Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

όος

См. также в других словарях:

  • παράρ(ρ)οος — οον, Α βλ. παράρ(ρ)ους …   Dictionary of Greek

  • ωκύρ(ρ)οος — ον, Α (για ποταμό) αυτός που ρέει με μεγάλη ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + (ρ)ροος (< ῥέω), πρβλ. πολύ ρροος] …   Dictionary of Greek

  • Σαρδώ — όος και οῡς, και, κατά τον Ησύχ., Σαρδώνη, ἡ, Α η Σαρδηνία …   Dictionary of Greek

  • ταμεσίχρως — οος, ὁ, ἡ, Α αυτός που κόβει, που τραυματίζει το δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. λ. σχηματισμένη από τον αόρ. β ταμεῖν τού ρ. τέμνω, κατά τα σύνθ. τού τύπου τερψίμ βροτος* (βλ. λ. τέρπω) + χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»)] …   Dictionary of Greek

  • ηδύθρους — ἡδύθρους, ουν και οος, οον δωρ. τ. ἁδύθρους, ουν και οος, οον, (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκόλαλος («ἡδύθρους Μοῡσα», Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + θρους (< θρέομαι «ξεφωνίζω»), πρβλ. αλλό θρους, δημό θρους, μιξό θρους] …   Dictionary of Greek

  • θειόχρους — ουν και οος, οο (Α θειόχρους, ουν, και οος, οον) αυτός που έχει το χρώμα τού θείου, τού θειαφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + χρους (< χρως «χρώμα»), πρβλ. ά χρους, μελανό χρους] …   Dictionary of Greek

  • μολυβδόχρους — ουν και οος, οο (ΑΜ μολυβδόχρους, ουν και οος, οον, Α και μολυβδόχρως, ωτος, ό, ή) αυτός που έχει το χρώμα τού μολύβδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + χρους < χροος < χρώς, ωτός «χρώμα» (πρβλ. αργυρό χρους). Ο τ. μολυβδόχρως< μόλυβδος + χρως… …   Dictionary of Greek

  • ωκυρόης — και δωρ. τ. ὠκυρόας, ὁ, Α (για ποταμό) ὠκύρ(ρ)οος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύρ(ρ)οος, κατά τα αρσ. σε ης] …   Dictionary of Greek

  • Alecto — ALECTO, us, Gr. Ἀληκτὼ, όος, contr. οῦς, (⇒ Tab. I.) des Aethers und der Erde Tochter, eine von den 3 Furien. Hygin. Præf. p. 3. Sie hat den Namen von dem α privat. und λήγομαι, desino, Gyrald. Synt. VI p. 210. welchem nach sie im Lateinischen so …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Amphíro — AMPHÍRO, us, Græc. Ἀμφιρὼ, όος, contr. οῦς, (⇒ Tab. III.) des Oceans und der Tethys Tochter, Hesiod. Theog. v. 360. welche den Namen von ἀμφὶ, umher, und ῥέο, ich fließe, hat, Pasor. Ind. ad Hesiod in Ἀμφιρώ, und also einen Fluß bedeutet, der um… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Anaxo — ANAXO, us, Gr. Ἀναξὼ, όος, contr. οῦς, (⇒ Tab. XXI.) des Alcäus und der Hipponome Tochter, welche Elektrio zur Gemahlinn nahm, und mit ihr die Alkmene, des Herkules Mutter, ingleichen den Stratobötes, Gorgophonus, Philonomus, Celäneus,… …   Gründliches mythologisches Lexikon

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»