Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

έτῠχον

См. также в других словарях:

  • ἔτυχον — τυγχάνω happen to be at aor ind act 3rd pl τυγχάνω happen to be at aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄτυχον — ἔτυχον , τυγχάνω happen to be at aor ind act 3rd pl ἔτυχον , τυγχάνω happen to be at aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυγχάνω — ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν 1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ. δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ) 2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον… …   Dictionary of Greek

  • επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… …   Dictionary of Greek

  • OCCUPATIONE Simplici — dominium iuxta Magistros plurifariam adquirebatur. Eius autem iura maxime visuntur, in Bonis nondum occupatis, in rebus Deperditis seu derelictis, in Proselytorum sine heredibus defunctorum Bonis, in agro a Gentili Israelitae sine syngrapha… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHILONOMUS — et Callias, fratres Catanenses. Stobaeus, ex Aeliano, refert, flammas incendii ex Aetna erumpentis miraculose cessisse duobus filiis in humeros sublatos parentes senes efferentibus. Verba adscribam: Πρώτῃ καὶ ὀγδοκοςτῇ Ο᾿λυμπιάδι φασὶ τὴν Αἴτναν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SCORPIO — I. SCORPIO 1. Regum c. 12. v. 11. in his Roboami verbis, Pater meus castigavit vos scuticis, et ego vos castigabo scorpionibus, flagri genus est scuticâ gravius. Hebraei virgan spineam, aut flageilum spinis aculcatum intelligunt, vide supra in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ατυχής — ές (AM ἀτυχής, ές) δυστυχής, κακότυχος νεοελλ. (για ενέργειες ή καταστάσεις) ανεπιτυχής, άστοχος μσν. 1. αυτός που φέρνει κακή τύχη και οδηγεί σε αποτυχία 2. κακός, μοχθηρός αρχ. αμέτοχος, άμοιρος («σοφίας οὐκ ἀτυχῆ» που έχουν κάποια σοφία).… …   Dictionary of Greek

  • εξανάγω — (Α ἐξανάγω) [ανάγω] ναυτ. 1. οδηγώ το πλοίο στα ανοιχτά 2. παθ. εξανάγομαι αποπλέω, βγαίνω στ ανοιχτά, ξανοίγομαι στο πέλαγος (α. «ἡνίκα ἐξανηγόμην ἐγώ», Θουκ. β. «πεντεκαίδεκα δὲ τῶν νεῶν τούτων ἔτυχόν τε ὕσταται πολλὸν ἐξαναχθεῑσαι», Ηρόδ.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… …   Dictionary of Greek

  • παρορμώ — (I) παρορμῶ, άω, ΝΜΑ [ορμώ] παρακινώ, προτρέπω, παροξύνω (α. «τόν παρορμά να ασχοληθεί με την πολιτική» β. «λόγοι παρορμῶντες εἰς τὸ ἀγαθόν», Ξεν. γ. «παρορμᾱν εἰς ἀκολασίαν», Πλούτ.) αρχ. 1. έχω πρόθυμη διάθεση, είμαι πρόθυμος 2. παθ. παρορμῶμαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»