Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(πληγῆς

См. также в других словарях:

  • πληγῆς — πληγή blow fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγῇς — πλήσσω struck with terror aor subj pass 2nd sg πλήσσω struck with terror aor subj pass 2nd sg πληγή blow fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν… — См. Око за око, зуб за зуб …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ημιπληγής — ἡμιπληγής, ές (Α) αυτός που έχει πληγεί κατά το ήμισυ ο μισοχτυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + πληγής (< πληγή), πρβλ. α πληγής, εμ πληγής] …   Dictionary of Greek

  • θεοπληγής — θεοπληγής, ές (Α) ο θεόπληκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πληγής (< αόρ. ε πλήγ ην τού πλήσσομαι), πρβλ. ημι πληγής, φρενο πληγής] …   Dictionary of Greek

  • ισοπληγής — ἰσοπληγής, ές (Α) (για χορδή) αυτή που πλήττεται με τον ίδιο τρόπο, αυτή που έχει ίσες πλήξεις, χτυπήματα (χρόνου). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πληγής (< πλήσσω), πρβλ. ημι πληγής, φρενο πληγής] …   Dictionary of Greek

  • καρτεροπληγής — καρτεροπληγής, ές (Α) αυτός που πλήττει με δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + πληγής (< θ. πλήγ < πλήσσω «χτυπώ»), πρβλ. θεο πληγής, ισο πληγής] …   Dictionary of Greek

  • καταπληγής — καταπληγής, ές (Α) κατάπληκτος, θορυβημένος, περιδεής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πληγής (πληγή, ἐπλήγην), πρβλ. εμ πληγής, ημι πληγής] …   Dictionary of Greek

  • φρενοπληγής — ες, Α (ποιητ. τ.) αυτός που πλήττει τις φρένες, που οδηγεί σε φρενοπληξία («φρενοπληγεῑς μανίαι», Αισχύλ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + πληγής (< πλήσσω), πρβλ. ἡμι πληγής, θεο πληγής] …   Dictionary of Greek

  • αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης …   Dictionary of Greek

  • κάρκαδο — και κάκαδο και κακάδι, το το επίστρωμα πληγής «κρούστα, η εσχάρα τής πληγής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάκαδο] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»