Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τιάρα

См. также в других словарях:

  • τιάρα — τιά̱ρᾱ , τιάρα tiara fem nom/voc/acc dual τιά̱ρᾱ , τιάρα tiara fem nom/voc sg (attic doric aeolic) τιά̱ρᾱ , τιάρα tiara masc nom/voc/acc dual τιά̱ρᾱ , τιάρα tiara masc voc sg (attic) τιά̱ρᾱ , τιάρα tiara masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιάρᾳ — τιά̱ρᾱͅ , τιάρα tiara fem dat sg (attic doric aeolic) τιά̱ρᾱͅ , τιάρα tiara masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιάρα — η, ΝΜΑ, και τίαρις και τιάρας, ου, και ιων. τ. τιήρης, εω, ὁ, Α 1. (στην αρχαία Ανατολή και στο Βυζάντιο) επίσημο υψηλό και συμπαγές κάλυμμα τής κεφαλής, σύμβολο θεών και τής βασιλικής εξουσίας 2. κάλυμμα τής κεφαλής τών Περσών στρατιωτών νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • τιάρα — η 1. κάλυμμα κεφαλιού των αρχαίων Περσών. 2. η μίτρα που φορούν οι πάπες της Ρώμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τιᾶραι — τιάρα tiara fem nom/voc pl τιάρα tiara masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιήρην — τιάρα tiara masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιήρης — τιάρα tiara masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιήρῃ — τιάρα tiara masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιάρας — τιά̱ρᾱς , τιάρα tiara fem acc pl τιά̱ρᾱς , τιάρα tiara fem gen sg (attic doric aeolic) τιά̱ρᾱς , τιάρα tiara masc acc pl τιά̱ρᾱς , τιάρα tiara masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • тиара — др. русск. цслав. тиара τιάρα (уже в Изборн. Святосл. 1073 г.). Из греч. τιάρα, отчасти через лат. tiāra; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 201 и сл …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • τιαραφόρος — και τιαρηφόρος και τιαροφόρος, ον, ΜΑ αυτός που φορεί τιάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιάρα + φόρος* (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»