Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αὐτό-νους

  • 1 νούς

    ο
    1) ум, разум; рассудок; интеллект;

    εφευρετικός νούς — изобретательный ум;

    οξύς νούς — острый ум;

    κοινός νούς — здравый смысл;

    μέγας ( — или μεγάλος) νούς — великий ум; — человек большого ума;

    2) склад ума, образ мыслей;

    επιστημονικός νούς — научный склад ума;

    3) мысль;

    πού, τρέχει ο νούς σου; — о чём ты думаешь?;

    ο νούς του πάντα πάει στο κακό — в голове у него всегда дурные мысли;

    4) замысел, идея;

    ο νούς τού συγγραφέα — замысел писателя;

    5) смысл;
    § κοντά στο νού κι' η γνώση нетрудно догадаться; это само собой разумеется; έχει νού он человек с умом; έχω κατά νουν намереваться, думать, собираться; δεν το έχω στο νού να το κάνω я и не думаю этого делать; βάζω με το νού μου предполагать, представлять себе; подозревать; λέω με το νού μου думать про себя; δεν είσαι με το νού σου! ты не в своём уме!; 2χω τον νού μου σε... а) думать о...; б) внимательно следить за...; χάνω το νού μου терять рассудок, терять голову; быть ошеломлённым, приходить в смятение; λογαριάζω με το νού считать в уме; κρατώ στο νού держать в уме; μου έρχεται στο νού приходить на ум, в голову; вспоминаться; δεν μού βγαίνει απ' το νού у меня не выходит из головы, из ума не идёт...;

    δεν το χωρεί ο νούς μου — у меня это не укладывается в голове, это уму непостижимо;

    πήρε ο νούς του αέρα — он задрал нос, он очень возомнил о себе;

    αυτό βγάλ' το από τό

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > νούς

  • 2 αὐτόνοος

    αὐτό-νοος, ον, [var] contr. [suff] αὐτό-νους, ουν, of the Phaeacian ships,
    A instinct with sense, Eust. 1153.32, with allusion to the nymph Autonoe.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόνοος

  • 3 αὐτόνους

    A pure intellect, Plot.3.2.16;

    νοῦ [ἕτερος] αὐτόνους Id.5.9.13

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόνους

  • 4 αὐτοκρατής

    A ruling by oneself, absolute, independent,

    νοῦς Anaxag.12

    ;

    τύχη Hp.Loc.Hom.46

    ;

    φρήν E.Andr. 482

    (lyr.);

    ἀπειθής τε καὶ αὐ. Pl.Ti. 91b

    ;

    γένεσις οὐδεμία αὐ. ἐστιν Dam.Pr. 394

    ;

    τὸ αὐ. Plu.2.1026d

    . Adv.

    - κρατῶς Lyd. Mag.1.33

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοκρατής

  • 5 αὐτοκράτωρ

    αὐτο-κράτωρ [ᾰ], ορος, , , ([etym.] κρᾰτέω)
    A one's own master: hence,
    1 of persons or states, free, independent, Th.4.63, IG12 (9).189.44, etc.: of a youth that has come of age, X.Mem.2.1.21.
    2 of ambassadors and commissioners, possessing full powers, plenipotentiary,

    αὐτοκράτορά τινα ἑλέσθαι Ar. Pax 359

    ;

    αὐ. ἥκομεν Id.Av. 1595

    ;

    πρεσβευτής Lys.13.9

    ;

    ξυγγραφεῖς Th.8.67

    ;

    αὐ. βουλή And.1.15

    ; ἀποδεῖξαι ἄνδρας ἀρχὴν αὐτοκράτορας, opp. a reference to the assembly, Th.5.27.
    3 of rulers, absolute,

    στρατηγοί Id.6.72

    ;

    ἄρχων X. An.6.1.21

    ;

    ἀνυπεύθυνος καὶ αὐ. ἄρχειν Pl.Lg. 875b

    , cf. Plt. 299c; τὸ πᾶν αὐ. διαθεῖναι manage all at their pleasure, Th.1.126; ἦρχε τῶν ἀκολουθούντων αὐτὸς αὐτοκράτωρ, of Philip, D.18.235;

    μόναρχοι Arist.Pol. 1295a12

    ; στρατηγία ib. 1285a8 (dub.); νοῦς αὐ. (cf. αὐτοκρατής) Anaxag. ap.Pl.Cra. 413c: hence, = Lat.Dictator, Plb.3.86.7, etc.; = Imperator, Plu.Pomp.8; of the Emperor, Id.Galb.1, etc.
    4 αὐ. λογισμός peremptory reasoning, Th.4.108.
    II c. gen., complete master of..,

    πόλις οὐκ αὐ. οὖσα ἑαυτῆς Id.3.62

    ;

    τῆς τύχης Id.4.64

    ;

    τῆς αὑτοῦ πορείας Pl.Plt. 274a

    ; τῆς ἐπιορκίας αὐ. having full liberty to swear falsely, D.17.12: c. inf., αὐ. κολάσαι having full power to punish, Id.59.80.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοκράτωρ

  • 6 ψυχή

    ψῡχ-ή, ,
    A life,

    λύθη ψ. τε μένος τε Il.5.296

    , etc.;

    ψ. τεκαὶ αἰών 16.453

    , cf. Od.9.523;

    θυμοῦ καὶ ψ. Il.11.334

    , Od.21.154;

    λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος Il.22.325

    ; ψυχὰς παρθέμενοι at hazard of their lives, Od.3.74,9.255;

    αἰεὶ ἐμὴν ψ. παραβαλλόμενος Il.9.322

    ; λίσσου' ὑπὲρ ψ. καὶ γούνων by your life, 22.338; so

    ἀντὶ ψ. S.OC 1326

    : but περὶ ψ. to save their life, Od.9.423;

    περί τε ψυχέων ἐμάχοντο 22.245

    ;

    περὶ ψ. θέον Ἕκτορος Il.22.161

    ;

    τρέχων περὶ τῆς ψ. Hdt.9.37

    ;

    τῆς ἐμῆς περὶ ψ. A.Eu. 115

    , cf. E.Hel. 946, Heracl. 984;

    περὶ ψ. κινδυνεύων Antipho 2.1.4

    , cf. Th. 8.50;

    ἁγὼν.. σῆς ψ. πέρι S.El. 1492

    , cf. E.Ph. 1330, Or. 847, X.Cyr.3.3.44;

    τὸν περὶ ψ. δρόμον δραμεῖν Ar.V. 375

    (lyr.);

    ἀγωνίζεσθαι περὶ τῆς ψ. X.Eq.Mag.1.19

    ; ὃ ἂν θέλῃ, ψυχῆς ὠνεῖται [θυμός] in exchange for life, Heraclit.85;

    τῆς ψ. πρίασθαί τι X.Cyr.3.1.36

    ;

    τί γὰρ δοῖ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψ. αὐτοῦ; Ev.Marc.8.37

    . In early poets:

    ψυχὰν ἀποπνεῖν Simon.52

    ;

    ψυχὰς ἔχοντες κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Archil.23

    ;

    ψυχέων φειδόμενοι Tyrt.10.14

    ;

    θειδωλὴν ψ. θέμενος Sol.13.46

    ;

    ψυχῆς εἵνεκα καὶ βιότου Thgn.730

    ;

    ψυχὰν Ἀΐδᾳ τελέων Pi.I.1.68

    ;

    ψυχὰς βαλον Id.O.8.39

    ;

    χαλκῷ ἀπὸ ψυχὴν ἀρύσας Emp.138

    ;

    τοὐμὸν ἐκπίνουσ' ἀεὶ ψυχῆς ἄκρατον αἷμα S.El. 786

    ; τῆς ἐμῆς ψ. γεγώς ib. 775;

    τὴν ψ. ἐκπίνουσιν Ar.Nu. 712

    (anap.);

    ψ. ἀφήσω E.Or. 1171

    ;

    ψ. σέθεν ἔκτεινε Id.Tr. 1214

    ;

    ψ. παραιτέεσθαι Hdt.1.24

    ; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψ. satisfaction for the life of A., Id.2.134;

    ψυχῆς ἀποστερῆσαί τινα Antipho 4.1.6

    , cf. Th.1.136, etc.;

    τὴν ψ. ἢ τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος Aeschin.2.88

    ;

    τὸ τῆς ψ. ἀπαιτηθεὶς χρέος LXX Wi.15

    . 8, cf. Ev.Luc.12.20;

    ζητοῦσι τὴν ψ. μου LXX 3 Ki.19.10

    , cf. Ev.Matt. 2.20;

    τὴν ψ. αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων Ev.Jo.10.11

    , etc.; δεῖρον ἄχρις ἡ ψ... ἐπὶ χειλέων λειφθῇ within an inch of his life, Herod.3.3:—the phrase ἐν τῇ χειρὶ τὴν ψ. ἔχοντα taking his life in his hands, is prob. f.l. in Xenarch.4.20;

    ἡ ψ. μου ἐν ταῖς χερσί [σου] διὰ πάντος LXX Ps.118(119).109

    , cf. 1 Ki.19.5, 28.21, al.; of life in animals, Od.14.426, Hes.Sc. 173, Pi.N.1.47, etc.;

    τὰ ἄλλα ζῷα, ὅσα ψ. ἔχει Anaxag.4

    , cf. 12;

    πάντων τῶν ζῴων ἡ ψ. τὸ αὐτό, ἀήρ Diog.

    Apoll.5 (cf. infr. IV. 1); ἡ φύσις τοιαύτη πάντων ὅσσα ψ. ἔχει Democrit.278; ἐπῴζει καὶ ποιεῖ ψ. ἔχειν (of incubation) Epich.172; [

    ἑρπετὸν] ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψ. ζωῆς LXX Ge.1.30

    ; ἡ ψ. πάσης σαρκὸς αἷμα αὐτοῦ ἐστιν ib.Le.17.11, cf. De.12.23.
    2 metaph. of things dear as life,

    χρήματα γὰρ ψ... βροτοῖσι Hes.Op. 686

    ;

    πᾶσι δ' ἀνθρώποις ἄρ' ἦν ψ. τέκν' E.Andr. 419

    ;

    τἀργύριόν ἐστιν αἷμα καὶ ψ. βροτοῖς Timocl.35

    ; so as an endearing name, Hld.1.8, al.;

    ζωὴ καὶ ψ. Juv.6.195

    ;

    ψ. μου Mart.10.68

    .
    II in Hom., departed spirit, ghost (

    ὑποτίθεται [Ὅμηρος] τὰς ψ. τοῖς εἰδώλοις τοῖς ἐν τοῖς κατόπτροις φαινομένοις ὁμοίας.. ἃ καθάπαξ ἡμῖν ἐξείκασται καὶ τὰς κινήσεις μιμεῖται, στερεμνιώδη δὲ ὑπόστασιν οὐδεμίαν ἔχει εἰς ἀντίληψιν καὶ ἁφήν Apollod.

    Hist.Fr. 102(a)J.);

    ψ. Πατροκλῆος.. πάντ' αὐτῷ.. ἐϊκυῖα Il.23.65

    : freq. in Od.11, ψ. Ἀγαμέμνονος, Ἀχιλῆος, etc., 387, 467, al.;

    ψ. καὶ εἴδωλον Il.23.104

    , cf. 72, Od.24.14;

    ψ. κατὰ χθονὸς ᾤχετο τετριγυῖα Il.23.100

    ; ψυχὰς ἡρώων, opp. αὐτούς, 1.3, cf. Hes.Sc. 151;

    ψυχαὶ δ' Ἄϊδόσδε κατῆλθον Il.7.330

    ;

    ψ. δὲ κατ' οὐταμένην ὠτειλὴν ἔσσυτ' ἐπειγομένη 14.518

    ; sts. hardly dist. from signf. 1,

    ἅμα ψ. τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ' αἰχμήν 16.505

    ; in swoons it leaves the body,

    τὸν δὲ λίπε ψ. 5.696

    ; so in later writers (seldom in Trag.),

    σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ Pi.P.11.21

    ; ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ib.4.159, cf. N.8.44;

    αἱ ψ. ὀσμῶνται καθ' Ἅιδην Heraclit.98

    ;

    πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς A.Pers. 630

    (anap.);

    ποτωμένην ψ. ὑπὲρ σοῦ E.Or. 676

    , cf. Fr. 912.9 (anap.);

    τὰς τῶν κεκμηκότων ψ., αἷς ἐστιν ἐν τῇ φύσει τῶν αὑτῶν ἐκγόνων κήδεσθαι Pl.Lg. 927b

    ; ψ. σοφαί, perh. 'wise ghosts', Ar.Nu. 94;

    δὶς ἀποθανουμένη ψ. Anon.

    ap. Plu.2.236d.
    III the immaterial and immortal soul, first in Pindar,

    ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων.. ἀνδιδοῖ [Φερσεφόνα] ψυχὰς πάλιν Fr. 133

    , cf. Pl.Men. 81b;

    εἰπόντες ὡς ἀνθρώπου ψ. ἀθάνατός ἐστι Hdt.2.123

    ;

    ἀγένητόν τε καὶ ἀθάνατον ψ. Pl.Phdr. 246a

    , cf. Phd. 70c, al.;

    ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψ. καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται Id.R. 608d

    ;

    ἁψ. τῷ σώματι συνέζευκται καὶ καθάπερ ἐν σάματι τέθαπται Philol.14

    , cf. Pl.Cra. 400c: hence freq. opp.

    σῶμα, ψ. καὶ σῶμα X.Mem.1.3.5

    , cf. An.3.2.20;

    ψ. ἢ σῶμα ἢ συναμφότερον, τὸ ὅλον τοῦτο Pl.Alc.1.130a

    ;

    εἰς θηρίου βίον ἀνθρωπίνη ψ. ἀφικνεῖται καὶ ἐκ θηρίου.. πάλιν εἰς ἄνθρωπον Id.Phdr. 249b

    ;

    κατὰ τοὺς Πυθαγορικοὺς μύθους τὴν τυχοῦσαν ψ. εἰς τὸ τυχὸν ἐνδύεσθαι σῶμα Arist.de An. 407b22

    ;

    οὐδὲ τοῦτο ἐπείσθην, ὡς ἡ ψ., ἕως μὲν ἂν ἐν θνητῷ σώματι ᾖ, ζῇ, ὅταν δὲ τούτου ἀπαλλαγῇ, τέθνηκεν X.Cyr.8.7.19

    ;

    ἀνθρώπου γε ψ., ἣ τοῦ θείου μετέχει,.. ὁρᾶται δ' οὐδ' αὐτή Id.Mem.4.3.14

    , cf. Cyr. 8.7.17; αἰθὴρ μὲμ ψυχὰς ὑπεδέξατο, σώ[ματα δὲ χθών] IG12.945 (v B. C.);

    ὁπόταμ ψ. προλίπῃ φάος ἀελίοιο Orph.Fr.32

    f.1;

    ἡμεῖς ἐσμεν ψ., ζῷον ἀθάνατον ἐν θνητῷ καθειργμένον φρουρίῳ Pl.Ax. 365e

    .
    IV the conscious self or personality as centre of emotions, desires, and affections,

    χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί Pi.N.9.39

    ;

    μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος Id.I.4(3).53(71)

    ;

    ἐνίους τῶν καλῶν τὰς μορφὰς μοχθηροὺς ὄντας τὰς ψ. X.Oec.6.16

    ;

    θνητοῦ σώματος ἔτυχες, πειρῶ τῆς ψ. ἀθάνατον μνήμην καταλιπεῖν Isoc.2.37

    ; opp. material blessings,

    κτεάνων ψ. ἔχοντες κρέσσονας Pi.N.9.32

    ;

    μήτε σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων.. οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψ. ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται Pl.Ap. 30b

    , cf. 29e: hence regarded in abstraction,

    τὸ παρεχόμενον ἡμῶν ἕκαστον τοῦτ' εἶναι μηδὲν ἀλλ' ἢ τὴν ψ., τὸ δὲ σῶμα ἰνδαλλόμενον ἡμῶν ἑκάστοις ἕπεσθαι Pl.Lg. 959a

    ;

    ἡ ψ. ἐστιν ἄνθρωπος Id.Alc.1.130c

    ;

    οὐδὲ νῦν τήν γ ἐμὴν ψ. ἑωρᾶτε X.Cyr.8.7.17

    , cf. supr. 111: sts., therefore, distd. from oneself,

    ψ. γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη S.Ant. 227

    ;

    ἡ ψ. μου πεπότηται Ar.Nu. 319

    (anap.);

    τί ποτ' ἔστι μαθεῖν ἔραται ψ. E.Hipp. 173

    (anap.);

    ἄλλο τι βουλομένη ἑκατέρου ἡ ψ. δήλη ἐστίν Pl.Smp. 192c

    ; οἴμοι ψυχή woe is me! LXX Mi.7.1; καὶ ἐρῶ τῇ ψ. μου, "yuxh/, e)/xeis polla\ a)gaqa/" Ev.Luc.12.19; in periphrases, ψ. Ὀρέστου, = Ὀρέστης, S.El. 1127, al.: but τὴν Φιλοκτήτου ψ. ἐκκλέψεις his wits, Id.Ph.55;

    ἡ δ' ἐμὴ ψ. τέθνηκεν Id.Ant. 559

    , cf. OC 999; so ψυχαί abs., = ἄνθρωποι, ψ. ὀλέσασα A.Ag. 1457 (lyr.); ψ. πολλαὶ ἔθανον many souls perished, Ar.Th. 864;

    πᾶσαι αἱ ψ., υἱοὶ καὶ αἱ θυγατέρες λ γ LXX Ge.46.15

    , cf. Ex.12.4, al.; [

    κιβωτὸς] εἰς ἣν ὀλίγοι, τοῦτ' ἔστιν ὀκτὼ ψ., διεσώθησαν 1 Ep.Pet.3.20

    . In apostrophe,

    μή, φίλα ψ. Pi.P.3.61

    ;

    ὦ μελέα ψ. S.Ph. 712

    (lyr.);

    ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψ. X.Cyr.7.3.8

    ; in referring to persons,

    ὅταν μεγάλη ψ. φυῇ Pl.R. 496b

    (cf. μεγαλόψυχος) ; καλεῖται γοῦν ἡ ψ. Κρινοκοράκα the creature, Thphr.Char.28.2;

    πάσῃ ψ. τετελευτηκυίᾳ LXX Nu.6.6

    ,11;

    πᾶσα ψ. ὑποτασσέσθω Ep.Rom.13.1

    , etc.: generally, being, ψυχὴ ζῶσα living creature, LXX Ge.1.24, cf. 20(pl.).
    2 of various aspects of the self, ἐν πολέμοιο μάχαις τλάμονι ψ. παρέμειν ) enduring heart, Pi.P.1.48;

    διεπειρᾶτο αὐτοῦ τῆς ψ. Hdt.3.14

    , ἦν ηὰρ.. ψυχὴν οὐκ ἄκρος poor-spirited, Id.5.124;

    ψυχὴν ἄριστε πάντων Ar.Eq. 457

    ;

    καρτερὰν ψ. λαβεῖν Id.Ach. 393

    ;

    κράτιστοι ἂν τὴν ψ. κριθεῖεν Th.2.40

    ;

    τοῖς σώμασι δύνανται τὰς δὲ ψ. οὐκ ἔχουσιν Lys.10.29

    ;

    ὁ γὰρ' λόγχην ἀκονῶν καὶ τὴν ψ. τι παρακονᾷ X.Cyr.6.2.33

    , cf. Oec.21.3.
    3 of the emotional self,

    ὑπείργασμαι μὲν εὖ ψυχὴν ἔρωτι E.Hipp. 505

    , cf. 527 (lyr.);

    πάνυ μου ἡ ψ. ἐπεθύμει X.Oec.6.14

    ;

    τίνα ποτὲ ψ. ἔχων; Lys.32.12

    ; τίν' οἴεσθ' αὐτὴν ψ. ἕξειν, ὅταν ἐμὲ ῒδῃ; how will she feel? D.28.21; μία ψ., prov. of friends, Arist.EN 1168b7; ψ. μία ἤστην prob. in Phryn. PSp.128B.; of appetite,

    ψυχῇ διδόντες ἡδονήν A.Pers. 841

    (s. v.l.), cf. Epich.297, Theocr.16.24;

    λίχνῳ δὲ ὄντι τὴν ψ. Pl.R. 579b

    ;

    τῷ δὲ ἡ ψ. σῖτον μὲν οὐ προσίετο, διψῆν δ' ἐδόκει X.Cyr.8.7.4

    .
    4 of the moral and intellectual self,

    ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψ. Pi.O. 2.70

    ;

    ψ. τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην S.Ant. 176

    ;

    ἀρκεῖν.. κἀντὶ μυρίων μίαν ψ. τάδ' ἐκτίνουσαν, ἢν εὔνους παρῇ Id.OC 499

    ;

    ψ. γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον Id.Fr. 101

    ;

    ἡ κακὴ σὴ ψ. Id.Ph. 1014

    ;

    ψυχῆς κατήγορος κακῆς X.Oec.20.15

    , cf. Pl.R. 353e;

    ἡ βουλεύσασα ψ. Antipho 4.1.7

    , cf. Pl.Lg. 873a; τὸ σῶμα ἀπειρηκὸς ἡ ψ. συνεξέσωσεν.. διὰ τὸ μὴ ξυνειδέναι ἑαυτῇ the mind conscious of innocence, Antipho 5.93;

    τὸ ἐπιμελεῖσθαι καὶ ἄρχειν καὶ βουλεύεσθαι.. ἐσθ' ὅτῳ ἄλλῳ ἢ ψυχῇ δικαίως ἂν ἀποδοῖμεν; Pl.R. 353d

    ;

    τὴν τῆς ψ. ἐπιμέλειαν X.Mem. 1.2.4

    , Isoc.15.304; τὰ ἐν τῇ ψ. διὰ τὴν παιδείαν ἐγγιγνόμενα ib.290;

    τῆς ψ. ἐξελθούσης, ἐν ᾗ μόνῃ γίγνεται φρόνησις X.Mem.1.2.53

    ;

    νοῦς τε καὶ ψ. Pl.Cra. 400a

    , cf. Phdr. 247c, al.;

    ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες ὄμμα S.El. 903

    ;

    ἰδὼν μὲν γνούς τε σῇ ψ., τέκνον E.Tr. 1171

    . Phrases:—

    ἐκ τῆς ψ. φίλος X.An.7.7.43

    ; ἀπὸ τῆς ψ. φιλεῖν with all the heart, Thphr. Char.17.3;

    βόσκοιτ' ἐκ ψυχᾶς τὰς ἀμνάδας Theoc.8.35

    ;

    ὅλῃ τῇ ψ. κεχαρίσθαι τινί X.Mem.3.11.10

    ; οὐκ ἐᾷ ἡμᾶς οὐδὲ ψυχῆς λαχεῖν he won't let us call our soul our own, Phryn.PSp.128B.
    5 of animals, ψ. μεγαλόφρων, of a horse, X.Eq.11.1;

    θηρίων ψ. ἡμεροῦμεν Isoc.2.12

    ; ψ. χηνός, ὀρτυγίου, Eub.101, Antiph.5.
    6 of inanimate things,

    πᾶσα πολιτεία ψ. πόλεώς ἐστιν Isoc.12.138

    , cf. 7.14;

    ἡ τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ἀρετὴ τῆς Ἑλλάδος ἦν ψ. D.60.23

    ;

    οἷον ψ. ὁ μῦθος τῆς τραγῳδίας Arist.Po. 1450a38

    ; also of the spirit of an author, D.H.Lys.11.
    V Philosophical uses:
    1 In the early physicists, of the primary substance, the source of life and consciousness, ὁρίζονται πάντες (sc. οἱ πρότεροι)

    τὴν ψ. τρισίν, κινήσει, αἰσθήσει, τῷ ἀσωμάτῳ Arist.de An. 405b11

    ; τὸν λίθον ἔφη [Θαλῆς] ψ. ἔχειν ὅτι τὸν σίδηρον κινεῖ, of the magnet, ib. 405a20; ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι, ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται, ἐξ ὕδατος δὲ ψ. (sc. πῦρ) Heraclit. 36;

    ἡ ψ. πνεῦμα Xenoph.

    ap. D.L.9.19; καρδία ψυχῆς καὶ αἰσθήσιος [ἀρχά] Philol.13;

    τοῦτο [ἀὴρ] αὐτοῖς καὶ ψ. ἐστι καὶ νόησις Diog.

    Apoll.4;

    τὴν τῶν ἄλλων ἁπάντων φύσιν οὐ πιστεύεις Ἀναξαγόρᾳ νοῦν καὶ ψ. εἶναι τὴν διακοσμοῦσαν; Pl.Cra. 400a

    , cf. Arist.de An. 404a25; Δημόκριτος πῦρ τι καὶ θερμόν θησιν αὐτὴν (sc. ψυχὴν) εἶναι ib. 404a1, cf. Resp. 472a4.
    2 the spirit of the universe,

    ψ. εἰς τὸ μέσον [τοῦ κόσμου] θείς Pl.Ti. 34b

    , cf. 30b;

    τὴν τοῦ παντὸς δῆλον ὅτι τοιαύτην εἶναι βούλεται [ὁ Τίμαιος] οἷόν ποτ' ἐστὶν ὁ καλούμενος νοῦς Arist.de An. 407a3

    ; ἐν τῷ ὅλῳ τινὲς [τὴν ψ.] μεμεῖχθαί φασιν, ὅθεν ἴσως καὶ Θαλῆς ᾠήθη πάντα πλήρη θεῶν εἶναι ib. 411a8;

    ὁ κόσμος ψ. ἐστὶν ἑαυτοῦ καὶ ἡγεμονικόν Chrysipp.Stoic.2.186

    ; ψ. [κόσμου] Plu.2.1013e, cf. M.Ant.4.40;

    ψ. ἐλθοῦσα εἰς σῶμα οὐρανοῦ Plot.5.1.2

    ;

    τόδε τὸ πᾶν ψ. μίαν ἔχον εἰς πάντα αὐτοῦ μέρη Id.4.4.32

    ; περὶ ψυχᾶς κόσμου καὶ φύσιος, title of work by Ti.Locr.
    3 In Pl. the immaterial principle of movement and life,

    ὅταν παρῇ [ψυχὴ] τῷ σώματι, αἴτιόν ἐστι τοῦ ζῆν αὐτῷ Pl.Cra. 399d

    , cf. Def. 411c; [

    ψυχῆς λόγον ἔχομεν] τὴν δυναμένην αὐτὴν αὑτὴν κινεῖν κίνησιν Id.Lg. 896a

    ; μεταβολῆς τε καὶ κινήσεως ἁπάσης αἰτία [ἡ ψ.] ἅπασιν ib. b, cf. 892c; its presence is requisite for thought,

    σοφία καὶ νοῦς ἄνευ ψ. οὐκ ἂν γενοίσθην Id.Phlb. 30c

    , cf. Ti. 30b, Sph. 249a; defined by Arist. as

    οὐσία ὡς εἶδος σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντος de An. 412a20

    ; ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ ὀργανικοῦ ib. 412b5; the tripartite division of

    ψ., οἱ δὲ περὶ Πλάτωνα καὶ Ἀρχύτας καὶ οἱ λοιποὶ Πυθαγόρειοι τὴν ψ. τριμερῆ ἀποφαίνονται, διαιροῦντες εἰς λογισμὸν καὶ θυμὸν καὶ ἐπιθυμίαν Iamb.

    ap. Stob.1.49.34, cf. Pl.R. 439e sqq.; in Arist.

    ἡ ψ. τούτοις ὥρισται, θρεπτικῷ, αἰσθητικῷ, διανοητικῷ, κινήσει· πότερον δὲ τοὔτων ἕκαστόν ἐστι ψ. ἢ ψυχῆς μόριον; de An. 413b11

    , cf. PA 641b4;

    ἡ θρεπτικὴ ψ. Id.de An. 434a22

    , al.; in the Stoics and Epicureans, σῶμα ἡ ψ. Zeno and Chrysipp.Stoic.1.38; of the scala naturae,

    τὰ μὲν ἕξει διοικεῖται, τὰ δὲ φύσει, τὰ δ' ἀλόγῳ ψ., τὰ δὲ καὶ λόγον ἐχούσῃ καὶ διάνοιαν Stoic.2.150

    , cf. M.Ant.6.14;

    ἡ ψ. σῶμά ἐστι λεπτομερές.. προσεμφερέστατον πνεύματι θερμοῦ τινα κρᾶσιν ἔχοντι Epicur.Ep.1p.19U.

    ;

    τέλος.. τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψ. Id.Ep.3p.64U.

    ; in the Neo-Platonists characterized by discursive thinking,

    τοὺς λογισμοὺς ψυχῆς εἶναι ἐνεργήματα Plot.1.1.7

    ; related to νοῦς as image to archetype, εἰκών τίς ἐστι νοῦ [ψ.] Id.5.1.3; present in entirety in every part,

    πάρεστι πᾶσα πανταχοῦ ψ. Id.5.1.2

    , cf. 4.7.5;

    φύσις ψ. οὖσα, γέννημα ψυχῆς προτέρας Id.3.8.4

    ; animal and vegetable bodies possess

    οἷον σκιὰν ψυχῆς Id.4.4.18

    ;

    πᾶν σῶμα.. ψυχῆς μετουσίᾳ κινεῖται ἐξ ἑαυτοῦ καὶ ζῇ διὰ ψ. Procl.Inst.20

    .
    VI butterfly or moth, Arist.HA 551a14, Thphr.HP2.4.4, Plu.2.636c.
    2 τριπόλιον, Ps.-Dsc.4.132.
    VII Psyche, in the allegory of Psyche and Eros, Apul.Metam. bks. 4-6, Aristophontes ap. Fulg.Myth.3.6. (See ancient speculations on the derivation, Pl.Cra. 399d- 400a, Arist.de An. 405b29, Chrysipp.Stoic.2.222; Hom. usage gives little support to the derivation from ψύχω 'blow, breathe';

    τὸν δὲ λίπε ψ. Il.5.696

    means 'his spirit left his body', and so λειποψυχέω means 'swoon', not 'become breathless';

    ἀπὸ δὲ ψ. ἐκάπυσσε Il.22.467

    means 'she gasped out her spirit', viz. 'swooned'; the resemblance of ἄμπνυτο 'recovered consciousness' to ἀμπνέω 'recover breath' is deceptive, v. ἄμπνυτο, ἔμπνυτο: when concrete the Homeric ψ. is rather warm blood than breath, cf. Il.14.518, 16.505, where the ψ. escapes through a wound; cf. ψυχοπότης, ψυχορροφέω, and S.El. 786, Ar.Nu. 712 (v. supr.1).)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυχή

  • 7 φαντασία

    φαντᾰσί-α, , verbal noun of φαντάζομαι and (in sense) of φαίνομαι,
    A appearing, appearance, = τὸ φαίνεσθαι, πάντες ἐφίενται τοῦ φαινομένου ἀγαθοῦ, τῆς δὲ φ. οὐ κύριοι do not control the appearing, Arist.EN 1114a32; usu. with less verbal force, appearance, presentation to consciousness, whether immediate or in memory, whether true or illusory,

    φαίνεται μὲν ὁ ἥλιος ποδιαῖος, ἀντίφησι δὲ πολλάκις ἕτερόν τι πρὸς τὴν φ. Id.Insomn. 460b19

    ; ἡ τοῦ γάλακτος φ. the appearance of the milky way, Id.Mete. 339a35;

    ἡ τοῦ προσώπου φ. Phld.Acad.Ind. p.50

    M.; esp. of visual images, ἐπεὶ ἡ ὄψις μάλιστα αἴσθησίς ἐστι, καὶ τὸ ὄνομα ἀπὸ τοῦ φάους εἴληφεν [ἡ φ.] Arist. de An. 429a2; κατοπτρικὴ φ. image reflected in a mirror, Placit.3.1.2; also of other sense=perceptions, φ. καὶ αἴσθησις ταὐτὸν ἔν τε θερμοῖς καὶ πᾶσι τοῖς τοιούτοις appearance is the same as perception, whether we are talking of hot things or of anything else like them, Pl.Tht. 152c, cf. Chrysipp.Stoic.2.21;

    ταῦτα ἔστι μέν τι, ἀλλ' οὐχ ὧν ἐμποιεῖ τὴν φ. Arist.Metaph. 1024b24

    ;

    ἡ φ. ἐστὶν αἴσθησίς τις ἀσθενής.. κἂν τῷ ἐλπίζοντι ἀκολουθοῖ ἂν φ. τις οὗ ἐλπίζει Id.Rh. 1370a28

    ;

    αἱ [αἰσθήσεις] ἀληθεῖς ἀεί, αἱ δὲ φ. γίνονται αἱ πλείους ψευδεῖς Id.de An. 428a12

    ;

    φ. ἀληθεῖς ἁπάσας Epicur.Fr. 254

    ;

    ἀπελθόντων τῶν αἰσθητῶν ἔνεισιν αἱ αἰσθήσεις καὶ φ. ἐν τοῖς αἰσθητηρίοις Arist. de An. 425b25

    ; διὰ τὸ ἐμμένειν [τὰς φ.] καὶ ὁμοίας εἶναι ταῖς αἰσθήσεσι ib. 429a5;

    τῆς αἰσθήσεως ἀλλοιουμένης ἐξ ἧς γίνεσθαι τὴν φ. Thphr.Sens.63

    ;

    ἐλέγχειν τὰς ἀλλήλων φ. καὶ δόξας Pl.Tht. 161e

    ; freq. in later Philos. esp. in meaning psychic image, Epicur.Ep.1p.12U., S.E.M.7.152, M.Ant.4.24, al.; defined as

    τύπωσις ἐν ψυχῇ Chrysipp.Stoic.2.23

    ;

    φ. καταληπτική Zeno Stoic. 1.17

    , etc.; [

    φ. κ.] ἢν κριτήριον εἶναι τῶν πραγμάτων φασί, τὴν γιγνομένην ἀπὸ ὑπάρχοντος κατ' αὐτὸ τὸ ὑπάρχον ἐναπεσφραγισμένην Stoic. 2.21

    , cf. 26, al.; διανοητικαὶ φ. mental images, Cic.Fam.15.16.1;

    νυκτεριναὶ φ. Phlp.

    in de An.486.13, cf. Gp.12.17.15; apparition, Arist.Mir. 846a37.
    b less scientifically, appearance, ἐμποιοῦντα τὴν φ. (sc. τοῦ ἐλέγχειν) Id.SE 165b25;

    τὸ παράδοξον τῆς τῶν ζῴων φ. Plb. 3.53.8

    , cf. 5.48.9, App.BC4.102, Hann.15;

    κατὰ τὴν πρώτην φ. Plb.11.27.7

    ; συναύξειν τὴν φ. [τῆς νίκης] Id.16.8.3;

    δουλεύοντες τῇ τῶν ἐκτὸς φ. Id.30.19.4

    ;

    φ. ποιεῖν καὶ προσδοκίαν Id.18.10.7

    , cf. 14.2.4; ζῷα.. μέχρι φ. φαινόμενα (in a conjuring trick) Cels. ap. OrigenesCels.1.68;

    κατὰ τὴν πρόχειρον οὑτωσὶ φ. Gal.6.105

    , cf. 15.17,115, 19.206;

    τῶν ἀπεπτούντων ἐνίοις φ... γίνονται Id.18(2).73

    , cf. 71, al.
    2 imagination, i.e. the re-presentation of appearances or images, primarily derived from sensation (cf.

    αἴσθησις 11

    ), ὅταν μὴ καθ' αὑτὸ ἀλλὰ δι' αἰσθήσεως παρῇ τινι τὸ τοιοῦτον αὖ πάθος (sc. δόξα) ἆρ' οἷόν τε ὀρθῶς εἰπεῖν ἕτερόν τι πλὴν φ.;.. φαίνεται δὲ ὃ λέγομεν (i.e. φαντασία)

    σύμμειξις αἰσθήσεως καὶ δόξης Pl.Sph. 264a

    , 264b;

    οὐδὲ δόξα μετ' αἰσθήσεως οὐδὲ δι' αἰσθήσεως οὐδὲ συμπλοκὴ δόξης καὶ αἰσθήσεως φ. ἂν εἴη Arist. de An. 428a26

    ; ἡ φ. καθ' ἣν λέγομεν φάντασμά τι ἡμῖν γίγνεσθαι ib. 428a1;

    ἔστι δὲ φ. ἡ ὑπὸ τῆς κατ' ἐνέργειαν αἰσθήσεως γινομένη κίνησις Id.Insomn. 459a17

    , cf. de An. 429a1; εἰ ἔστι καὶ τοῦτο [τὸ νοεῖν] φ. τις ἢ μὴ ἄνευ φ. ib. 403a8; c. gen.,

    μέλλοντος κακοῦ Id.Rh. 1382a21

    , cf. 1370a30, b33, al.;

    αἰσχροῦ φ. Cic.Att.9.6.5

    ; also

    περὶ ἀδοξίας φ. ἐστὶν ἡ αἰσχύνη Arist.Rh. 1384a23

    ; γίγνεται ἑκάστῳ φ. ὅτι τοιοῦτός [ἐστι] ib. 1371a9;

    ἡ κατὰ τὴν σύλληψιν φ. τῆς γυναικός Placit.5.12.2

    , cf. Sor.1.39 (pl.); τὰ πρὸς τὴν φ. χρώματα colours as judged by the φ., apparent colours, Placit.1.15.8; φωτίζεσθαι πρὸς τὴν φ. ib.2.28.6.
    b in Aristotle, faculty of imagination, both presentative and representative, opp.

    αἴσθησις, [φ.] οὐκ ἔστιν αἴσθησις Arist.de An. 428a5

    ; opp. δόξα, because πίστις is absent, ib.22, 24; opp. ἐπιστήμη, νοῦς, διάνοια, οὐδὲ [φ.] τῶν ἀεὶ ἀληθευόντων οὐδεμία ἔσται, οἷον ἐπιστήμη ἢ νοῦς ib. 428a17; φ. ἕτερον καὶ αἰσθήσεως καὶ διανοίας· αὐτή τε οὐ γίγνεται ἄνευ αἰσθήσεως καὶ ἄνευ ταύτης οὐκ ἔστιν ὑπόληψις ib. 427b14;

    φ. γίνεται ἢ διὰ νοήσεως ἢ δι' αἰσθήσεως Id.MA 702a19

    ;

    ὀρεκτικὸν [τὸ ζῷον] οὐκ ἄνευ φ., φ. δὲ πᾶσα ἢ λογιστικὴ ἢ αἰσθητική Id.de An. 433b28

    .
    c creative imagination,

    φ. σοφωτέρα μιμήσεως δημιουργός Philostr.VA6.19

    .
    3 the use of imagery in literature,

    τεθορύβηται ταῖς φ. μᾶλλον ἢ δεδείνωται Longin.3.1

    ;

    ἡ ῥητορικὴ φ. Id.15.2

    ;

    ἀπὸ τοῦ ἀποδεικτικοῦ περιελκόμεθα εἰς τὸ κατὰ φαντασίαν ἐκπληκτικόν Id.15.11

    ;

    αἱ ποιητικαὶ φ. Plu.2.759c

    ;

    ἐς τὰς φ. τῶν λεγομένων τῷ σχήματι τοῦ σώματος συνεφέροντο App.Pun. 134

    , cf. Hisp.26, Syr.40.
    4 prestige, reputation,

    μεγάλην ἐφείλκετο φ. ὡς μόνος εἰδὼς τί λέγει Plb.22.9.12

    , cf. 24.7.2, 24.11.5, Fr. 233;

    ἐκ τοῦ τοὺς ἄλλους ἐλέγχειν φ. ἀπενέγκασθαι προαιρούμενος Hipparch.1.1.6

    ; parade, ostentation,

    ποιέειν μηδὲν περιέργως μηδὲ μετὰ φαντασίης Hp.Decent.7

    , cf. Plb.15.25.22, 16.21.1, 31.26.6, Posidon.36 J., D.S.12.83, Vett.Val.38.26, al.;

    ἡ ἐφήμερος τῆς ἀρχῆς φ. Sopat.

    ap. Stob.4.5.55;

    μετὰ πολλῆς φ. Act.Ap. 25.23

    , cf. D.L.4.53.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαντασία

  • 8 αυτοκρατης

        2
        1) свободный, независимый
        

    (νοῦς Plat.; φρήν Eur.; λόγος Plut.)

        2) самовластный
        

    (βασιλεία Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > αυτοκρατης

  • 9 αυτοκρατωρ

        I
        - ορος adj.
        1) самостоятельный, независимый
        

    (νέος Xen.)

        αὐ. μάχη Thuc.бой в рассыпном строю

        2) обладающий неограниченными полномочиями
        3) неограниченный, полновластный, самодержавный
        

    (στρατηγός Thuc., Plut.; μόναρχος Arst.; δύναμις Polyb.)

        4) ни от чего (внешнего) не зависящий, суверенный
        

    (νοῦς Plat.)

        5) неограниченно владеющий, имеющий неограниченное право
        

    (τινός Thuc., Plat., Dem. и ποιεῖν τι Dem.)

        6) своенравный
        

    (λογισμός Theocr.)

        II
        - ορος ὅ ( в Риме)
        1) = dictator Polyb.
        2) = imperator Plut.

    Древнегреческо-русский словарь > αυτοκρατωρ

  • 10 φρονεω

         φρονέω
        1) чувствовать, ощущать
        

    (μηδὲ ζῆν μηδὲ φ. Plat.)

        θανὼν δ΄ οὐ φρονῶν Aesch. — бесчувственный мертвец;
        ἐμὲ τὸν ἔτι φρονέοντ΄ ἐλέησον Hom. — пожалей меня, еще чувствующего (т.е. пока я еще жив);
        ἐλεητὺν φ. Hom.испытывать сострадание

        2) быть в здравом уме, быть (благо)разумным, сознательным
        

    νοῦς καλῶς φρονῶν Soph. — благоразумие;

        τὸ φρονοῦν Plut. — здравый смысл;
        τοῦ φρονεῖν ἐξιστάναι τινά Xen.лишать кого-л. рассудка;
        μέ φ. Aesch. или κακῶς φ. Soph.лишиться рассудка (ср. 4);
        φρονῶν ἔπρασσον Soph. — он поступил сознательно (преднамеренно);
        ἥ φρονοῦσα ἡλικία или ἥ ἡλικία τοῦ φρονεῖν Aeschin. — разумный (сознательный) возраст;
        οὐκ εὖ φρονεῖς Arph.ты не в своем уме

        3) думать, мыслить, размышлять
        

    (Hom.; ἄλλα φ. καὴ ἄλλα λέγειν Her.)

        φ. καίρια Soph. — рассуждать дельно;
        εἰδέναι τε καὴ φ. Plat. — познавать и мыслить;
        εὖ φ. περί τι Her.верно судить о чем-л.;
        ἶσόν τινι φ. Hom. и τὸ αὐτό (τὰ αὐτά) τινι φ. Her.быть одного мнения с кем-л.;
        ἄριστοι μάχεσθαί τε φ. τε Hom. — сильные как воинской доблестью, так и умом

        4) замышлять, предполагать, намереваться
        

    (φ. ποιεῖν τι Hom.)

        ᾗπερ φρονέω Hom. — как я замышляю;
        κακῶς φ. Hom.замышлять недоброе (ср. 2);
        ἀμφὴς φ. Hom. — иметь разные намерения;
        τά τινος φ. Xen., Plut.быть с кем-л. заодно, быть на стороне кого-л.

        5) быть настроенным, расположенным
        

    οὐ τὰ ἄριστα φ. Thuc. — находиться в мрачном настроении;

        φ. ἄριστά τινι Arph.относиться самым благожелательным образом к кому-л.;
        εὖ φρονῶ τὰ σά Soph. — я глубоко предан(а) тебе;
        μέγα φ. Hom., Lys., Isocr., Xen. — быть надменным, гордиться, ( о животных) быть неукротимым;
        μέγα φ. ἐφ΄ ἑαυτῷ Xen. — высоко мнить о себе;
        μικρὸν καὴ ταπεινὸν или ἔλαττον φ. Dem. — быть исполненным смирения, быть скромным;
        ὀρθῶς φ. πρὸς τὰς πημονάς Aesch. — сохранять душевное равновесие в бедствиях;
        εὖ φ. τοῖς ἠγγελμένοις Aesch.радоваться известиям

        6) стремиться, устремляться (мыслью)
        

    ὄπιδα φ. ἐνὴ φρεσίν Hom. — стремиться к мщению;

        ἰθὺς φ. Hom. — устремляться прямо вперед;
        ἄλλῃ φρονέοντες ἐπεπλέομεν HH. — мы собирались плыть в другом направлении;
        εἰρηνικὰ φ. Plut. — мечтать о мире;
        φ. ἀληθηΐην Her. — быть правдивым;
        φ. μεῖζον ἢ κατ΄ ἄνδρα Soph. — стремиться к тому, что человеку недоступно;
        ἀρχαϊκὰ φ. Arph.быть склонным к старине

        7) принимать во внимание, иметь в виду, помнить
        

    φρόνει νιν ὡς ἥξοντα Soph. — имей в виду, что он придет

    Древнегреческо-русский словарь > φρονεω

  • 11 δοῦλος

    δοῦλος (A), Cret. [full] δῶλος Leg.Gort.1.1, al., :—prop.
    A born bondman or slave, opp. one made a slave,

    τὰ ἀνδράποδα πάντα καὶ δοῦλα καὶ ἐλεύθερα Th.8.28

    , cf. E.IA 330: then, generally, bondman, slave, opp. δεσπότης (q. v.): not in Hom., who twice has fem. [full] δούλη, , bondwoman, Il.3.409, Od.4.12, cf. A.Ag. 1326, X.Cyr.5.1.4, Pl.R. 395e, etc.: freq. of Persians and other nations subject to a despot, Hdt., etc.; οὔ τινος δοῦλοι κέκληνται, of the Greeks, A.Pers. 242: metaph., χρημάτων δ. slaves to money, E.Hec. 865; so

    γνάθου δ. Id.Fr. 282.5

    ;

    τῶν αἰεὶ ἀτόπων Th.3.38

    ; λιχνειῶν, λαγνειῶν, X.Oec.1.22, cf. Mem.1.3.11.
    II Adj. (not in A.), δοῦλος, η, ον, slavish, servile, subject,

    δ. πόλις S.OC 917

    , X.Mem.4.2.29;

    γνώμαισι δούλαις S.Tr.53

    ; δ. ἔχειν βίον ib. 302; σῶμα δ., opp. νοῦς ἐλεύθερος, Id.Fr. 940;

    τοὺς τρόπους δούλους παρασχεῖν E.Supp. 877

    ; δ. θάνατος, ζυγόν, πούς, Id.Or. 1170, Tr. 678, 507;

    δ. καὶ τυραννουμένη πόλις Pl.R. 577d

    ; δ. ἡδοναί, = δουλοπρεπεῖς, ib. 587c, etc.: [comp] Comp. δουλότερος more enslaved,

    Αἴγυπτον δ. ποιεῖν Hdt.7.7

    .
    2 τὸ δ., = οἱ δοῦλοι, E. Ion 983, etc.; also, slavery, a slavish life, ib. 556 (troch.).
    3 ancillary,

    δ. ἐπιστῆμαι Arist. Metaph. 996b11

    .
    ------------------------------------
    δοῦλος (B)· ἡ οἰκία ἢ τὴν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέλευσιν τῶν γυναικῶν, Hsch.; cf. δωλοδομεῖς, δωλέννετος.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δοῦλος

  • 12 σοφίζω

    A make wise, instruct, LXX Ps.18(19).8;

    τινὰ εἰς σωτηρίαν 2 Ep.Ti.3.15

    .
    3 [voice] Med., teach oneself, learn, ἐσοφίσατο ὅτι.. he became aware that.., LXX 1 Ki.3.8.
    II [voice] Med. [full] σοφίζομαι, with [tense] aor. [voice] Med. and [tense] pf. [voice] Pass. (v. infr.), practise an art, Thgn.19, IG12.678; play subtle tricks, deal subtly, E.IA 744, D.18.227, etc.; οὐδὲν σοφιζόμεσθα τοῖσι δαίμοσι we use no subtleties in dealing with the gods, E.Ba. 200; to be scientific, speculate,

    περὶ τὸ ὄνομα Pl.R. 509d

    , cf. Plt. 299b, Muson.Fr.3p.12H., etc.; σοφιζόμενος φάναι to say rationalistically, Pl.Phdr. 229c; καίπερ οὕτω τούτου σεσοφισμένου though he has dealt thus craftily, D.29.28; σοφίσασθαι πρός τι to use fraud for an end, Plb.6.58.12; οἱ ἰητροὶ σοφιζόμενοι ἔστιν οἳ ἁμαρτάνουσι when they deal in subtleties, Hp.Fract. 1; οἱ μυθικῶς σοφ. Arist.Metaph. 1000a18, cf. HA 582a35, D.35.56; σ. πρὸς τὸν νόμον evade it, Plu.Dem.27.
    2 c. acc. rei, devise cleverly or skilfully, Hdt.2.66, 8.27, cf. 1.80;

    καινὰς ἰδέας σοφίζεσθαι Ar.Nu. 547

    ;

    χαρίεντα καὶ σοφά Id.Av. 1401

    ; ἀλλότρια ς. meddle with other men's craft, Id.Eq. 299; with internal acc., ἀνόητα ς. exercise one's skill without νοῦς, Pl.Hp.Ma. 283a, cf. X.Mem.1.2.46;

    ὅσα.. σοφίζονται πρὸς τὸν δῆμον Arist.Pol. 1297a14

    ; ἀλλ' αὐτὸ τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι this is the very thing one must gain by craft, S.Ph.77; οἶνον ἀπὸ τῶν φοινίκων ς. make spurious wine, Philostr.VA2.6;

    πορφύραν παρὰ τῆς κόχλου Id.Her.19.15

    :—[voice] Pass., σεσοφισμένοι μῦθοι craftily devised, 2 Ep.Pet.1.16.
    b σ. νόμον evade it, Philostr.VA2.40, cf. Ael.VH2.41, Palaeph.50, OGI383.208 (Commagene, i B.C.).
    3 c. acc. pers., deceive,

    τὸν Τίτον J.BJ4.2.3

    ;

    μή με σοφίζου AP12.25

    (Stat. Flacc.);

    τὸν δῆμον Hdn.7.10.7

    ; also

    σ. τὴν αἴσθησιν Aret.SD 1.15

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σοφίζω

  • 13 ἀκίνητος

    ἀκίν-ητος, ον, also η, ον Pi.O.9.33, IG14.1389ii 14:—
    A unmoved, motionless, Parm.8, Emp.17, etc.; of Delos, Orac. ap. Hdt.6.98, cf. Pi.P.4.57; ἐξ ἀκινήτου ποδός without stirring a step, S.Tr. 875;

    τὰς κινήσεις ἀκίνητος Pl.Ti. 40b

    ;

    τὸ πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον αὐτό Arist.Metaph. 1012b31

    ; ὕλη ἀ. Stoic. ap. Plu.2.1054a; ἄστρα ἀ. fixed stars, Poll.4.156.
    2 idle, sluggish, ἐπ' ἀκινήτοισι καθίζειν to sit in idleness, Hes.Op. 750 (where others, to sit on graves, v. infr. 11.2); ἀ. φρένες a sluggish soul, Ar.Ra. 899; of the Boeotians, Alex.237; χώρα ἀ. untilled, Plu.2.38c.
    3 unmoved, unaltered,

    ἀ. νόμιμα Th.1.71

    , etc.; τοὺς νόμους ἐᾶν ἀ. Arist. Pol. 1269a9, cf. Pl.Lg. 736d, cf. X.Lac.14.1.
    II immovable, hard to move, Pl.Sph. 249a, Luc.Im.1 (in [comp] Comp.). Adv.

    -τως, ἔχειν Isoc.13.12

    , cf. Pl.Euthphr. 11d.
    b of property, realty, Olymp. Hist.p.458 D., Cod.Just.1.11.10.1, al.
    2 not to be stirred, inviolate,

    τάφος Hdt.1.187

    : esp. prov. of sacred things,

    κινεῖν τὰ ἀκίνητα Id.6.134

    , cf. Pl.Tht. 181a:—hence, that must be kept secret,

    τἀκίνητ' ἔπη S.OC 624

    ;

    τἀκίνητα φράσαι Id.Ant. 1060

    .
    3 of persons, etc., not to be shaken, steadfast, ib. 1027;

    νοῦς ἀκίνητος πειθοῖ Pl.Ti. 51e

    ;

    ἕξις ἀ. ὑπὸ φόβου Id.Def. 412a

    ;

    πρὸς τὸ θεῖον Plu.2.165b

    .
    5 c. gen., inseparable from, PMag.Berol.1.80,165.
    III Adv. - τως, v. supr. 11.1.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκίνητος

  • 14 φρόνησις

    φρόνησις, εως, ἡ (s. φρονέω; Soph., Isocr., Pla. et al.; OGI 332, 25; PSI 280; IDefixWünsch 1, 10 p. 6; LXX; En 98:3; TestSol; TestJob 37:8; 38:1; TestNapht 2:8; Philo, Jos., Just., Ath.)
    the faculty of thoughtful planning, way of thinking, (frame of) mind ἐπιστρέψαι ἀπειθεῖς ἐν φρονήσει (=εἰς φρόνησιν; but with the thought, so that they have the thought B-D-F §218) δικαίων Lk 1:17. W. νοῦς (Dio Chrys. 15 [32], 5) Hs 9, 17, 2ab, 4; 9, 18, 4. διέμειναν ἐν τῇ αὐτῇ φρονήσει 9, 29, 2. συγκεράσαι ὑμῶν τὴν φρόνησιν ἐπὶ τὸ αὐτό Hv 3, 9, 8 (s. συγκεράννυμι 2).
    the ability to understand, understanding, insight, intelligence (Isocr., Pla., Aristot.; OGI loc. cit.; PGM 5, 313; LXX; En 98:3 [w. ἐπιστήμη]; TestJob loc. cit.; EpArist 124; Just., D. 3, 3; Ath., R. 22 p. 75, 22; Theoph. Ant. 1, 3 [p. 62, 14] as an attribute of God) w. σοφία (Dio Chrys. 42 [59], 1; Synes., Ep. 103 p. 243d; Pr 10:23; 4 Macc 1:18; Philo, Praem. 81; Jos., Ant. 2, 87; 8, 171; Orig., C. Cels. 1, 31, 42) Eph 1:8; (opp.: the eyes alone) Dg 2:1.—DELG s.v. φρήν II 3. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > φρόνησις

См. также в других словарях:

  • κρυφόνους — κρυφόνους, ουν και οος, οον (Α) κρυψίνους, ύπουλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο) * + νοῦς (πρβλ. αυτό νους, φαιδρό νους)] …   Dictionary of Greek

  • Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… …   Dictionary of Greek

  • Ντιούι, Τζον — (John Dewey, Μπάρλινγκτον, Βερμόντ 1859 – Νέα Υόρκη 1952). Αμερικανός φιλόσοφος. Δίδαξε φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Μινεσότα (1888 – 1889), του Μίσιγκαν (1889 94), του Σικάγου (1894 – 1904) –όπου υπήρξε διευθυντής του School of Education– και …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • Αναξαγόρας — I (Κλαζομενές 499/8 Λάμψακος 428/7 π.Χ.). Φιλόσοφος. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στην Αθήνα, όπου και συνδέθηκε με στενή προσωπική και πνευματική φιλία με τον Περικλή. O δεσμός αυτός, όμως, και η μεγάλη επίδραση του φιλοσόφου στην… …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»