Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αὐλῷ

См. также в других словарях:

  • αυλώ — ( έω) (Α) [αυλός] Ι.1. παίζω αυλό 2. παίζω μουσική II. ( ούμαι) 1. (για μελωδία) εκτελούμαι με αυλό ή με τη συνοδεία αυλού 2. (για κλειστό χώρο) αντηχώ από τη μελωδία αυλού 3. (για πρόσωπα) διασκεδάζω, ή βαδίζω στη μάχη με τη συνοδεία αυλού …   Dictionary of Greek

  • αὐλῶ — αὐλέω play on the flute pres subj act 1st sg (attic epic doric) αὐλέω play on the flute pres ind act 1st sg (attic epic doric) αὐλός pipe masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλῷ — αὐλός pipe masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὔλῳ — Αὖλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀύλῳ — ἄυλος immaterial masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλῶι — αὐλῷ , αὐλός pipe masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλώπιδα — αὐλώ̱πιδα , αὐλῶπις with a tube like opening fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλώπιδι — αὐλώ̱πιδι , αὐλῶπις with a tube like opening fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσαυλώ — θαλασσαυλῶ, έω (Μ) ζω στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + αυλώ (< αυλός < αυλή (πρβλ. θυρ αυλώ < θυρ αυλος)] …   Dictionary of Greek

  • καταυλώ — καταυλῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού αυλώ*) 1. ευχαριστώ, τέρπω κάποιον παίζοντας αυλό ή τραγουδώντας 2. παίζω στον αυλό 3. κάνω έναν τόπο να αντηχεί από τον αυλό 4. γεμίζω κάτι με φόβο 5. παθ. καταυλοῡμαι, έομαι α) διασκεδάζω ακούγοντας τη μουσική τού… …   Dictionary of Greek

  • στομαυλώ — έω, Α μιμούμαι με τα χείλη τον ήχο τού αυλού, σφυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + αυλῶ (< αυλος < αὐλός), πρβλ. χορ αυλῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»