Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἰον-άω

См. также в других словарях:

  • ἄιον — ἄ̱ϊον , ἀίω 1 perceive imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ϊον , ἀίω 1 perceive imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἄϊον , ἀίω 1 perceive imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἄϊον , ἀίω 1 perceive imperf ind act 1st sg (homeric ionic) ἄ̱ϊον …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • .άιον — ἄ̱ϊον , ἀίω 1 perceive imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ϊον , ἀίω 1 perceive imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἄ̱ϊον , ἀίω 2 perceive imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστάναιον — καστάναιον, τὸ (Α) επιγρ. στον πληθ. τὰ καστάναια τα κάστανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + αιον (πρβλ. κεφάλ αιον, κώπ αιον)] …   Dictionary of Greek

  • καταβολαίον — καταβολαῑον, τὸ (Α) αποθήκη εμπορευμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ τού καταβάλλω με τη σημ. «αποθηκεύω» + κατάλ. αῖον (πρβλ. κρηπιδ αίον, νυμφ αίον)] …   Dictionary of Greek

  • κρηπιδαίον — κρηπιδαῑον και επιγρ. κρηπίδειον, τὸ (Α) η κρηπίδα, τα θεμέλια σπιτιού («τοῡ γείσου συντετελεσμένου καὶ τοῡ κρηπιδαίου», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + κατάλ. αῖον (πρβλ. καλαμ αίον, λιμν αίον)] …   Dictionary of Greek

  • κόπαιον — κόπαιον, τὸ (Α) τεμάχιο, κομμάτι, τμήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπή + κατάλ. αιον, ουδ. τής αιος (πρβλ. γύν αιον, δικ αιον)] …   Dictionary of Greek

  • λαριναίον — λαριναῑον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαριναῑον κύρτον οἱ ἁλιεῑς τὸν ἐκ λε(υ)κέας ἢ μέγαν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρινος + κατάλ. αῖον (πρβλ. λιμν αίον, μελισσ αίον)] …   Dictionary of Greek

  • Μιθραίον — Μιθραῑον, τὸ (Α) ιερό τού θεού Μίθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μίθρας + κατάλ. αῖον (πρβλ. Ηρ αίον)] …   Dictionary of Greek

  • αγελαίος — (I) αία, αίο (Α ἀγελαῑος, αία, αῑον, Μ ἀγέλαιος, αία, αιον) 1. αυτός που ανήκει σε αγέλη 2. αυτός που ζει ομαδικά, κοπαδιαστά 3. κοινός, συνηθισμένος νεοελλ. χυδαίος, «τού σωρού» αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀγελαῑοι τα μέλη τής… …   Dictionary of Greek

  • αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… …   Dictionary of Greek

  • συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»