-
1 όροις
-
2 Όροις
-
3 Ὅροις
-
4 οροίς
-
5 ὀροῖς
-
6 ὄροις
Βλ. λ. όροις -
7 ὅροις
Βλ. λ. όροις -
8 ὅρος
Aὄρβος 700.1
); Cret. and Arg. [full] ὦρος SIG685.59, Mnemos.42.332 ; Heracl. [full] ὄρος Tab.Heracl.1.53, al., cf. ἄντορος; [dialect] Ion. [full] οὖρος GDI5518 and 5493b25, Democr.4, Hdt. (v. infr.) (also Theraean IG12(3).436); Megarian [full] ὄρρος (?) Berl.Sitzb.1888.885, cf. ὁμορέω: ὁ:—boundary, landmark,ἀμφ' οὔροισι δύ' ἀνέρε δηριάασθον Il.12.421
;λίθον.., τόν ῥ' ἄνδρες πρότεροι θέσαν ἔμμεναι οὖρον ἀρούρης 21.405
;ἐγὼ δὲ τούτων ὥσπερ ἐν μεταιχμίῳ ὅ. κατέστην Sol.
ap. Arist.Ath.12.5 : the regions separated by the boundary are usu. in gen., , etc.: in dat., (lyr.): with a single gen.,ῥεῖθρον ἠπείροιν ὅρον A.Pr. 790
; γάμου ὅ. the time within which one may marry, Pl.Lg. 785b ; οἱ ὅ. τῶν διαστημάτων the notes which limit the intervals in the musical scale, Id.Phlb. 17d, cf. Aristox. Harm.pp.49,56 M. ;ὅροι τρεῖς ἁρμονίας.., νεάτης τε καὶ ὑπάτης καὶ μέσης Pl.R. 443d
; ἐς ἑβδομήκοντα ἔτεα οὖρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ προτίθημι I set the limit of human life at seventy years, Hdt.1.32, cf. 74, 216;ζωᾶς ὅρον ἡμετέρας B.5.144
: abs., εἰς τὸν τόπον.., ἐν οἷς ἂν.. ὅρους θῶνται τῶν ὠνίων wherever (they) appoint fixed places for trading, Pl.Lg. 849e; decision of a magistrate,ὅρον δώσω PThead.15.20
(iii A.D.); soὅρον προσγράψαι D.23.40
;ὅρους τοῖς βαρβάροις πήξαντες Lycurg.73
;εἷς ὅρος παγήσεται Th.4.92
;τὸν ὅρον ὑπερβάντες Pl.R. 373d
, etc.: also in pl., bounds, boundaries,ἐν οὔροισι χώρης Hdt.4.52
, cf. 125;τοὺς Αἰγυπτίων οὔρους Id.2.17
;ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις Pi.O.6.77
;γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις A.Pr. 666
;τὸ ἀκόντιον ἔξω τῶν ὅ. τῆς αὑτοῦ πορείας.. ἐξενεχθὲν ἔτρωσεν αὐτόν Antipho 3.2.4
;ἐντὸς ὅρων Ἡρακλείων Pl.Ti. 25c
.2 metaph.,ὅροι θεσπεσίας ὁδοῦ A.Ag. 1154
(lyr.); θῆλυς ὅ. the boundary of a woman's mind, v. ἐπινέμω 11.3.b pillar (whether inscribed or not, cf. Harp.) set up on mortgaged property, to serve as a bond or register of the debt, Sol.36 ;ὅπως.. ὅροι τεθεῖεν Is.6.36
: with gen. of the amount, τίθησιν ὅρους ἐπὶ μὲν τὴν οἰκίαν δισχιλίων (sc. δραχμῶν),ἐπὶ δὲ τὸ χωρίον ταλάντου D.31.1
, cf. 25.69 ;δανείζειν τοὺς ἱερέας.. ἐπὶ χωρίῳ.. καὶ ὅρον ἐφιστάναι IG22.1183.29
, cf. D. 41.6, Thphr.Char.10.9 : specimens are IG12(7).412 ([place name] Amorgos), 22.2642,al.c boundary-stone marking the limits of temple-lands, ὅ. τοῦ ἱεροῦ ib.12.858, cf. 860,22.2597, al.; ὅρος· μὴ τοιχοδομεῖν ἐντὸς τῶν ὅρων ἰδιώτην ib.7.422 (Orop.), cf. 1785 (Thesp.), etc. ; ὅ. κρήνης, λεσχέων δημοσίων, ὁδοῦ, etc., ib.12.874,888,877, etc. ; similarly, ὅ. σήματος ib.903, al., 22.2568, al.; ὅ. μνημάτων ib.12.906; ὅ. μνήματος ib.22.2527, al.; ὅ. θήκης ib.2586, al.III standard, measure, ἢν δ' ἄγαν δοκῶ χρονίζειν.. Answ. τοῦδ' ὅ. τίς ἐστί μοι; E.IT 1219 ;ὅροι τῶν ἀγαθῶν καὶ κανόνες D.18.296
; rule, canon,εἷς ὅρος, μία βροτοῖσίν ἐστιν εὐτυχίας ὁδός B.Fr.7
;ὅρον πολιτείας ὁλιγαρχικῆς ταξάμενοι πλῆθος χρημάτων Pl.R. 551a
;ἀριστοκρατίας ὅρος ἀρετή, ὀλιγαρχίας πλοῦτος Arist.Pol. 1294a10
;ὁμολογίᾳ θέμενοι ὅρον, εἰς τοῦτο ἀποβλέποντες καὶ ἀναφέροντες τὴν σκέψιν ποιώμεθα Pl.Phdr. 237d
: hence, end, aim,ἕν' ὅ. θέμενος παντὶ τρόπῳ μ' ἀνελεῖν D.21.105
.IV in Logic, term of a proposition (whether subject or predicate), Arist.APr. 24b16, Cael. 282a1, al. ; ὅ. μέσος the middle term, Id.EN 1142b24, cf. APr. 25b33 sq.: hence,b definition,ἔστι ὅ. λόγος ὁ τὸ τί ἦν εἶναι σημαίνων Id.Top. 101b39
, cf. 139a24, al. ; defined asἡ τοῦ ἰδίου ἀπόδοσις Chrysipp.Stoic.2.75
: in pl., title of pseudo-Platonic work.3 pl., terms, conditions,συνθέσθαι πρός τινα ἐπὶ ὅροις, ὥστε.. CPR19.8
(iv A.D.).4 Astrol., οἱ τρεῖς ὅ. the three terms, used in various calculations, Vett. Val.304.1, al. (Spir. lenis in some dialects which have not lost spir. asper is inferred from absence of a sign for h in Corc. ὄρϝος, Arg.ὦρος, Heracl. ὄρος, cf. ἄντορος.) -
9 ὅρος
ὅρος, ὁ, ion. u. ep. οὖρος, die G rä nze; ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις, Pind. Ol. 6, 77; Tragg., γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις, Aesch. Prom. 669, τὸ μὴ περᾶν ὅρον τόπων, Eum. 901; übertr., πόϑεν ὅρους ἔχεις ϑεσπεσίας ὁδοῦ, Ag. 1125; γῆς δὲ μὴ 'μβαίνῃς ὅρων, Soph. O. C. 401; γῆς πατρᾠας ὅρον ἐκλιπεῖν, Eur. El. 1315, öfter; u. in Prosa, ἐντὸς ὅρων Ἡρακλείων, Plat. Tim. 25 e; bes. Bestimmung eines Begriffes, Definition, = ὁρισμός, Arist. rhet. 2, 8; Plat. def. 414 heißt ὅρος λόγος ἐκ διαφορᾶς καὶ γένους συγκείμενος; so bei Plat. öfter; οὐκ ἄρα οὗτος ὅρος ἐστὶ δικαιοσύνης ἀληϑῆ λέγειν, Rep. I, 331 d; ἢ ὁ αὐτὸς ὅρος ἐστὶ τοῦ βελτίονος καὶ τοῦ κρείττονος, Gorg. 488 c, haben sie denselben Umfang des Begriffs; auch die Gränze, die Schranken, das Maaß, ὑπερβάντες τὸν τῶν ἀναγκαίων ὅρον, Rep. II, 373 d; ὅρους ϑέσϑαι τῶν ὠνίων, Legg. VIII, 849 c; vgl. Pol. πάντας τοὺς τῆς πίστεως ὅρους ὑπερβαίνειν, 25, 4, 3; – auch = Verhältniß, ἁρμονίας, Plat. Rep. IV, 443 d, διαστημάτων, Phil. 17 c. – In Athen sind ὅροι die Anschlagetafeln, welche mit Angabe der Schuldforderung an verschuldete, verpfändete Häuser geheftet werden, Harpocr. τὰ ἐπόντα ταῖς ὑποκειμέναις οἰκίαις καὶ χωρίοις γράμματα, ἃ ἐδήλου, ὅτι ὑπόκεινται δανειστῇ; so ὅρους τιϑέναι ἐπὶ τῆς οἰκίας, Is. 6, 37; τίϑησιν ὅρους ἐπὶ τὴν οἰκίαν διςχιλίων, ἐπὶ δὲ τὸ χωρίον ταλάντου, Dem. 31, 1; τοὺς ὅρους ἀπὸ τῆς οἰκίας ἀφαιρεῖ, ib. 3, ἀνεῖλε, ib. 4, ὅρους ἔστησε, ib. 12; διέϑετο ὅρους ἐπιστῆσαι χιλίων δραχμῶν ἐμοὶ τῆς προικὸς ἐπὶ τὴν οἰκίαν, 41, 6, als Hypothek auf das Haus einschreiben oder dieses zum Anschlag bringen lassen.
-
10 ὑπό
1 c. acc.,a under, below ὑπὸ Κυλλάνας ὄρο̄ς, Ἁγησία, μάτρωες ἄνδρες ναιετάοντες (Π: ὅροις codd.) O. 6.77τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι P. 9.81
[codd. P. 10.15] ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν fr. 137. 1.b under, up to the walls ofθαλασσίαις ἀνέμων ῥιπαῖσι πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν N. 3.60
2 c. gen.,a belowπολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας O. 2.83
λόχμας ὑπὸ κυανέας τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.40
λόχμαισι δὲ δοκεύσαις ὑπὸ Κλεωνᾶν δάμασε O. 10.30
ταί θ' ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες O. 13.111
[coni. Bergk P. 8.77] ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (Christ: βαθυλείμων(α) ἀγὼν πέτραν codd.) P. 10.15b from (out of) of the delivery of a child,ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ ὠδῖνός τ ἐρατᾶς Ἴαμος ἐς φάος αὐτίκα O. 6.43
“παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς εὐθρόνοις ὥραισι καὶ Γαίᾳ ἀνελὼν φίλας ὑπὸ ματέρος οἴσει” P. 9.61ἐπεὶ σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς ὠδῖνα φεύγων μόλεν N. 1.35
met., of deliverance, ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν (ἀπ byz.) O. 5.14Ὀρέστα· τὸν δὴ Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.18
c to the accompaniment ofτεαὶ γὰρ ὧραι ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς ἑλισσόμεναί O. 4.2
καί νυν ὑπ' ἀμφοτέρων σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν (i. e. with lyre and flute) O. 7.13 σειρῆνα δὲ κόμπον αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων μιμήσομ' ἀοιδαῖς Παρθ. 2. 14.d of agency,I of things, under the influence of ἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει O.2.19.cf.O.6.43.II of pers. ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος ἀλλὰ μάργων ὑπ ἀνδρῶν under the influence of O. 2.96 Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη by, at the the hands of N. 2.203 c. dat.,a lying below, at the foot of [ ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις (ὄρος Π.) O. 6.77] τὰ δ' ὑπ ὀφρύι Παρνασσίᾳ ἕξ (v. l. ἐπ) O. 13.106ὄχθαις ὕπο Ταυγέτου ναίοντες P. 1.64
δασκίοις Φλειοῦντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν N. 6.44
ἐν δὲ κέχλαδ[εν] κρόταλ' αἰθομένα τε δαὶς ὑπὸ ξανθαῖσι πεύκαις Δ. 2. 11.b down in, underἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.56
ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν I. 8.70
“ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ Πα. 8A. 18. πρῶτον εὐνάσθην ἀγαπατὸς ὑπὸ σπαργάνοις fr. 193.c from under ( θρῆνον)τὸν παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς ἄιε λειβόμενον P. 12.9
d yoked to ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι (Bergk e Σ: ἐν unus cod.; om. alter) I. 5.5 ὑφ' ἅρμασιν ἵππος (v. l. ἐν) fr. 234. 1.e by means of, by, withβωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις O. 5.6
μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ ῥανθεισᾶν κώμων ὑπὸ χεύμασιν (byz.: θ' ὑπὸ codd.) P. 5.100 ( σοφοὶ)οὐδ' ὑπὸ κέρδει βλάβεν N. 7.18
λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν ὑπὸ ματροδόκοις γοναῖς φυτεῦσαι N. 7.84
αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται N. 9.33
“νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” I. 6.44 κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ fr. 35. ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 9.f under the force of, under the influence of [εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (v. ὑποτίθημι) O. 1.19]ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν O. 10.36
δαμεῖσα χρυσέοις τόξοισιν ὕπ' Ἀρτέμιδος (Hermann: ὑπ codd.) P. 3.10 βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμανἔνεπεν N. 1.68
ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν πελεμιζόμενοι ὑπ' ἀλεξιμβρότῳ λόγχᾳ N. 8.30
δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων ἄλλον δ ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (v. l. μέτρον: post χειρῶν distinxit Bergk) P. 8.77τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4
ἐκράνθην ὑπὸ δαιμονίῳ τινι (sc. δείματι, simm.) —συνάγεν θρόον Pae. 9.34
g of pers., by, throughὑπ' Ἀπόλλωνι γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας O. 6.35
“ ἐρατὸν λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίας” I. 8.454 fragg. ] α βοῦς ὑπ' οἴστρ[ fr. 51f. b. 13. ] ὕπο[ P. Oxy. 2447. 5. B in tmesis νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (v. ὑποτίθημι) O. 1.19 ὑπὸ κίονες ἕστασαν (v. ὑφίσταμι) Pae. 8.69 -
11 περι-γράφω
περι-γράφω, 1) umschreiben, umzeichnen, umgränzen; περιγράφει τῇ μαχαίρῃ τὸν ἥλιον ἐς τὸ ἔδαφος, er umzeichnete das einfallende Sonnenlicht auf dem Boden, Her. 8, 137; einen Umriß machen, Ar. Pax 879; σκιαγραφίαν ἀρετῆς περιγραπτέον, Plat. Rep. 365 c; περιγράφειν ὅροις, begränzen, Pol. 21, 11, 4; übh. bestimmen, τοῦ ἔτους χρόνον, Xen. Mem. 1, 4, 12; Arist. eth. 1, 7, 17; vgl. Plut. plac. philos. 3, 8. – 2) etwas Geschriebenes in Klammern einschließen u. dadurch für nicht vorhanden erklären; dah. = ausstreichen, Plut. de Alex. fort. 2, 1; vgl. Ruhnken Tim. p. 82; περιγράψατέ με ἐκ τῆς πολιτείας, Aesch. 3, 209; übh. aufheben, vernichten, Polem. 2 (V, 68); ἀγχόνῃ τὸ ζῆν περιγράψας, sich erhängen, Ath. IX, 388 c.
-
12 ναιετάω
ναιετάω, 1) wohnen; Ἄρνῃ ναιετάοντα, in Arne, Il. 7, 9, wie Κρήτῃ Od. 17, 523; gewöhnlich ἐν Ἤλιδι ναιετάασκεν, Il. 11, 623; ᾗ ἐνὶ ναιετάασκε, Od. 15, 384; ἐπὶ χϑονί, 6, 153, wie Hes. O. 564; auch ὑπὸ χϑονί, Th. 621; ἀμφ' Ἀχέροντι, Pind. N. 4, 85, vgl. P. 4, 180; ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις, Ol. 6, 78. – Auch trans. c. accus., bewohnen, Στύρα, Λάρισσαν, Λυκίην, Ἰϑάκην, Il. 2, 539. 841. 17, 172 Od. 9, 21; δώματα, Hes. Th. 816 u. einzeln bei sp. D.; ἐν Αἰγίνᾳ δώματα ναιετάων, Ep. ad. 118 ( App. 325). – 2) von Ländern, Städten, Häusern, bewohnt sein, gelegen sein; νῆσοι πολλαὶ ναιετάουσι, Od. 9, 23; οἶκον εὖ μάλα ναιετάοντα, 4, 96; Ἰϑάκης ἔτι ναιεταώσης, 1, 404; πόλεις εὖ ναιεταώσας, δόμους εὖ ναιετάοντας werden von Einigen als ein Wort zusammengeschrieben.
-
13 ὁρίζω
ὁρίζω, begränzen, abgränzen, durch Gränzen sondern; Ἀσίην τῆς Λιβύης, Her. 2, 16; ὡς ἡμᾶς πολὺ πέλαγος ὁρίζει τῆς Ὀδυσσέως νεώς, Soph. Phil. 632, Schol. διΐστησιν; auch ἐπεί μ' ἀπὸ γᾶς ὥρισεν Ἰλιάδος, Eur. Hec. 941; pass., ὅροις ὑγροῖς ὡρι-σμένη, Ion 295; ἀπό τινος, Plat. Tim. 53 a; λίϑον ὁρίζοντα φιλίαν τε καὶ ἔχϑραν ἔνορκον παρὰ ϑεῶν, Legg. VIII, 843 a; ὁρίζειν τὴν ἀρχήν, begränzen, Xen. Cyr. 8, 6, 21; Τύρης ποταμὸς οὐρίζει τήν τε Σκυϑικὴν καὶ τὴν Νευρίδα, d. i. er trennt, Her. 4, 51, wie Xen. An. 4, 3, 1; – die Gränzen destimmen, übh. bestimmen, πατρὸς γὰρ αἶσα τόνδε σοὐρίζει μόρον, Aesch. Ch. 914; πατρώῳ Διῒ βωμοὺς ὁρίζει, Soph. Trach. 751; οἱ τούςδ' ἐν ἀνϑρώποισιν ὥρισαν νόμους, Ant. 448; εἰς τήνδε παῖδα ὥρισαν φόνου ψῆφον, Eur. Hec. 259, vgl. Ion 1222; ἥν περ ἡμῖν ὥρισεν σωτηρίαν, I. T. 979; ὃν χρόνον ὁ νόμος ὥρισεν, Plat. Legg. IX, 864 e; ὡρικέναι ϑάνατον ζημίαν, den Tod als Strafe festgesetzt haben, Dem. 26, 23; pass., τὰ παρ' ἀνϑρώποις ὡρισμένα δίκαια, Pol. 2, 8, 12, öfter; ἐγὼ γὰρ αὐτὸ μὲν οἶδα καὶ ὁρίζω τὸ συμβεβηκὸς ἡλίκον ἐστίν, Plut. consol. ad ux. 1. – Med. sich die Gränzen bestimmen, und sich das Um gränzte zueignen, ὁρίζομαι δὲ τήνδε Πεῤῥαίβων χϑόνα, Aesch. Suppl. 253, das Land der Perrhäber liegt in meinen Gränzen; für sich bestimmen, festsetzen, μῆχαρ, 389; ἔνϑ' ὁρίζεται βωμούς, Soph. Tr. 236, wie das act.; ἱερὸν ὡρίσαντ' ἔχειν, Eur. I. T. 969; στήλας ὁρισάμενοι, Xen. An. 7, 5, 13, Säulen sich als Gränzen bestimmen; εἰπέ, τίνα ὅρον ὁρίζει, welche Gränze setzest du fest? Plat. Gorg. 470 b; ἡδονῇ καὶ ἀγαϑῷ ὁριζόμενος τὸ καλόν, 475 a, u. so öfter, die Gränzen eines Begriffes bestimmen, ihn definiren, βούλει οὖν ὁρισώμεϑα ὁποῖα ταῦτ' ἔστιν; Phaed. 104 c; mit folgdm accus. c. inf., εἴ τις ὁριεῖται δόξαν εἶναι ψευδῆ τὸ ἑτεροδοξεῖν, Theaet. 190 d; vgl. Aesch. 1, 137; οἱ πλεῖστοι ὁρίζονται τοὺς εὐεργέτας αὐτῶν ἄνδρας ἀγαϑοὺς εἶναι, Xen. Hell. 7, 3, 12, sie bestimmen sie als, erklären sie für gute Männer; νόμῳ ὁρίζομαι τὸ δίκαιον, Lys. 2, 19; ὁρίζονται τὰς ἀρετὰς ἀπαϑείας τινὰς καὶ ἠρεμίας, Arist. eth. 2, 3, öfter; – διςχιλίαν ὡρισμένος τὴν οἰκίαν, Dem. 31, 5, bezieht sich auf die an verschuldete Häuser mit Angabe der Schuldforderung gehefteten ὅροι, Tafeln, wie Poll. 9, 9 ὡρισμένον χωρίον τὸ ὑπόχρεων erklärt.
-
14 αλαομαι
(aor. ἠλήθην, pf. в знач. praes. ἀλάλημαι)1) блуждать, странствовать, скитаться(κατὰ πόντον, ἀνὰ στρατόν Hom.; γῆς ἐπ΄ ἐσχάτοις ὅροις Aesch.; ἐπὴ ξένης χώρας Soph. или ἐπὴ ξένης Isocr.; ἐν Σκύθαις Arph.)
ἔδεισα μέ πάθωμέν τι ἀλώμενοι Her. — боюсь, как бы мы не натерпелись в наших скитаниях2) проходить в своих странствиях(ἀπίαν γᾶν Soph.; πορθμοὺς μυρίους Eur.; οὔρεα καὴ δρυμούς Theocr.)
3) быть изгнанным(ἔκ τινος Soph.)
ἀλᾶσθαι μετὰ τὸν φόνον τινός Thuc. — быть изгнанным вследствие убийства кого-л.4) оказаться лишенным(εὐφροσύνας Pind.; τῆς εὐπραξίας Eur.)
5) перен. заблуждаться, быть в неведенииἴσμεν οὐδὲν τρανές, ἀλλ΄ ἀλώμεθα Soph. — мы ничего достоверного не знаем, а блуждаем
-
15 αφετος
21) отпущенный на волю, вольный, свободный(ἄ. ἀλᾶσθαι γῆς ἐφ΄ ὅροις Aesch.; ταῦροι Plat. и ἡμίονοι Plut.)
2) привольный(νομή Plut.)
3) удалившийся от мирских дел, посвященный богам(ἐν θεοῦ δόμοισιν ἄ. Eur.; ἄ. καθάπερ ἱερόδουλος Plut.)
4) распущенный(τὸ ἄφετον τῆς κόμης Luc.)
5) пространный, многословный(λόγοι Luc.)
-
16 ορος
I.ион. οὐρός, Arst., Plut. ὀρρός ὅ1) молочная сыворотка, пахтанье Hom., Arst.2) водянистая часть, жижа(ὀ. φλέγματος Plat.; ὀ. σπερματικός Plut.)
II.III.ион. οὖρος ὅ1) межевой знак, межа(ἀρούρης Hom.)
2) граница, рубежῥεῖθρον ἠπείροιν ὅ. Aesch. — пролив, служащий границей между обоими материками;γῆς ἐπ΄ ἐσχάτοις ὅροις Aesch. — на край света;3) пределы, рамкиγάμου ὅ. ἀπὸ ἑκκαίδεκα ἐτῶν εἰς εἴκοσί (sc. ἐστιν) Plat. — пределы брачного возраста (для девушек) - от шестнадцати до двадцати лет
4) разница, различие(ὅ. χρηστοῖς καὴ κακοῖς, sc. ἀνθρώποις Eur.)
5) мера, норма(τῶν ἀγαθῶν Dem.; τῶν ἀναγκαίων Plat.)
6) муз. (со)отношение, пропорция(οἱ ὅροι τῶν διαστημάτων Plat.)
7) мат. член отношения Arst.8) цель(ὅρον τιθεσθαί τινι Dem.; ὀλιγαρχίας ὅ. πλοῦτός, sc. ἐστιν Arst.)
9) лог. член предложения ( субъект или предикат), терминὅ. μέσος Arst. — средний термин
10) лог. определение (понятия)ἔστι δ΄ ὅ. λόγος ὅ τὸ τί ἦν εἶναι σημαίνων Arst. — определение есть высказывание, обозначающее то, чем предмет является;
Ὅροι — Определения ( приписываемый Платону перечень определений ряда понятии)11) юр. ( в Афинах) таблица с указанием ипотечного долга недвижимостиὅρους τιθέναι ἐπὴ τέν οἰκίαν δισχιλίων (sc. δραχμῶν) Dem. — поместить на доме таблички с указанием его ипотечной задолженности в 2000 драхм
-
17 περιγραφω
1) описывать, обводить(κύκλον Her.)
2) очерчивать, чертить, рисоватьτὰ περιγραφόμενα Diod. — очертания, границы3) определять, устанавливать(τοῦ ἔτους χρόνον Xen.)
περιεγέγραπτο ὑπὸ τοῦ θείου Xen. — было предопределено свыше4) ограничивать(τὸ μέγεθος τῆς ἐξουσίας ὅροις Polyb.)
5) оканчивать(τέν βίβλον Diod.)
6) лог. давать общее определение, определять7) зачеркивать, уничтожать(τι Anth.)
π. τινὰ ἐκ τῆς πολιτείας Aeschin. — вычеркивать кого-л. из списка граждан -
18 επί
(επ;εφ') ηρόθ. I με γεν., αιτιατ.,δοτ. 1) (при обознач, места, протяжённости, пространства) на, в, по:(γεν.) επί
της γης — на земле;επί της οδρύ — на улице;
επί της τραπέζης — на столе;
επ' ώμου на плече;εφ' αμάξης в экипаже;επί τόπου — на месте;
επί ακροατηρίου — перед аудиторией; — открыто, публично;
κείται επί τού, Σαρωνικού — расположен на берегу Саронического залива;
(αιτιατ.)
επί πάσαν την γήν — по всей земле;επί τριάντα χιλιόμετρα — на тридцать километров;
2) (при обознач, времени):(γεν.) επί τού παρόντος — в данный момент;
επ' εσχατων недавно;εφ' όρου ζωής на всю жизнь, до конца жизни;επί Τουρκοκρατίας — во время турецкого (владычества;
επί 'Αλεξάνδρου τού Μακεδόνας — при Александре Македонском;
επί σοβιετικής εξουσίας — при советской власти;
(αϊτιατ.)
η βροχή διήρκεσεν επί δύο ημέρας — дождь продолжался в 'течение двух дней;επί δέκα έτη (ώρες) — в течение десяти лет (часов);
επ' ολίγας ημέρας в течение нескольких дней;σε ανέμενον επί μακρόν (βραχύ) — я ждал тебя долго (недолго);
επ' άπειρον до бесконечности;3) (в отношении, что касается):(γεν.) επί τού θέματος — на тему;
επί της 4ούσίας τού ζητήματος — по существу вопроса;
επί του προκειμένου — по этому делу;
επί κάλου (κακού) — в хорошем (плохом) смысле;
(αιτιατ). το επ' εμέ что касается, меня;ως επί το πλείστον, ως επί το πολύ — по большей чости, главным образом, обыкновенно, обычно;
(δοτ.)
φημίζομαι επί ευφυΐα — славиться остроумием;εξέχω επί αρετή (εντιμότητι) — отличиться добротой (честностью);
διαπρέπω επί ανδρεία — отличаться мужеством;
II με γεν., δοτ.1) (при обознач, главенства, руководства, власти):(γεν.) επί κεφαλής — во главе;
ο επί κεφαλής — глава;
ο επί της Δικαιοσύνης υπουργός — министр юстиции;
ο επί των φόρων υπάλληλος — налоговый агент;
ο επί των τελετών — церемонимейстер;
(*οτ.) το επ' εμοί насколько это в моей власти, насколько это зависит от меня;2) (при обознач, прибавки, добавления):(*οτ.) επί τούτοις — кроме того, сверх того;
επί πάσιν — особенно, больше всего, главным образом;
III με γεν. (при'обознач, распределения, соразмерности, пропорции):επί πεντήκοντα εγχειρήσεων εσημειώθησαν δύο μόνον θάνατοι — на пятьдесят операций (зарегистрировано) только два смертных случая;
παράταξις επί δύο ζυγών — двухшеренговый строй;
§ επί ξυρού ακμής — в критическом положении;
επί τέλους — наконец;
επί ταοτού — нарочно, преднамеренно;
IV με αϊτιατ.1) (при обознач, направления, цели):επί δεξιά — направо;
επ' αριστερά налево;επί σκοπόν — по цели;
βαδίζω επί τα ίχνη — ходить по пятам;
ευρίσκομαι επί τα ίχνη — напасть на след;
η κατάστασις τού ασθενούς βαίνει επί τα βελτίω (επί τα χείρω) — состояние больного улучшается (ухудшается);
2) (при обознач, степени):επ' ελάχιστον в наименьшей степени;επί τοσούτον ώστε... — до такой степени, что...;
3) (при умножении):τρία επί τρία ίσον εννέα — три умноженное на три равняется девяти;
V με δοτ.1) (при обознач, повода, обстоятельства):επί' τη ονομαστική σου εορτή — по случаю твоих именин;
επ' ευκαιρία της αναχωρήσεως μου по случаю моего отъезда;επ' ευκαιρία των εορτών по случаю праздников;κατηγορείται επί φόνω — обвиняется в убийстве;
2) (при обознач, цели):επί τω σκοπώ — с целью;
τούτω — для этого;επί τη προφάσει ότι... — под предлогом того, что...;
επ' ωφελεία в пользу;επί αγαθώ — на благо;
επί ζημία — в ущерб;
επί κακώ — назло;
3) (в отношении родства):γαμβρός επ' αδελφή зять (муж сестры);γαμβρός επί θυγατρί — зять (муж дочери);
4) (при обознач, условия, образа действия):επί τώ όρω — при условии;
επί τόκου — под проценты;
επ' αμοιβή за вознаграждение;επί μισθώ — за плату;
επί αποδείξει — под расписку;
επ' ενεχύρω под залог;επί ισοις όροις — на равных условиях;
επί τω λόγω της τιμής μου — честное слово;
επ' ονόματί μου на моё имя;άλμα επί κοντώ — прыжок с шестом;
επί λέξει — слово в слово; — буквально;
επ' αυτοφώρω с поличным;επί εγγυήσει — на поруки;
§ επί ποινή θανάτου — под стрёхом смертной казни;
παρουσία μαρτύρων — в присутствии свидетелей;VI (в наречных выражениях):επί πολύ — долгое время;
επ' ολίγον короткое время;επί πλέον — кроме того, к тому же, вдобавок;
επί μάλλον και μάλλον — всё больше и больше
-
19 Κυλλάνα
-
20 ὄρος
ὄρος, οὖρος (ὄρος, ὄρει, ὄρος; ὀρέων, ὄρεσιν: οὔρεϊ, οὔρεσι.)1 mountain ὑπὸ Κυλλάνας ὄρο̄ς (Π, Snell, cf. Σ: ὅροις codd.) O. 6.77 Ζεῦ ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος (Etna) P. 1.30πολλὰν δ' ὄρει πῦρ ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36
μελπομενᾶν ἐν ὄρει Μοισᾶν P. 3.90
ἐν οὔρεσι P. 6.21
“ ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων” P. 9.34 δασκίοις Φλειοῦντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν at Nemea N. 6.44τὸν βουβόταν οὔρεϊ ἴσον Ἀλκυονῆ I. 6.32
καὶ σκοπιαῖσιν [ἄκρ]αις ὀρέων ὕπερ ἔστα fr. 51a. 3. ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός (Wil.: μαλέγορος codd.) fr. 156.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀροῖς — ὀρός the watery masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄροις — ὄρον implement for pressing grapes neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅροις — Ὅρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅροις — ὅρος boundary masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
передѣлъ — ПЕРЕДѢЛ|Ъ (3*), А с. Предел, область: ˫аже онамо въ ап(с)льмь правилѣ ре(ч)на быша ѿ насъ. но токмо прилучающа˫асѧ к(о)муждо въ своѥмь передѣлѣ. творити и поставлѧтi прозвутеры и дьконы. [так!] КР 1284, 74г; не токмо потѧзаѥмъ и хулимъ. рыбны˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
APOLLO — I. APOLLO Monachus in Thebaide, qui annis 40. moracus est in solitudine, parvulam in monte vicina speluncam habens, sed pro miraculorum multitudine brevieffectus insignis, plurimorum Praeses exstitir monachorum. Sozom. l. 8. c. 1. II. APOLLO pro… … Hofmann J. Lexicon universale
CHARON — I. CHARON Carthaginensis Historicus, descripsit tyrannos, quotquot in Europa, et Asia fuerunt. Idem prodidit vitas illustrium virorum libris 4. et vitas illustrium feminarum libris totidem. Suidas. II. CHARON Erebi et Noctis fil. inferorum… … Hofmann J. Lexicon universale
DOMUS — seu Aedificium, primum hominibus, ut se tutarentur adversus Solis ardores et tempestatum iniurias, vel spelunca erat vel tectum e frondibus. Ingeniosiores dein furcas erexêre, virgultoque interserto et luto inducto, parietes struxêre. Postea non… … Hofmann J. Lexicon universale
OPPIGNORARE Creditoribus arma — aratrum, aliaque operi faciundo, non licebat veter. Graeciae Legislatorum instituto, apud Diodor. Sic. l. 1. cum tamen ipsos, qui iis uti debebant, permitterent nectendos, usque ad Solonis tempora, ut vidimus supra voce Nexi. Agri vero et… … Hofmann J. Lexicon universale
ισάμιλλος — ἰσάμιλλος, ον (Α) 1. ισόπαλος σε αγώνα, κυρίως δρόμου 2. αυτός που συναγωνίζεται επί ίσοις όροις 3. εφάμιλλος, ισότιμος 4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ισάμιλλα με ισόπαλο αποτέλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άμιλλος (< ἅμιλλα), πρβλ. εν άμιλλος,… … Dictionary of Greek
προνοώ — προνοῶ, έω, ΝΜΑ [νοῶ] δείχνω πρόνοια για κάτι, φροντίζω εκ τών προτέρων (α. «είχε προνοήσει από νωρίς για τις σπουδές τών παιδιών του» β. «οἵ τε γὰρ πατέρες προνοοῡσι τῶν παίδων ὅπως μήποτε αὐτοὺς τἀγαθὰ ἐπιλείψει», Ξεν.) μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek