopomp.Hist.111a, Theophil.12.5, AJA18.1 (Sardis, iii/ii B.C.), IG12(8).178 ([place name] Samothrace); name of a play by Anaxandrides.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαρίστρια
-
19 κροταλίστρια
κροταλ-ίστρια, ἡ,A female castanet-player, Sammelb.6945 (iii A. D.); Lat. crotalistria, of the stork, from the noise made by its mandibles, Publilius ap.Petron.55.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροταλίστρια
-
20 κυκλίστρια
κυκλ-ίστρια, ἡ,A dancer in cyclic chorus, IG2.4112.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλίστρια
См. также в других словарях:
Ἰστρία — Ἰστρίᾱ , Ἰστρία Ister fem nom/voc/acc dual Ἰστρίᾱ , Ἰστρία Ister fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἰστρίᾱ , Ἰστρίη fem nom/voc/acc dual Ἰστρίᾱ , Ἰστρίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰστρίᾳ — Ἰστρίᾱͅ , Ἰστρία Ister fem dat sg (attic doric aeolic) Ἰστρίᾱͅ , Ἰστρίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ίστρια — (σερβοκροατ. Istra). Χερσόνησος (3.885 τ. χλμ.) της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Βρίσκεται ΒΔ της Κροατίας, ΝΔ της Σλοβενίας και εισδύει στην Αδριατική θάλασσα. Η βάση της χερσονήσου, με μικρό πλάτος μεταξύ του κόλπου της Τεργέστης στα ΒΔ και του… … Dictionary of Greek
Δώρα ντ’ Ίστρια — (Dora d’ Istria, Βουκουρέστι 1828 – Φλωρεντία 1868). Φιλολογικό ψευδώνυμο της Ρουμάνας δοκιμιογράφου και διηγηματογράφου Ελένης Γκίκα. Η Δ. ντ’ Ί. ήταν κόρη του πρίγκιπα Μιχαήλ, υπουργού Εσωτερικών της Βλαχίας. Πριν από τον γάμο της με τον… … Dictionary of Greek
Ἰστρίας — Ἰστρίᾱς , Ἰστρία Ister fem acc pl Ἰστρίᾱς , Ἰστρία Ister fem gen sg (attic doric aeolic) Ἰστρίᾱς , Ἰστρίη fem acc pl Ἰστρίᾱς , Ἰστρίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰστρίαν — Ἰστρίᾱν , Ἰστρία Ister fem acc sg (attic doric aeolic) Ἰστρίᾱν , Ἰστρίη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεθνιστής — ίστρια οπαδός τού διεθνισμού … Dictionary of Greek
Ἰστρίην — Ἰστρία Ister fem acc sg (epic ionic) Ἰστρίη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κινυρίστρια — κινυρίστρια, ἡ (Α) αυτή που παίζει το μουσικό όργανο κινύρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινύρα + κατάλ. ίστρια (θηλ. τού ιστής) (πρβλ. κιθαρ ίστρια, τυμπαν ίστρια)] … Dictionary of Greek
παγανιστής — (I) ο, θηλ. ίστρια [παγανίζω] κυνηγός που μετέχει σε παγάνα. (II) ο, θηλ. ίστρια 1. οπαδός τού παγανισμού, μη χριστιανός, ενεργό μέλος μιας πολυθεϊστικής κοινότητας, ειδωλολάτρης 2. μτφ. άθρησκος και ηδονιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganus… … Dictionary of Greek