-
1 βλαβεν
I.II. -
2 βλαβέν
βλάπτωdisable: aor part pass neut nom /voc /acc sg -
3 βλάβεν
βλάπτωdisable: aor ind pass 3rd pl (epic) -
4 βλάπτω
βλάπτω, fut. med. βλάψομαι in pass. Bdtg Thuc. 1, 81. 6, 64; aor. pass. ἐβλάφϑην, Thuc. 4, 73. 87, nach den Atticisten die bessere Form; ἐβλάφϑησαν Hom. Iliad. 23, 387, βλαφϑείς 9, 512, vgl. 15, 484. 489. 16, 331. 6, 39; daneben ἐβλάβην, Hom. Iliad. 23, 461 ἔβλαβεν u. vs. 545 βλάβεν = ἐβλάβησαν; Pind. N. 7, 18; βλαβῆναι Thuc. 1, 141; Plat. u. Folgde; βλαβήσομαι Plat. Men. 77 d u. öfter, wie Folgde, z. B. Isocr. 1, 25; perf. βέβλαφα Dem. 19. 180; βεβλάφϑαι Xen. Cyr. 5, 3, 30; untauglich machen, schwächen, hindern; γούνατα Il. 7, 271; πόδας 23, 782, im Laufe hindern; Αἴας ὄλισϑε ϑέων – βλάψεν γὰρ Ἀϑήνη 23, 774; βλάψας μοι ἵππους 23, 571; Κλεόβουλον βλαφϑέντα κατὰ κλόνον, er wurde im Getümmel aufgehalten, 16, 331; ὄζῳ ἔνι βλαφϑέντε μυρικίνῳ, sie wurden aufgehalten, 6, 39; βλάβεν ἅρματα καὶ ἵππω, wurden gehemmt, blieben zurück, 23, 545; Διόϑεν βλαφϑέντα βέλεμνα 15, 489, von Zeus gehemmte Geschosse. Uebertr. auf den Geist, βλάψε φρένας, bethörte, verblendete den Verstand, Od. 14, 178; ἄτη βλάπτουσα ἀνϑρώπους Il. 9, 507. 19, 94, vgl. Od. 23, 14; vom Wein 21, 294; βλαφϑείς, sinnverwirrt, wahnsinnig, Il. 9, 512; βλάπτειν τινὰ κελεύϑου Od. 1, 195, Einen am Wege hindern; vgl. Aesch. βλαβεὶς λοισϑίων δρόμων Ag. 119; ὁδοῦ Opp. H. 2, 441; νόου βεβλαμμένος ἐσϑλοῦ Theogn. 223; vgl. Qu. Sm. 13, 423; βασιλῆα βεβλαμμένον ἦτορ, am Herzen beschädigt, getödtet, Il. 16, 660. Bei den Folgdn gew. τινά, beschädigen, verletzen; λόγον, gegen die Regel handeln, Pind. P. 9, 97; Aesch. Eum. 631 τινί, In Prosa bes. Ggstz zu ὠφελεῖν, z. B. φίλους ὠφελεῖν, ἐχϑροὺς βλάπτειν Plat. Rep. I. 332 e; ebenso pass., ἢ βεβλαμμένος ἢ ὠφελημένος Prot. 314 b; Sp.; μέχρις ἂν ἰάσηται τὸ βλαβέν, den Schaden gut machen, Plat. Legg. XI, 933 e. Oft μέγα (auch τὰ μέγιστα) τὴν πόλιν, Plat. Rep. IV, 434 a; Thuc. 8, 60; ἄλλο τι βλ. τοὺς πολεμίους, den Feinden sonst noch Schaden thun, Xen. Hell. 1, 1, 22. S. βλάβη. Bei App. τὴν πόλιν τοὺς ὑπολοίπους B. C. 2, 131, der Stadt die Uebrigen rauben; pass., ἄλλους τοσούςδε βλαβῆναι τὴν πόλιν, daß der Staat so vieler beraubt worden, B. Hann. 28.
-
5 βλάπτω
A , etc.: [tense] aor. ἔβλαψα, [dialect] Ep.βλάψε Il.23.774
: [tense] aor. 2ἔβλᾰβον Q.S.5.509
: [tense] pf.βέβλᾰφα D.19.180
, Plb.12.26.2, ἔβλαφα ([etym.] κατ-) IG7.303.51 ([place name] Oropus):—[voice] Pass., [tense] fut.βλᾰβήσομαι Isoc.1.25
, Pl.Men. 77e, Grg. 475d, Hp.Mi. 373a;βεβλάψομαι Hp.Acut.16
: also [tense] fut. [voice] Med. βλάψομαι (in pass. signf.) Th.1.81, 6.64: [tense] aor. 1ἐβλά-φθην Il.16.331
, etc.: [tense] aor. 2 ἐβλάβην [ᾰ], [ per.] 3pl. ἔβλαβεν, βλάβεν, 23.461, 545, part. (lyr.) ([tense] aor. [voice] Med. βλάψαντο only in Q.S.5.466): [tense] pf.βέβλαμμαι Il.16.660
, etc.:—disable, hinder,μή τιν' ἑταίρων βλάπτοι ἐλαυνόντων Od.13.22
;βλάψας δέ μοι ἵππους Il.23.571
; β. πόδας disable the feet for running, lame them, ib. 782:—[voice] Pass., ζωὸν ἕλε βλαφθέντα κατὰ κλόνον entangled in the mêlée, 16.331; ὄζῳ ἔνι βλαφθέντε μυρικίνῳ [the horses] caught in a branch, 6.39; βλάβεν ἅρματα καὶ ταχε' ἵππω chariots and horses were stopped, 23.545; Διόθεν βλαφθέντα βέλεμνα stopped, baffled by Zeus, 15.489, cf. 484; βεβλαμμένος ἦτορ stopped in his life (s. v.l.), 16.660.2 c. gen., hinder from,τόν γε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου Od.1.195
;οὐδέ τις αὐτὸν βλάπτειν οὔτ' αἰδοῦς οὔτε δίκης ἐθέλει Tyrt.12.40
(repeated in Thgn. 938):—[voice] Pass., βλαβέντα λοισθίων δρόμων arrested in its last course, A.Ag. 120 (lyr.).II of the mind, distract, pervert, mislead, of the gods,τὸν δέ τις ἀθανάτων βλάψε φρένας Od.14.178
, cf. Trag.Adesp. 455: c. acc. pers., Il.22.15, Od.23.14; so of Ate, ; also of wine, Od.21.294; βλαφθείς, Lat. mente captus, Il.9.512: so c. gen.,ἥ τε [Περσεφόνη].. βλάπτουσα νόοιο Thgn.705
;νόου βεβλαμμένος ἐσθλοῦ Id.223
.III after Hom., damage, hurt, οἷσι μὴ βλάψῃ θεός (sc. τὰ τέκνα) A.Eu. 661, etc.: with neut. Adj.,πλείω β. τινά Th.6.33
; ;ἄλλο τι X.HG1.1.22
, etc.:—[voice] Pass.,μεγάλα βεβλάφθαι Id.Cyr.5.3.30
;βεβλαμμένος τὸν ὀφθαλμόν PStrassb.52.2
(ii A. D.), etc.: c. acc. cogn., β. τοὺς βίους μείζους βλάβας do greater mischiefs to.., Posidipp.12.4: c. dupl. acc., β. τὴν πόλιν τοὺς ὑπολοίπους rob her of.., App.BC2.131:—[voice] Pass., τοσούσδε βλαβῆναι τὴν πόλιν lose them, Id.Hann.28; τὸ βλαβέν, = βλάβη, Pl.Lg. 933e. -
6 βλάπτω
βλάπτω, untauglich machen, schwächen, hindern; πόδας, im Laufe hindern; Κλεόβουλον βλαφϑέντα κατὰ κλόν, er wurde im Getümmel aufgehalten; ὄζῳ ἔνι βλαφϑέντε μυρικίνῳ, sie wurden aufgehalten; βλάβεν ἅρματα καὶ ἵππω, wurden gehemmt, blieben zurück; Διόϑεν βλαφϑέντα βέλεμνα, von Zeus gehemmte Geschosse. Übertr. auf den Geist, βλάψε φρένας, betörte, verblendete den Verstand; vom Wein; βλαφϑείς, sinnverwirrt, wahnsinnig; βλάπτειν τινὰ κελεύϑου, einen am Wege hindern; βασιλῆα βεβλαμμένον ἦτορ, am Herzen beschädigt, getötet. Gew. τινά, beschädigen, verletzen; λόγ, gegen die Regel handeln; pass., μέχρις ἂν ἰάσηται τὸ βλαβέν, den Schaden gut machen; ἄλλο τι βλ. τοὺς πολεμίους, den Feinden sonst noch Schaden tun; τὴν πόλιν τοὺς ὑπολοίπους, der Stadt die Übrigen rauben; pass., ἄλλους τοσούςδε βλαβῆναι τὴν πόλιν, daß der Staat so vieler beraubt worden -
7 ίάομαι
ίάομαι, fut. ἰάσομαι, ion. u. ep. ἰήσομαι, dep. med., heilen; ἰᾶτ' Εὐρύπυλον βεβλημένον Il. 12, 2; τὸν – εὖ ἰησάμενοι Od. 19, 459; ὀφϑαλμόν 9, 525; absolut, 520; νόσους ἰᾶσϑαι Pind. P. 3, 46; μὴ κακοῖς ἰῶ κακά Aeschyl. frg. B. A. 48, was sprichwörtlich geworden, vgl. Soph. frg. 98 Her. 3, 53 Thuc. 5, 65; πῶς σῶμ' ἂν ἰῴμην τὸ σόν Soph. Tr. 1200; νόσον Eur. Hipp. 597; δύςγνοιαν Herc. Fur. 1107, wie ἀδικίαν, gut machen, Or. 649; vgl. Archil. 53; νόσον ἀρχαίαν Ar. Vesp. 651; in Prosa, ὥς μιν ἰώμενος ὑγιέα ἀπέδεξε Her. 3, 134; τὰ ἕλκεα 7, 181; ἰώμενος μεῖζον τὸ νόσημα ποιῶ Plat. Prot. 341 c; τοὺς ὀφϑαλ μούς Charm. 156 b; τοὺς κάμνοντας Polit. 299 a; τὸ βλαβέν Legg. XI, 933 e; τὴν φύσιν ἀνϑρωπίνην Conv. 191 d; übertr., σφαγὰς καὶ ἀνομίας ἰάσασϑαι Isocr. 4, 114; ὀρϑῶς ἰασόμενοι τὸ Δημοσϑένους δωροδόκημα Aesch. 3, 69; ἰᾶσϑαι δὲ ῥᾷστόν ἐστι παντὸς τὰς πρώτας ἐπιβολάς Pol. 3, 7, 7. – Den aor. pass. ἰαϑῆναι hat Andoc. 2, 9; Plat. Conv. 189 d; ἰαϑήσομαι, Matth. 8, 8; auch ἴαται perf., Marc. ev. 5, 29. [In der Anth. findet sich ι auch kurz gebraucht, wie Eur. Hipp. 592, s. die abgeleiteten Wörter.]
-
8 βλαπτω
(fut. βλάψω, pf. βέβλᾰφα; pass.: fut. βλᾰβήσομαι, aor. 1 ἐβλάφθην, aor. 2 ἐβλάβην, pf. βέβλαμμαι)1) задерживать, мешать(ἵππους Hom.)
βλάβεν ἅρματα καὴ ἵππω Hom. — колесница и кони отстали;Διόθεν βλαφθέντα βέλεμνα Hom. — задержанные Зевсом снаряды;β. τινὰ κελεύθου Hom. — преграждать кому-л. путь;ὄζῳ ἔνι βλαφθῆναι Hom. — зацепиться за сук2) повреждать, наносить ущерб, вредитьβλάπτεσθαι τὰ ὄμματα πρὸς ὀξυωπίαν Arst. — терять остроту зрения;βλάψαι τινὰ (φρένας) Hom. — помрачить чей-л. рассудок;βεβλαμμένος ἦτορ Hom. — пораженный в сердце;βλαφθείς Hom. — умалишенный, помешанный3) нарушать(λόγον τινός Pind.; ὅρκους Arst.)
-
9 ιαομαι
(ῑ, ῐ у Eur. Θιππ. 597; fut. ἰάσομαι с ᾱσ - ион. ἰήσομαι, aor. ἰᾱσάμην - ион. ἰησάμην, pf. ἴᾱμαι; pass.: aor. ἰάθην, fut. ἰᾱθήσομαι, pf. ἴᾱμαι)1) лечить(τινα βεβλημένον Hom.; νόσους Pind.; ἕλκεα Her.; τοὺς κάμνοντας Plat.; τὸ σῶμα Soph.; Μούσαις τὸν ἔρωτα Plut.)
2) исцелять, оздоровлять(τέν φύσιν ἀνθρωπίνην Plat.; τινα ἀπὸ τῆς μάστιγος NT.)
; pass. выздоравливать(βραδέως ἰαθῆναι Arst.)
3) исправлять, искупать, возмещать, заглаживать(τὸ βλαβέν Plat.; δύσγνοιαν, ἀδικίαν Eur.; σφαγὰς καὴ ἀνομίας Isocr.)
μέ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ погов. Her., Thuc. — не исправляй беду бедою, т.е. не ухудшай того, что и так плохо -
10 βλάπτω
1 harm, hurt met. τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω violating P. 9.94σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον οὐδ' ὑπὸ κέρδει βλάβεν N. 7.18
-
11 κέρδος
κέρδος (-ος, -ει, -ος; -έων, -εσιν.)1 gain κέρδει δὲ τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει; ( κερδοῖ coni. Huschke) P. 2.78ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφία δέδεται P. 3.54
“ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας δόλιον” P. 4.140 κέρδος δὲφίλτατον ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.13
( σοφοὶ)οὐδ' ὑπὸ κέρδει βλάβεν N. 7.18
αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κρύπτεται N. 9.33
ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.51
pl., μὴ δολωθῇς, ὦ φίλε, κέρδεσιν ἐντραπέλοις (locus metr. causa varie corrigitur.) P. 1.92κερδέων δὲ χρὴ μέτρον θηρευέμεν N. 11.47
-
12 οὐδέ
1 following affirmative sent., cl.a and... notὡς δ' ἄφαντος ἔπελες, οὐδὲ φῶτες ἄγαγον O. 1.46
ὣς ἔννεπεν, οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι O. 1.86
περὶ θνατῶν δ' ἔσσεσθαι μάντιν ἔξοχον, οὐδέ ποτ ἐκλείψειν γενεάν O. 6.51
ἤρειδεν δέ μιν Φοῖβος, οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον O. 9.33
οὐδέ μιν φόρμιγγες δέκονται P. 1.97
φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον, οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται P. 2.74
οὐδ' ἀπίθησέ νιν, ἀλλ P. 4.36
οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι ᾤχοντ' ἀγλαοί, ἀλλ P. 4.82
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν N. 3.39
οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα N. 4.4
σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον οὐδ' ὑπὸ κέρδει βλάβεν N. 7.18
οὐδ' Ὑπερμήστρα παρεπλάγχθη N. 10.6
οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν N. 10.30
οὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον δίφρον I. 4.28
οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
b adversative, but — notοὐδ' ἔλαθ Αἴπυτον ἐν παντὶ χρόνῳ κλέπτοισα θεοῖο γόνον O. 6.36
οὐδ' ἔλαθε σκοπόν P. 3.27
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39
2 following a neg. sent., phrase, noraκέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου, οὐδ' ὁπότε O. 2.32
οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ ἀλλὰ O. 2.64
οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων P. 3.17
“ οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις Ἀφροδίτας” P.4.87. “ οὐ πρέπει νῷνχαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν τιμὰν δάσασθαι” P. 4.148οὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς οὐδὲ μακύνων τέλος οὐδέν P. 4.286
οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.17
καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν· οὐδὲ Κρονίων ἀστεροπὰν ἐλελίξαις οἴκοθεν μαργουμένους στείχειν ἐπώτρυν N. 9.19
ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ ἀνέχασσαν N. 10.69
οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις· οὐδ ἐπέρναντο γλυκεῖαι μαλθακόφωνοι ἀοιδαί I. 2.6
—7.οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† I. 5.57 κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει (v. l. οὐ κὶς) fr. 222. 2. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358. irregularly coordinated,ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος οὐδ' ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.26
bοὔτε οὐδέ. τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη, οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
cτε οὐ οὐδέ. Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.37
dοὐδὲ οὐδέ. ἐξίκετ' οὐδ ἀνέμους ἔ[λ]ᾳ[θ]εν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.110
οὐδὲ πελέκεις οὐδὲ Σειρήν (“[οὐ]-οὐδὲ οὐδὲ to be presumed, Zuntz, C. R., 1935, 5) ?fr. 339.e οὔτοι οὐδέ. οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.f fragg. ]γονουτουν ἀμπελ[ ]ιατων οὐδ' Ἀχελωιο[ ( οὔτ' ὦν οὐδὲ vid. Lobel) Πα. 13. c. 11. ἀνδροφθόρον, οὐδὲ σιγᾷ κατερρύη fr. 177b. ]αιων οὐδέ μ[ιν fr. 51 f. c. 5.3 not... evenοὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν O. 2.16
οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας (Schneidewin: οὔτε codd.) O. 14.8ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν P. 2.89
τὰν οὐδὲ Πορφυρίωνμάθεν P. 8.12
τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον (Boeckh: οὔτε codd.) I. 8.56 -
13 ὑπό
1 c. acc.,a under, below ὑπὸ Κυλλάνας ὄρο̄ς, Ἁγησία, μάτρωες ἄνδρες ναιετάοντες (Π: ὅροις codd.) O. 6.77τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι P. 9.81
[codd. P. 10.15] ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν fr. 137. 1.b under, up to the walls ofθαλασσίαις ἀνέμων ῥιπαῖσι πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν N. 3.60
2 c. gen.,a belowπολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας O. 2.83
λόχμας ὑπὸ κυανέας τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.40
λόχμαισι δὲ δοκεύσαις ὑπὸ Κλεωνᾶν δάμασε O. 10.30
ταί θ' ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες O. 13.111
[coni. Bergk P. 8.77] ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (Christ: βαθυλείμων(α) ἀγὼν πέτραν codd.) P. 10.15b from (out of) of the delivery of a child,ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ ὠδῖνός τ ἐρατᾶς Ἴαμος ἐς φάος αὐτίκα O. 6.43
“παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς εὐθρόνοις ὥραισι καὶ Γαίᾳ ἀνελὼν φίλας ὑπὸ ματέρος οἴσει” P. 9.61ἐπεὶ σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς ὠδῖνα φεύγων μόλεν N. 1.35
met., of deliverance, ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν (ἀπ byz.) O. 5.14Ὀρέστα· τὸν δὴ Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.18
c to the accompaniment ofτεαὶ γὰρ ὧραι ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς ἑλισσόμεναί O. 4.2
καί νυν ὑπ' ἀμφοτέρων σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν (i. e. with lyre and flute) O. 7.13 σειρῆνα δὲ κόμπον αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων μιμήσομ' ἀοιδαῖς Παρθ. 2. 14.d of agency,I of things, under the influence of ἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει O.2.19.cf.O.6.43.II of pers. ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος ἀλλὰ μάργων ὑπ ἀνδρῶν under the influence of O. 2.96 Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη by, at the the hands of N. 2.203 c. dat.,a lying below, at the foot of [ ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις (ὄρος Π.) O. 6.77] τὰ δ' ὑπ ὀφρύι Παρνασσίᾳ ἕξ (v. l. ἐπ) O. 13.106ὄχθαις ὕπο Ταυγέτου ναίοντες P. 1.64
δασκίοις Φλειοῦντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν N. 6.44
ἐν δὲ κέχλαδ[εν] κρόταλ' αἰθομένα τε δαὶς ὑπὸ ξανθαῖσι πεύκαις Δ. 2. 11.b down in, underἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.56
ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν I. 8.70
“ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ Πα. 8A. 18. πρῶτον εὐνάσθην ἀγαπατὸς ὑπὸ σπαργάνοις fr. 193.c from under ( θρῆνον)τὸν παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς ἄιε λειβόμενον P. 12.9
d yoked to ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι (Bergk e Σ: ἐν unus cod.; om. alter) I. 5.5 ὑφ' ἅρμασιν ἵππος (v. l. ἐν) fr. 234. 1.e by means of, by, withβωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις O. 5.6
μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ ῥανθεισᾶν κώμων ὑπὸ χεύμασιν (byz.: θ' ὑπὸ codd.) P. 5.100 ( σοφοὶ)οὐδ' ὑπὸ κέρδει βλάβεν N. 7.18
λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν ὑπὸ ματροδόκοις γοναῖς φυτεῦσαι N. 7.84
αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται N. 9.33
“νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” I. 6.44 κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ fr. 35. ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 9.f under the force of, under the influence of [εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (v. ὑποτίθημι) O. 1.19]ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν O. 10.36
δαμεῖσα χρυσέοις τόξοισιν ὕπ' Ἀρτέμιδος (Hermann: ὑπ codd.) P. 3.10 βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμανἔνεπεν N. 1.68
ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν πελεμιζόμενοι ὑπ' ἀλεξιμβρότῳ λόγχᾳ N. 8.30
δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων ἄλλον δ ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (v. l. μέτρον: post χειρῶν distinxit Bergk) P. 8.77τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4
ἐκράνθην ὑπὸ δαιμονίῳ τινι (sc. δείματι, simm.) —συνάγεν θρόον Pae. 9.34
g of pers., by, throughὑπ' Ἀπόλλωνι γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας O. 6.35
“ ἐρατὸν λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίας” I. 8.454 fragg. ] α βοῦς ὑπ' οἴστρ[ fr. 51f. b. 13. ] ὕπο[ P. Oxy. 2447. 5. B in tmesis νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (v. ὑποτίθημι) O. 1.19 ὑπὸ κίονες ἕστασαν (v. ὑφίσταμι) Pae. 8.69 -
14 ἰάομαι
Aἰᾶσθαι Hp.Loc.Hom.24
( ἰῆσθαι v.l. in Id.Morb.Sacr.13), Cypr. ἰj ᾶσθαι Inscr.Cypr.135.3H.: [tense] fut. , Aeschin.3.69; [dialect] Ion. and [dialect] Ep.ἰήσομαι Od.9.525
, Archil. 13, ([etym.] ἐξ-) Hp.Morb.1.6: [tense] aor. , Pl.Phd. 89a; [dialect] Ion.ἰησάμην Il.5.899
, Hp.Int.2:—[voice] Pass.(v. infr.). [ῑ- in Hom., etc.; also [pron. full] ῐ, E.Hipp. 597]:—heal, cure, in [tense] pres. and [tense] impf., attempt to cure, treat, of persons or bodies, etc., τινα Il.12.2, Hdt.3.134, etc.;τοὺς κάμνοντας Pl.Plt. 299a
, cf. 293b;ὀφθαλμόν Od.9.525
; : abs., Od.9.520, Il.5.899: prov.,ὁ τρώσας ἰάσεται Mantiss.Prov.2.28
.2 cure. treat, of diseases,νόσους Pi.P.3.46
, cf. E.Hipp. 597, Pl.Prt. 340e, Chrm. 156b, etc.;σμύρνῃσι ἰ. τὰ ἕλκεα Hdt.7.181
: metaph., remedy, δύσγνοιαν, ἀδικίαν ἰᾶσθαι, E.HF 1107, Or. 650;ἀτυχίας Isoc.6.101
;δωροδόκημα Aeschin.3.69
;ἀσάφειαν Arr.Tact.1.3
: prov., μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ, i.e. do not make bad worse, Hdt.3.53, cf. Th.5.65;μὴ κακοῖς ἰῶ κακά A.Fr. 349
;κακοῖς ὅταν θέλωσιν ἰᾶσθαι κακά S.Fr.77
: abs.,οὔτε τι γὰρ κλαίων ἰήσομαι Archil.13
.3 cure the effects of, counteract,ἄκρατος ἰ. τὸ κώνειον Plu.2.653a
.4 repair, ;τὴν φύσιν τὴν ἀνθρωπίνην Id.Smp. 191d
;θυσιαστήριον LXX 3 Ki.18.32
;δίκελλαν Lib.Decl.27.3
.II [voice] Act. only [tense] aor.1ἰάσαμεν Gal.10.453
; part. ἰάσαντες Sch.E.Hec. 1236: [tense] aor. ἰάθην is always [voice] Pass., be healed, recover, And.2.9, AP6.330 (Aeschin.), IG4.951.113(Epid.), etc.;ἀπὸ τῶν νόσων Ev.Luc.6.17
; [dialect] Ion.ἰήθην Hp.Mul.1.3
, Int.1: [tense] fut.ἰαθήσομαι Luc.Asin.14
, Gp.12.25.3, Gal.10.377;ἰάσομαι Aristid.2.317
J.: [tense] pf.ἴᾱμαι Ev.Marc.5.29
. -
15 βλάπτω
βλάπτω, βλάβω, aor. ἔβλαψα, βλάψα, pass. pres. βλάβεται, perf. part. βεβλαμμένος, aor. 1, 3 pl., ἐβλάφθησαν, part. βλαφθείς, aor. 2 ἐβλάβην, 3 pl. ἔβλαβεν, βλάβεν: impede, arrest; τόν γε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου, Od. 1.195; ( ἵππω) ὄζῳ ἐνὶ βλαφθέντε, ‘caught’ in, Il. 6.39, Il. 15.647 ; βλάψε δέ οἱ φίλα γούνατα, Il. 7.271; so pass., βλάβεται γούνατα, ‘totter,’ Od. 13.34 ; βεβλαμμένον· ἦτορ, ‘arrested in life's flow,’ i. e. ‘wounded in the heart,’ Il. 16.660; metaph., harm the mind., infatuate; τὸν δέ τις ἆθανάτων βλἁψε φρένας, Od. 14.178; and without φρένας, (- Ἄτη) βλάπτουσ' ἀνθρώπους, Il. 9.507; pass., βλαφθείς, Il. 9.512.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βλάπτω
-
16 βλάβω
βλάπτω, βλάβω, aor. ἔβλαψα, βλάψα, pass. pres. βλάβεται, perf. part. βεβλαμμένος, aor. 1, 3 pl., ἐβλάφθησαν, part. βλαφθείς, aor. 2 ἐβλάβην, 3 pl. ἔβλαβεν, βλάβεν: impede, arrest; τόν γε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου, Od. 1.195; ( ἵππω) ὄζῳ ἐνὶ βλαφθέντε, ‘caught’ in, Il. 6.39, Il. 15.647 ; βλάψε δέ οἱ φίλα γούνατα, Il. 7.271; so pass., βλάβεται γούνατα, ‘totter,’ Od. 13.34 ; βεβλαμμένον· ἦτορ, ‘arrested in life's flow,’ i. e. ‘wounded in the heart,’ Il. 16.660; metaph., harm the mind., infatuate; τὸν δέ τις ἆθανάτων βλἁψε φρένας, Od. 14.178; and without φρένας, (- Ἄτη) βλάπτουσ' ἀνθρώπους, Il. 9.507; pass., βλαφθείς, Il. 9.512.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βλάβω
См. также в других словарях:
βλαβέν — βλάπτω disable aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάβεν — βλάπτω disable aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιώμαι — (AM ἰῶμαι, άομαι) γιατρεύω κάποιον, τόν θεραπεύω, τού αποκαθιστώ την υγεία, τόν κάνω καλά αρχ. 1. (κυρίως για γιατρούς) περιποιούμαι 2. αντιδρώ, εξουδετερώνω κάτι («ἄκρατος ἰᾱται τὸ κώνειον», Πλούτ.) 3. διορθώνω, επιδιορθώνω («ἰᾱσθαι τὸ βλαβέν»,… … Dictionary of Greek