-
81 συνεννόηση
[-ις (-εως)] η1) понимание, взаимопонимание, согласие;κακή συνεννόηση — недоразумение;
2) обмен мнениями;βρίσκονται στο στάδιο συνεννόήσεων — быть в стадии обсуждения;
3) соглашение, договорённость;με συνεννόηση — по договорённости;
έρχομαι σε συνεννόηση — приходить к соглашению, договариваться;
4) сговор (обычно тайный);είμαι εις συνεννόησιν — быть заодно (с кем-л.), быть в сговоре
-
82 αἰτέω
a ask, ask a question of c. dupl. acc., τί ἔρδων φίλος σοί εἴην, τοῦτ' αἴτημί σε fr. 155. 3.b ask forΔιὸς αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα O. 3.17
ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν ἑᾷ κεφαλᾷ O. 6.60
θεῶν δ ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις P. 8.72
“ἔσσεταί τοι παῖς ὅν αἰτεῖς, ὦ Τελαμών” I. 6.52 ( Ἀνταίου κούραν)· τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι asked in marriage P. 9.107c ask c. inf., ἔρχομαι αἰτήσων (sc. Δία)πόλιν εὐανορίαισι τάνδε κλυταῖς δαιδάλλειν O. 5.20
μοῖραν δ εὔνομον αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν, Ζεῦ πᾶτερ N. 9.30
τῶ καὶ ἐγώ, καίπερ ἀχνύμενος θυμόν, αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν (pass.: Σ, Wil. contra med. interp.) I. 8.5d ask foll. by impv.,αἰτέω σε, ἵλαος δέξαι στεφάνωμα τόδ P. 12.1
-
83 αἴτημι
a ask, ask a question of c. dupl. acc., τί ἔρδων φίλος σοί εἴην, τοῦτ' αἴτημί σε fr. 155. 3.b ask forΔιὸς αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα O. 3.17
ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν ἑᾷ κεφαλᾷ O. 6.60
θεῶν δ ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις P. 8.72
“ἔσσεταί τοι παῖς ὅν αἰτεῖς, ὦ Τελαμών” I. 6.52 ( Ἀνταίου κούραν)· τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι asked in marriage P. 9.107c ask c. inf., ἔρχομαι αἰτήσων (sc. Δία)πόλιν εὐανορίαισι τάνδε κλυταῖς δαιδάλλειν O. 5.20
μοῖραν δ εὔνομον αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν, Ζεῦ πᾶτερ N. 9.30
τῶ καὶ ἐγώ, καίπερ ἀχνύμενος θυμόν, αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν (pass.: Σ, Wil. contra med. interp.) I. 8.5d ask foll. by impv.,αἰτέω σε, ἵλαος δέξαι στεφάνωμα τόδ P. 12.1
-
84 παρασκευάζω
παρασκευάζω, [tense] fut.- άσω X.Cyr.1.6.18
(but [ per.] 3sg.- σκευᾷ Epicur. Nat.14.2
, [ per.] 2pl. (Cos, iv/iii B. C.)): [dialect] Ion. [ per.] 3pl. [tense] plpf. [voice] Pass.παρεσκευάδατο Hdt.7.218
, etc.: later sts.[full] παρασκεάζω, asπαρεσκεασμένων IPE12.32B12
(Olbia, iii B.C.):—A get ready, prepare,δεῖπνον Hdt.9.82
, Pherecr.172 ;στρατείαν Th.4.74
; ;πλοῖα Lys.13.26
; ἱππέας, ὅπλα, τριήρεις, X.Ages.1.24, Cyr.2.1.9, HG1.4.11 ; hold ready,τῆς θύρας παρεσκευασμένης Lys. 1.24
: κατασκευάζω is prop. fit out and prepare what one has, παρασκευάζω provide and prepare what one has not ; cf.κατασκευή 11
.2 provide, procure, contrive, ;τῇ νηῒ οἶνον καὶ ἄλφιτα Th.3.49
;πᾶσαν ἡμῖν εὐδαιμονίαν Pl. Smp. 188d
, etc. ; ὀργὰς τοῖς ἀκούουσι κατά τινων π. Lys.1.28 : in bad sense, get up,ἀντίδοσιν ἐπί τινα D.28.17
; v. infr. B. 1.2.3 make or render so and so, with part. or Adj., π. τὰ σώματα ἄριστα ἔχοντας, π. τινὰς ὅτι βελτίστους, X.Cyr.1.6.18, 5.2.19 ; τοὺς θεοὺς ἵλεως αὑτῷ π. Pl.Lg. 803e ; τοὺς κριτὰς τοιούτους π. Arist.Rh. 1387b17, cf. 1380b31 : c. inf., accustom, τὸ στράτευμα παρεσκευακέναι ὡς πόνον μηδένα ἀποκάμνειν accustom it not to.., X.HG7.5.19, cf. Eq.2.3 ;π. τὸν βίον αὑτῷ μηδὲν δεῖσθαί τινος Pl.R. 405c
;π. τινὰς τὴν τιμὴν ἀποδιδόναι PFlor.347.2
(V A. D.) ;π. ὅπως ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί Pl.Grg. 503a
, cf. Ap. 39d ;π. τινῶν τὰς γνώμας, ὡς ἰτέον εἴη X.Cyr.2.1.21
;δεῖ παρασκευάσαι τὸν ἀκροατὴν ἐν τῷ προοιμίῳ D.H.Rh.10.13
.B [voice] Med. and [voice] Pass. :I in proper sense of [voice] Med., get ready or prepare for oneself,ὅπλα ἐς τὰς γεφύρας Hdt.7.25
; π. τὰ πολέμια, ναυτικόν, στρατείαν, Th.1.18, 2.80, 4.70 ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν τῇ Πελοποννήσῳ π. Id.2.56 ; τὸν γὰρ τοῦ πράττειν χρόνον εἰς τὸ παρασκευάζεσθαι ἀναλίσκομεν in preparation, D.4.37 ; τοῖον παλαιστὴν νῦν π. ἐπ' αὐτὸς αὑτῷ is preparing such an adversary for himself, A.Pr. 920.2 in Oratt., procure, suborn persons as witnesses, partisans, etc., so as to obtain a verdict by fraud or force (cf.παρασκευή 1.3
) ;π. τοὺς συκοφάντας And.1.105
;ῥήτορας παρασκευασάμενοι Is.1.7
; ψευδεῖς λόγους ib.17 ;μάρτυρας ψευδεῖς παρεσκεύασται D.29.28
; π. τινὰς τῶν δημοτῶν bring them over to one's side, Id.44.39 : abs., form a party, intrigue, Is.10.1, D.27.2 :—so in [voice] Act., X.HG1.7.8, Is.8.3 ; παρασκευάζειν τινὶ δικαστήριον pack a jury to try him, Lys.13.12:—[voice] Pass., ὑπὸ σοῦ παρεσκευάσθη was 'squared' by you, D.20.145.II [voice] Med. also abs., prepare oneself, make preparations,τῷ ναυτικῷ.. παρασκευασαμένῳ Th. 2.80
;παρασκευασάμενος μεγάλως Hdt. 9.15
;παρασκευάσασθαι ὥστε ἀμύνασθαι X.An.7.3.35
: in [tense] pres. and [tense] impf. it may be regarded either as [voice] Pass. or [voice] Med., D.18.19, etc. ; π. ἐς ναυμαχίην, μάχην, Hdt.9.96,99 ;π. πρός τι Th.3.69
, etc. ; στρατεύεσθαι π. Hdt. 1.71, cf. A.Ag. 353, Ar.Av. 227 : c. [tense] fut. inf., X.Cyr.7.5.12.2 freq. folld. by ὡς with [tense] fut. part.,παρεσκευάσαντο ὡς πολιορκησόμενοι Hdt. 5.34
;π. ὡς ἐλῶν Id.2.162
, cf. 9.122 ; π. ὡς ναυμαχήσοντες (expressed just above by ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν) Th.4.13 ; ὡς προσβαλοῦντες ib.8 ;π. ὡς μάχης ἐσομένης X.HG4.2.18
, cf. Cyr.3.2.8 : c. [tense] fut. part. withoutὡς, τέχνῃ παρεσκευάζετο ἐπιθησόμενος Th.5.8
, cf. 6.54, 7.17, X.HG4.1.41 ; alsoπ. ὅπως ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν Μακεδονίαν Th.2.99
, cf. Pl. Tht. 183d.3 in [tense] pf. παρεσκεύασμαι, to be ready, prepared,κάρτα εὖ παρεσκευασμένοι Hdt.3.150
; τράπεζαι.. παρεσκ. Ar.Ec. 839 ; λῃστρικώτερον π. equipped in pirate fashion, Th.6.104 ;παρεσκ. ἔρχομαι ἐπὶ τὸν λόγον Pl.Phd. 91b
;εὖ παρεσκ. καὶ τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα X.Oec.5.13
; ἐς τὴν πολιορκίην παρεσκευάδατο v.l. in Hdt.3.150 ;παρεσκευάδατο ὡς ἀπολεόμενοι Id.7.218
;ταῖς ψυχαῖς παρεσκευας μένους ὡς χεῖρας ξυμμείξοντας X.Cyr.2.1.11
: folld. by ὥστε c. inf., ;παρεσκευάσθαι ὡς ἱκανοὶ εἶναι X.Cyr.4.2.13
: c. inf. only,δρᾶν παρεσκευασμένος A.Th. 440
, E.Heracl. 691, cf. A.Ag. 1422, Ar.Nu. 607, etc.: so in [tense] aor.,ὥστε ἂν.. παρασκευασθῶσιν οὕτως ἔχειν Arist.Rh. 1388a26
.4 [voice] Med., = exonerare alvum, LXX 1 Ki. 24.4.III παρεσκευάσθαι τι to be prepared or provided with a thing, ;π. λαμπρὸν ἱμάτιον Thphr.Char.21.11
.IV in [voice] Pass., of things, to be got ready, prepared, ἐπειδὴ παρεσκεύαστο when preparations had been made, Th.4.67 ; ; in Hdt.9.100, for ὡς παρεσκευάδατο τοῖσι Ἕλλησι, Reiske proposed παρεσκεύαστο.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασκευάζω
-
85 προεξέρχομαι
A go out before,τῷ πεζῷ Th.7.74
;εἰς Σαρδόνα Plb.2.23.6
;τῆς πόλεως D.H.1.46
;π. τοῦ βίου πρὶν.. J.AJ2.7.2
(so abs.- ελθών
previously deceased,Supp.Epigr.
6.236 ([place name] Phrygia));φῶς φωτὸς π. Ph. 1.603
: abs., anticipate arrest by flight, SIG 283.11 (Edict. Alex. Magni).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεξέρχομαι
-
86 συνανέρχομαι
A come or rise up with, τινι A.R.2.913, Arat.561, prob.l. in Ph.1.311;εἰς τὴν μητρόπολιν BGU638.10
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνανέρχομαι
-
87 συνεισέρχομαι
A enter along with or together,σοὶ δόμους E.Hel. 327
; ἐς οἴκους τινί ib. 1083;ἐς τὸ τεῖχος Th.4.57
;οἴκαδε And.4.17
; εἰς τὴν οἰκίαν Mitteis Chr. 91 ii 26 (ii A.D., prob.); of things, S.E.P.1.10, Gal.UP8.7, Lib.Or.64.12, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεισέρχομαι
-
88 σωτηρία
A deliverance, preservation,σωτηρίην ὑποθησόμενον ὑμῖν Hdt.5.98
;σ. μηχανᾶσθαι Id.7.172
;σ. Ἕλλησι δώσουσ' ἔρχομαι E.IA 1472
;σ. κατεργάσασθαι Id.Heracl. 1045
; ; ἀπεργάζεσθαι, πορίζειν, ἐκπορίζεσθαι, Pl.Lg. 647b, Prt. 321b, Th.6.83;σωτηρίαν ἔχειν S.Aj. 1080
, E.Or. 1178, etc.;ζητεῖν Isoc.4.95
;εὑρίσκεσθαι Aeschin.3.134
; alsoσωτηρίας τυχεῖν A.Pers. 508
, Ch. 203, X.Cyr.4.1.2, etc.; ἐνεύχομαί σοι τὴν Ἀπολλωνίου ς. PCair.Zen.482.4 (iii B.C.); ὀμνύω σωι (or σοι) τὴν σαυτοῦ ς. ib.324.2 (iii B.C.); ὑπὲρ σωτηρίας.. Αὐτοκράτορος, = Lat. pro salute Imperatoris, OGI1678.1 (Egypt, ii A.D.).2 a way or means of safety (=μηχανὴ σωτηρίας A.Th. 209
), ἔστι τις ς.; Id.Pers. 735 (troch.); ἔχεις τιν'.. ς.; E.Or. 778 (troch.), cf. Ar.Eq.12;εἰς σ. ἄλλην καταφυγεῖν Antipho 2.4.1
, cf. Th.3.20.3 safe return, ἡ ἐς τὴν πατρίδα ς. Id.7.70; ἡ οἴκαδε ς. D.50.16, cf. Plu.2.241e;ἡ σ. ἣν συνέβη τῷ πατρὶ δεῦρο D.57.20
; νόστιμος ς. A.Pers. 797, Ag. 343, 1238.4 in LXX and NT, salvation,ὁ θεὸς τῆς σ. μου LXX Ps.50(51).14
, al.;σ. ψυχῶν 1 Ep.Pet. 1.9
; εὐαγγέλιον τῆς ς. Ep.Eph.1.13, etc.II of things, keeping safe, preservation, Hdt.4.98; c. gen., A.Eu. 909, Pl.R. 433c, etc.; maintenance,τῶν οἰκοδομημάτων καὶ ὁδῶν Arist.Pol. 1321b21
; ; τοῦ οὐρανοῦ, τῶν ἄστρων, Arist.Cael. 284a20, Mete. 355a20.2 security, guarantee for safety, σ. ἔστω τῶν ὑποκειμένων guarantee for the safe keeping of.., Syngr. ap. D.35.13; σωτηρίας ἕνεκα τοῖς πολλοῖς τῶν σωμάτων for their safe custody,, Pl.Lg. 908a; ἐπὶ τῇ τῆς ψυχῆς σωτηρίᾳ ib. 909a; σωτηρίαι τῆς πολιτείας ways of preserving it, Arist.Pol. 1301a23, cf. 1289b24, Pl.Prt. 354b.4 c. gen. obj., security against,ἀπορίας Philem.213.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωτηρία
-
89 φόβος
A panic flight, the usual sense in Hom., cf. Sch. Il.11.71 (but cf.φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη Il.9.2
); once in Od.,οἱ δ' ἔσχοντο φόβου 24.57
; freq. in Il.,Δαναῶν γένετο ἰαχή τε φ. τε 15.396
;πρῶτος Πηνέλεως.. ἦρχε φόβοιο 17.597
;ἐς φόβον ἀνδρῶν 15.310
; φόβονδε = φύγαδε, ἑστάμεναι κρατερῶς, μηδὲ τρωπᾶσθε φόβονδε ib. 666; ; μή τι φόβονδ' ἀγόρευε counsel not to flight, 5.252;ἀΐξαντα φόβονδε 17.579
;ὦρσαν φόβον Δαναοῖς B.12.145
.2 Φόβος personified, as son of Ares, Il.13.299;Δεῖμός τε Φ. τε 11.37
, cf. 4.440, 15.119, Hes.Th. 934, A.Th.45; worshipped at Selinus, IG14.268.2.II panic fear,[στρατῷ] φ. ἐμβάλλειν Hdt.7.10
.έ; ἐν τῷ γινομένῳ φ. Id.9.69
; generally, fear, terror (distd. from δέος (q.v.)),τορὸς ὀρθόθριξ φ. A.Ch.32
(lyr.);διάτορος φ. Id.Pr. 183
(lyr.);ταρβόσυνος Id.Th. 240
(lyr.); ; joined with δέος and δεῖμα, v. sub vocc.; opp. θάρρος, Pl.Lg. 644c; sts. in milder sense, doubt, scruple, Pl.Phd. 101b; ἔχει πολλὴν ὑποψίαν καὶ φ. ὡς .. Id.Sph. 268a: also, awe, reverence, for a ruler or divine being,τοῦ ἡγεμόνος POxy.1642.17
(iii A.D.); , PLond.2.418.4 (iv A.D.): .—Construction, a. c. gen. obj., fear or dread of.., A.Pers. 116 (lyr.), Th.3.54, etc.;φ. τοῦ στρατεῦσαι X.An.3.1.18
: c. dupl.gen.,ὀμμάτων εἰληφότας φόβον.. τῆς ἐμῆς ἐπεισόδου S.OC 730
: with Preps.,φ. ἀπό τινος X.An.7.2.37
codd.;ὁ ἀπὸ τῶν πολεμίων φ. Id.Cyr.3.3.53
;οὑξ ὀνειράτων φ. A.Ch. 929
;πρός τινος S.El. 783
;πρός τινας D.16.10
, 25.93; φ. περὶ τοῦ καρποῦ fear for or concerning.., Th.4.88;φ. ἑκάστων πέρι Pl.Phlb. 20b
;ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος Th.7.41
;τὸν ἐκ τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς βαρβάρους φ. X.An.1.2.18
; τῷ καθ' ἑαντὸν φ. from personal fear, D.19.2: c. inf., φόβῳ εἰσορᾶν from fear to see, E.IT 1342:—for τεθνάναι τῷ φόβῳ τινά, v. θνῄσκω 1.2.b with Verbs,τεύχειν φόβον A.Pr. 1090
(anap.);κλάζουσι κώδωνες φ. Id.Th. 386
;φ. ποιεῖν τοῖς ἵπποις X.An. 1.8.18
; , etc.;παρασκευάζειν D.59.86
; φόβους ἐμβάλλειν, φόβον ἐνθεῖναί τινι, to strike terror into one, X.Cyr.8.7.18, An.7.4.1;ἐνεργάσασθαί τινι Isoc.7.38
, 11.25;ἔδωκ' Ἀπόλλων θῆρας φόβῳ Pi.P.5.61
; of the person who feels fear, φόβον λαβεῖν, ἔχειν, E.El.39, X.Hier.11.11;ἐκ φόβου φ. τρέφω S.Tr.28
: acc. cogn., φόβους φοβεῖσθαι, δεδοικέναι, Pl.Prt. 360b, E.Supp. 548; τὸν σὸν οὐ ταρβῶ φ. I fear not with thy fear, i.e. not like thee, S.Ph. 1251; Ταντάλου φ. φοβεῖσθαι Sch.E.Or.6;ἐς φ. κατιστέατο Hdt.8.12
, cf. Th.2.81;ἐν φ. γενέσθαι Pl.R. 578e
;φ. μ' ἔχει A.Ag. 1243
, cf. E.Or. 1255; μοι φ. τις εἰσελήλυθ', μ' ὑπῆλθέ τις φ., ib. 1324, S.Ph. 1231;τοῖς Ἕλλησι φ. ἐμπίπτει X.An.2.2.19
, etc.; διὰ φόβου ἔρχομαι, διὰ φόβων γίγνομαι, E.Or. 757 (troch.), Pl.Lg. 791b: opp.φόβον λύειν A.Th. 270
, E.Or. 104; ;φόβους ἐξαίρει τῶν πολιτῶν Isoc. 2.23
;ἀπεληλακέναι τινί X.Cyr.4.2.10
; φόβου ἀπαλλάξεσθαι to get rid of it, ib.5.2.32; ;φόβους ἀπολύεσθαι Arist.Rh. 1415b18
; φόβου μεθεῖσα (Valck. φόβον) E.Hel. 555;φόβου ἔξωθεν εἶναι Id.El. 901
;ἵνα φόβος εἴη στρατεύειν X.An.2.4.3
; οὐ φ. μὴ .. Id.Mem.2.1.25; φ. ἐστὶν ὅπως μὴ .. Pl.Smp. 193a; but φόβος εἰ πείσω I fear I shall not persuade.., E.Med. 184 (anap.); ἡμέας ἔχειφ. τε καὶ δέος ὅκως χρὴ .. Hdt.4.115 ( φόβος ἦν ὥστε μὴ τέγξαι is corrupt in E.IT 1380): adverbial usages, φόβῳ by or through fear, A.Supp. 786 (lyr.), Th. 240 (lyr.), etc.;ἀνάγκῃ καὶ φ. Pl.R. 554d
: with Preps., διὰ φόβον, διὰ τὸν φ., Democr.41, X.Hier.1.38, Cyr.3.1.24;ἐκ τίνος φόβου; S.OC 887
;μετὰ φόβων Isoc.2.26
;ἄρχειν ξὺν φόβοισι S.OT 585
;προαποθνῄσκειν ὑπὸ τοῦ φ. X.Cyr.3.1.25
; Poet., (lyr.): pl., not only in Poets, as Pi.N.9.27, A.Th. 134 (prob. l.), S.Aj. 531, etc., but also in Prose,φόβους καὶ δείματα Th.7.80
;πόνους καὶ φ. Pl. Lg. 635c
;κινδύνους καὶ φ. Id.Tht. 173a
.2 object or cause of terror, S.OC 1652; φόβος ἀκοῦσαι a terror to hear, Hdt.6.112: pl.,ἢν φόβους λέγῃ S.OT 917
;πολλῶν φ. προσαγομένων X.An.4.1.23
. -
90 ἐπεξέρχομαι
ἐπεξ-έρχομαι (v. ἐπέξειμι),A march out, make a sally, Hdt.3.54, 6.101, Th.3.26, etc.;ἐ. τινὶ ἐς μάχην Id.5.9
; of a message, ἐ. τινί reach him, Hdt.8.99 codd. ( ἐπες- Reiske).2 proceed against, prosecute, : generally,τῷ δράσαντι Th.3.38
; attack, Pl.Prt. 345d; ἐ. τινὶ φόνου proceed against one for murder, Id.Euthphr.4d; alsoἐ. τινὶ δίκην Id.Lg. 866b
; [ γραφήν] follow it up, Lex ap. D.21.47;ἐ.φόνον Antipho2.1.2
: abs., ἐπεξέρχῃ λίαν thou visitest with severity, E.Ba. 1346: c. acc. pers., prosecute, Lys.31.18; punish, Plu.Caes.69; : c. dat., take vengeance for, Nic.Dam.130.18J.3 proceed to an extremity,κἀπαπειλῶν ὧδ' ἐπεξέρχῃ; S.Ant. 752
;ἐ. πρὸς τέλος ἁπάσης πολιτείας Pl.Lg. 632c
.II c. acc., go through or over,πάντα τῆς χώρης Hdt.4.9
;τὸ πᾶν γὰρ ἐ. διζήμενον Id.7.166
.2 carry out, accomplish, ἔργῳ τι (opp. ἐνθυμεῖσθαι) Th.1.120; opp. ἐπινοεῖν, ib.70; πᾶν πρὸ τοῦ δουλεῦσαι ἐ. try every course, Id.5.100: abs., opp. παραινέσαι, ib.9;νίκην App.BC 5.91
;ἐ. τι εἰς τέλος Luc.JTr.17
.3 discuss, relate or examine accurately or fully,οὐδ' εἰ πάντ' ἐ. σκοπῶν S.Fr. 919
, cf. A.Pr. 870, Th. 3.67, Pl.Lg. 672a;ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου ἐ. Th.1.22
;τι δι' ὀλίγων Pl.Lg. 778c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεξέρχομαι
-
91 ἱκέτης
A one who comes to seek aid or protection, suppliant; freq. in Hom. of one who comes to seek for purification after homicide, ἀνὴρ ἱ. Il. 24.158, cf. Od.9.270,al.: later generally,ἱκέται ἱζόμενοι τοῦ θεοῦ Hdt.2.113
, cf. 5.71;ἱ. σέθεν ἔρχομαι Pi.O.5.19
, cf. S.OC 634, Th.1.136;ἱ. πατρῴων τάφων Id.3.59
;δέξασθαι ἱκέτην A.Supp.27
(anap.); of pilgrims to a healing shrine,ἐγκεκοιμις μένων τῶν ἱκετᾶν IG4.951.90
(Epid.);ὑβρίζειν.. εἰς ἱκέτας Phld.Ir.p.35
W.:—wrongly expld.as protector of suppliants by some Gramm. in Od.16.422. -
92 ἀντειςέρχομαι
-
93 ἐξέρχομαι
ἐξ-έρχομαι, (1) aus-, herausgehen; absolut: fortgehen, ausziehen; εἰς ἔλεγχον, geprüft werden; ἐς χερῶν ἅμιλλάν τινι, ins Handgemenge geraten; vom Heere; ἄεϑλα, den Kampf bestehen; ἐξῆλϑον τὴν Περσίδα χώραν, aus dem Lande; οὐκ ἂν ἔφασκεν ἐκ τῆς πόλεως ἐξελϑεῖν οὐδὲ τὸν ἕτερον πόδα, auch nicht mit einem Fuße. Von Krankheiten, die den Menschen verlassen. Von der Zeit: vergehen, verstreichen; ἐλέγοντο αἱ σπονδαὶ ἐξεληλυϑέναι, abgelaufen. Das Maß überschreiten; τὰ νόμιμα, übertreten. (2) ausgehen, in Erfüllung gehen; von Träumen u. Orakeln; τὰ δύςφορα εἰ τύχοι κατ' ὀρϑὸν ἐξελϑόντα, wenn es gut ausschlägt; τοιόςδε δ' ἐκ-φὺς οὐκ ἂν ἐξέλϑοιμ' ἔτι ποτ' ἄλλος, ich möchte wohl nicht anders werden; ἀριϑμὸς καὶ ἄλλοϑεν οὐκ ἐλάσσων ἐξέλϑοι, wo auch wir »her-»auskommen« sagen -
94 ἐπειςέρχομαι
ἐπ-εις-έρχομαι, (1) noch dazu, hinterdrein hineingehen, hineinkommen; πόλιν, in die Stadt; absolut, von der zweiten Frau; τινί, zu j-m; ἐπειςέρχεται τὰ πάντα, es wird alles hineingeschafft. (2) dabei einfallen, in den Sinn kommen -
95 ἐπέρχομαι
ἐπ-έρχομαι, (1) herzu-, herankommen, sich nahen; mit dem acc. des Ortes, zu dem man kommt, den man besucht; πολλὰ δέ τ' ἄγκε' ἐπῆλϑε, durchstreifte viele Täler; ὁ Νεῖλος ἐπέρχεται τὸ Δέλτα, verbreitet sich über das Delta, überschwemmt es; εἰς τὸ κενούμενον, in die leere Stelle einrücken; ἅπασαν τἡν οἰκουμένην, durchwandern. Absolut, bes. vom Auftreten des Redners; ἐπὶ τοὺς ἐφόρους, vor dem Volke, den Ephoren auftreten. Von der Zeit: herankommen, ἐπήλυϑον ὧραι, die Jahreszeiten kamen wieder heran; ἐπῆλϑεν Ὀλύμπια u. so oft von regelmäßig wiederkehrenden Zeitabschnitten. Übertr., νοῠσος ἐπήλυϑέν μοι, befiel mich; aber auch τόσσα μιν ὁρμαίνουσαν ἐπήλυϑε νήδυμος ὕπνος, es überraschte sie dabei der Schlaf; ἐπέρχεταί μοι u. με, es kommt mich, wandelt mich an; ohne Casus, ὅ, τι ἂν ἐπέλϑῃ λέγειν, was gerade in den Sinn kommt, sagen. (2) feindlich herankommen, angreifen, anfallen; τμήδην δ' αὐχέν' ἐπῆλϑε, die Lanze drang an den Nacken. Auch = tadeln; τὴν παρανομίαν, bestrafen. Auch übertr., etwas angreifen; τινί τι, einem etwas auseinandersetzen; in der Rede durchgehen; κρύσταλλος οὐ βέβαιος ὥςτ' ἐπελϑεῖν, so daß man darauf, darüber gehen konnte -
96 κατασκαφή
κατα-σκαφή, ἡ, das Untergraben, Begraben; ζῶσ' εἰς ϑανόντων ἔρχομαι κατασκαφάς, die Gräber. Gew. das Niederreißen, Zerstören -
97 κατέρχομαι
κατ-έρχομαι, (1) herabkommen, herabsteigen; in die Unterwelt hinabsteigen; zum Meeresstrande; nach der niedriger liegenden Stadt; von leblosen Dingen: herabkommen, -fallen; von Flüssen; εἰς ἀγῶνα, in certamen descendere. (2) zurückkommen, bes. von den Verbannten, in die Heimat zurückkehren -
98 παρειςέρχομαι
παρ-εις-έρχομαι, daneben od. heimlich hinein-, dazu kommen -
99 προειςέρχομαι
-
100 προςπαρειςέρχομαι
προς-παρ-εις-έρχομαι, noch dazu, daneben hineingehen
См. также в других словарях:
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… … Dictionary of Greek
ενθύμηση — και θύμηση, η (AM ἐνθύμησις) [ενθυμούμαι] σκέψη, στοχασμός, ανάμνηση («ώς που έχαναν και την ενθύμηση τής πατρίδας τους», Καρκαβ.) νεοελλ. 1. μνήμη, θυμητικό («μού ήρθε στην ενθύμηση μου») 2. ενθύμιο, αναμνηστικό, σουβενίρ 3. πληθ. (παλαιογρ.) οι … Dictionary of Greek
λάθος — (I) το, πληθ. και λάθια (AM λάθος) νεοελλ. φρ. α) «τυπογραφικό λάθος» σφάλμα σε έντυπο κείμενο που οφείλεται σε αβλεψία τού τυπογραφείου, σε αντιδιαστολή με το σφάλμα που οφείλεται στον συγγραφέα, αλλ. παρόραμα β) «κατά λάθος» ή «εκ λάθους» χωρίς … Dictionary of Greek
μοιρολόγι — και μοιρολόι και μυρολόγι, το (Μ μοιρολόγιον και μοιρολόγιν και μοιρολόγι και μοιριολόγι και μοιριολόγι[ν] 1. θρηνητικό, λυπητερό άσμα που τραγουδιέται κατά την παράθεση ή την κηδεία νεκρού 2. μτφ. παράπονο με θρήνο για θλιβερό γεγονός, κλάψα μσν … Dictionary of Greek
νεωτερικός — νεωτερικός, ή, όν (ΑΜ) [νεώτερος] 1. νέος, πρόσφατος 2. νεωτεριστικός μσν. 1. επαναστατικός 2. φρ. «ἔρχομαι εἰς λόγους νεωτερικούς» α) ανταλλάσσω με κάποιον βρισιές, διαπληκτίζομαι β) απειλώ με στάση, με επανάσταση αρχ. 1. αυτός που αρμόζει στους … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
κατέρχομαι — (AM κατέρχομαι) 1. πορεύομαι προς τα κάτω, έρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «ο παγετώνας κατέρχεται αργά» β. «πάντες δ Ούλύμποιο κατήλθομεν», Ομ. Ιλ. γ. «οὔπω κατῆλθον αὖθις... εἰς Ἅιδου», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek
συνέρχομαι — ΝΜΑ συγκεντρώνομαι, έρχομαι μαζί με άλλους στον ίδιο χώρο για συνεργασία, σύσκεψη, τέλεση εορτής (α. «συνέρχεται η βουλή, η επιτροπή, το συμβούλιο κρίσεων κ.λπ.» β. «ἐὰν συνέλθῃ ἡ ἐκκλησία», ΚΔ γ. «συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους», επιγρ. δ. «ἄν ἐς… … Dictionary of Greek
κατεβαίνω — (AM καταβαίνω, Μ και κατεβαίνω και κατηβαίνω) 1. βαίνω προς τα κάτω, έρχομαι από υψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο, κατέρχομαι (α. «κατεβαίνω τη σκάλα» β. «οὐρανόθεν καταβάς», Ομ. Ιλ.) 2. κατέρχομαι από κάπου (α. «κατέβηκε από το αυτοκίνητο» β.… … Dictionary of Greek