Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εἰρημένος

См. также в других словарях:

  • εἱρημένος — εἰρημένος , ἐρῶ verbum perf part mp masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρημένος — ἐρῶ verbum perf part mp masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PALAEOLOGA Familia — in Imeprio Constantinopolitano illustris, e qua varii Imperatores hodieque in tristibus quibusdam posterorum reliquiis, sub Imperio Turcico gementibus, superest, uti testatur Sponius Itinerar. Grac. Pauci autem ex ea, imo vix ulla numismata obvia …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ειδάλιμος — εἰδάλιμος, η, ο (Α) 1. όμορφος 2. αυτός που μοιάζει με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < είδος άπαξ ειρημένος τ., πιθ. αναλογικά σχηματισμένος κατά το κυδάλιμος] …   Dictionary of Greek

  • υγιής — ές / ὑγιής, ές, ΝΜΑ, και ὑγειής, ές, Α 1. αυτός που έχει άρτια, φυσιολογική σωματική και ψυχική κατάσταση, που βρίσκεται σε πλήρη σωματική και ψυχική ευεξία, γερός 2. μτφ. α) (για λόγους, σκέψεις, ενέργειες) φρόνιμος, σωστός (α. «εμφορείται από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»