Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀστέα

См. также в других словарях:

  • ὀστέα — ὀστέον d Fr. neut nom/voc/acc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστέ' — ὀστέα , ὀστέον d Fr. neut nom/voc/acc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • Crasis — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis …   Wikipedia

  • Osteomyelitis — Die Osteomyelitis (Mehrzahl Osteomyelitiden; von altgriechisch ὀστέον, ostéon, Mehrzahl ὀστέα ostéa, „Knochen“ [vergleiche lateinisch anatomisch os, ossis], griechisch μυελός, myelós, „Mark“ und itis) ist eine infektiöse Entzündung des… …   Deutsch Wikipedia

  • Chersias — (Ancient Greek: Χερσίας) of Orchomenus (fl. late 7th c. BCE) was an archaic Greek epic poet whose work is all but lost today.[1] Plutarch presents Chersias as an interlocutor in the Banquet of the Seven Sages, making him a contemporary of… …   Wikipedia

  • Prosopitis — (Nr.4), in der Spätzeit mit Saites (Nr.5) zusammengelegt Prosopitis, griechisch Προσοπῖτις (Femininum), war im antiken Ägypten eine Insel im westlichen Nildelta zwischen der saitischen (Σαϊτικὸν στόμα) und sebennytischen Ni …   Deutsch Wikipedia

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • δυσέμβλητος — δυσέμβλητος, ον (A) φρ. «ὀστέα δυσέμβλητα» οστά που δύσκολα ξαναμπαίνουν στη θέση τους …   Dictionary of Greek

  • επειδή — (AM ἐπειδή, Μ και ἐπειδής) (σύνδ.) (αιτιολ.) διότι, μια και, για τον λόγο ότι («εσύ, άξε Θεέ μου, πειδή μ ορίζει η χάρη σου ς τούτο βοήθησέ μου», Φορτουν.) αρχ. μσν. χρον. όταν, αφού («ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησεν Δαρεῑος», Ξεν.) μσν. χρον. τη στιγμή που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»