Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατασκευή

См. также в других словарях:

  • κατασκευή — preparation fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευή — (Μαθημ.). Όρος που αναφέρεται κυρίως στον κλάδο της γεωμετρίας (κ. ενός σχήματος από ορισμένα γνωστά στοιχεία του) αλλά και σε άλλους κλάδους (κ. μιας λύσης μιας διαφορικής εξίσωσης). Προκειμένου για την επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος… …   Dictionary of Greek

  • κατασκευή — η 1. φτιάξιμο, δημιουργία: Αυτός έκαμε την κατασκευή του πύργου αυτού. 2. επινόηση ψεύδους: Ασχολείται με την κατασκευή ψευδών ειδήσεων. 3. «γεωμετρική κατασκευή», η χάραξη σχήματος με γεωμετρικά εργαλεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασκευῇ — κατασκευάζω equip fut ind mid 2nd sg (doric) κατασκευάζω equip fut ind act 3rd sg (doric) κατασκευάζω equip fut ind mid 2nd sg (doric) κατασκευάζω equip fut ind act 3rd sg (doric) κατασκευή preparation fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευῆι — κατασκευῇ , κατασκευάζω equip fut ind mid 2nd sg (doric) κατασκευῇ , κατασκευάζω equip fut ind act 3rd sg (doric) κατασκευῇ , κατασκευάζω equip fut ind mid 2nd sg (doric) κατασκευῇ , κατασκευάζω equip fut ind act 3rd sg (doric) κατασκευῇ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρούλος — Κατασκευή ημισφαιρικού ή παρόμοιου σχήματος (π.χ. ημιελλειψοειδούς), η οποία χρησιμοποείται για την κάλυψη χώρων με κάτοψη κυκλική, τετραγωνική, ή σχήματος κανονικού πολυγώνου. Αρχαιότατα δείγματα τρουλωτών κατασκευών υπάρχουν στη Μικρά Ασία… …   Dictionary of Greek

  • κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… …   Dictionary of Greek

  • φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… …   Dictionary of Greek

  • χαρταετός — Κατασκευή από λεπτό χαρτί κολλημένο σε σκελετό από ελαφρά ξύλα ή καλάμια, που συγκρατείται με έναν πολύ μακρύ σπάγγο. Στο άκρο του τοποθετούνται συχνά λωρίδες χαρτιού που χρησιμοποιούνται για την ισορροπία (ουρά). Ο απλούστερος τύπος, που… …   Dictionary of Greek

  • ζευκτό — Κατασκευή από ξύλο, από σίδερο ή μεικτή, η οποία προορίζεται για τη στήριξη αμφικλινούς στέγης ενός οικοδομήματος. Η αρχαιότερη μορφή ζ. είναι ένα απλό τρίγωνο από ξύλινες δοκούς, στο οποίο οι δύο επικλινείς στηρίζουν τον σκελετό της στέγης, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικός πίνακας — Κατασκευή που συγκροτείται από διάφορα ηλεκτρικά όργανα (διακόπτες, ηλεκτρικές ασφάλειες, φωτεινούς σηματοδότες, όργανα μέτρησης, συσκευές προστασίας κλπ.) που συνδέονται μεταξύ τους σύμφωνα με ένα ηλεκτρικό σχέδιο· προορίζεται προπάντων για τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»