-
1 κατασκευη
ἥ1) подготовка(τοῦ πολέμου Thuc.)
2) сооружение, строительство(λιμένων ἢ νεωρίων Plat.; τῶν τειχῶν Plut.)
3) создавание, построение(τῶν νόμων Plat.)
4) устройство, строение, строй, организация(τοῦ σώματος Plat.; πολιτεύματος Polyb.)
αἱ κατασκευαὴ τῆς ψυχῆς Plat. — (различные) типы душевной организации;κ. τοῦ βίου Plat. — способ добывания средств к жизни;ἥ χρημάτων κ. Plat. — материальный быт5) домашняя обстановка, меблировка, утварь(τῆς οἰκίας Dem.)
κατασκευέν κτᾶσθαι Plat. — приобретать обстановку6) посуда7) укладывание багажа, сборы (в путь) Xen.8) прием, хитрость, уловка(τέχναι καὴ κατασκευαί Aeschin.)
9) сочинение, произведение Polyb. -
2 κατασκευή
κατασκευάζωequip: fut ind mid 2nd sg (doric)κατασκευάζωequip: fut ind act 3rd sg (doric)κατασκευάζωequip: fut ind mid 2nd sg (doric)κατασκευάζωequip: fut ind act 3rd sg (doric)κατασκευήpreparation: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 κατασκευῇ
κατασκευάζωequip: fut ind mid 2nd sg (doric)κατασκευάζωequip: fut ind act 3rd sg (doric)κατασκευάζωequip: fut ind mid 2nd sg (doric)κατασκευάζωequip: fut ind act 3rd sg (doric)κατασκευήpreparation: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 κατασκευή
κατασκευήpreparation: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 κατασκευή
η1) строительство; устройство; сооружение (тж. результат);γεωμετρική κατασκευή — геометрическое построение;
2) конструирование;3) конструкция; 4) изготовление; производство;σοβιετικής κατασκευης — сделано в СССР;
5) строение, структура;6) перен. измышление, фабрикация; 7) лог. конструктивный способ рассуждения -
6 κατασκευή
κατασκευ-ή, ἡ,A preparation, ὄντων ἐν κατασκευῇ τοῦ πολέμου being engaged in preparing for it, Th. 8.5; construction,λιμένων ἢ νεωρίων Pl.Grg. 455b
; fitting out,πλοίων Plb.1.21.1
, etc.3 training, Stoic. 3.89.II permanent or fixed assets, opp. what is movable or temporary ([etym.] παρασκευή), fixtures, plant, etc., Th.1.10; ἀνειληφότες τὰς κ. having repaired their estates, Id.2.16; ἡ περὶ τὸν κλῆρον κ. Pl. Lg. 923d; τῆς ἄλλης κ., ἐν ᾗ κατοικοῦμεν καὶ μεθ' ἧς πολιτευόμεθα καὶ δι' ἢν ζῆν δυνάμεθα the aggregate of our possessions, Isoc.4.26;αἱ κ. αἱ ἐπὶ τῶν ἀγρῶν ἢ αἱ ἐντὸς τείχους Id.7.52
; but also, like παρασκευή, any furniture or fittings, τὴν Μαρδονίου κ., i. e. his tent and its furniture, Hdt.9.82;κ. πολυτελέσι χρησαμένων Th.6.31
; φιάλας τε.. καὶ θυμιατήρια καὶ ἄλλην κ. ib.46;ἡ κ. τῆς οἰκίας D.47.54
; τῇ τῶν θεῶν κ. χρῆσθαι whatever the gods provided, X.Ages.9.5.III state, condition, constitution of a thing,θεοῦ κ. βίῳ δόντος τοιαύτην E. Supp. 214
;αἱ.. κ. τῆς ψυχῆς Pl.R. 544e
;ἡ τοῦ βίου κ. Id.Lg. 842c
; ἡ τῶν νόμων κ. ib. 739a; ἐν πάσῃ κ. πολιτικῇ ib. 736b; ἐν χρημάτων κ. in the constitution of a man's fortune, Id.Grg. 477b; ἐν σώματος κ. ibid.; κ. τις παρὰ φύσιν, definition of νόσος, Gal.6.837.IV device, trick,τέχναι καὶ κ. Aeschin.2.1
, v.l. in Din.1.34; ἄνευ κατασκευῆς ᾄδειν artlessly, Ael.NA5.38.V in Logic, constructive reasoning, opp. ἀνασκευή, D.H.Lys.24, Hermog.Prog.5, etc.: in pl., Cic.Att.1.14.4, Longin.11.2, Quint.2.4.18.VI Rhet., artistic treatment,κ. ποιητική Str.1.2.6
, D.H.Comp.1; manipulation, συλλαβῶν, γραμμάτων, ib.15, 16; elaboration, Id.Pomp.2, etc.; correct style, opp. ἰδιωτισμός, Diocl.Stoic.3.214; technical resources,πλάσμα καὶ ἡ ἄλλη κ. δημηγόρου Phld.Rh.1.199
S.VII Geom., construction, Archim.Sph.Cyl. 2.4, cf. Procl.in Euc.p.203 F.; κ. ὀργανική solution by mechanical construction, Papp.174.17.VIII system of gymnastic exercise, as t.t., Gal.6.169.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασκευή
-
7 κατασκευή
[катаскэви] ουσ θ изготовление, постройка. -
8 κατασκευή
κατα-σκευή, ἡ, Zubereitung, Einrichtung, Anordnung, Bau; von Schiffen, oft auch vom Bau der Häuser, der Schanzen, Maschinen u. dgl.. Das Gebäude, die Anlage; τοῦ σώματος, Einrichtung. Was zur Ausrüstung des Hauses gehört, Hausgerät, auch Heergerät, Gepäck; Kunstgriff, Mittel wozu -
9 κατασκευή
yapım, yapma, yapılma -
10 κατασκευή
constructionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κατασκευή
-
11 κατασκευή,-ῆςἡ N 1 4-2-0-0-3=9[/*] Ex 27,19; 35,24; 36,7; Nm 8,4; 1 Chr 29,19
Cf. LE BOULLUEC 1989 279.350Lust (λαγνεία) > κατασκευή,-ῆςἡ N 1 4-2-0-0-3=9[/*] Ex 27,19; 35,24; 36,7; Nm 8,4; 1 Chr 29,19
-
12 κατασκευαί
κατασκευήpreparation: fem nom /voc pl -
13 κατασκευήν
κατασκευήpreparation: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 κατασκευήι
κατασκευῇ, κατασκευάζωequip: fut ind mid 2nd sg (doric)κατασκευῇ, κατασκευάζωequip: fut ind act 3rd sg (doric)κατασκευῇ, κατασκευάζωequip: fut ind mid 2nd sg (doric)κατασκευῇ, κατασκευάζωequip: fut ind act 3rd sg (doric)κατασκευῇ, κατασκευήpreparation: fem dat sg (attic epic ionic) -
15 κατασκευῆι
κατασκευῇ, κατασκευάζωequip: fut ind mid 2nd sg (doric)κατασκευῇ, κατασκευάζωequip: fut ind act 3rd sg (doric)κατασκευῇ, κατασκευάζωequip: fut ind mid 2nd sg (doric)κατασκευῇ, κατασκευάζωequip: fut ind act 3rd sg (doric)κατασκευῇ, κατασκευήpreparation: fem dat sg (attic epic ionic) -
16 χορ-ηγία
χορ-ηγία, ἡ, das Amt, die Würde des χορηγός, die Ausrüstung, Aufführung eines Chors. Bes. das Hergeben der Kosten zur Ausrüstung, Aufführung eines Chors, welches unter den Staatsleistungen der athenischen Bürger, λειτουργίαι, die bedeutendste war, s. Böckh's Ath. Staatshaush. I p. 484. 487; vgl. Dem. Lpt. 19 Thuc. 6, 16. – Uebh. der Kostenaufwand wozu, die Ausstattung mit Geld u. andern Mitteln; Arist. poet. 14 u. öfter; καὶ κατασκευή Plut. Lyc. 13; ἡ περὶ τοὺς στρατιώτας χορηγία Hdn. 7, 3, 6. Bes. der plur., αἱ χορηγίαι, die Zufuhr und der Vorrath von Lebensmitteln im Kriege, Pol. oft, auch übh. Einkünfte, πλείστας χορηγίας ἑτοιμάζειν τῇ πόλει 1, 72, 3.
-
17 κατα-σκευή
κατα-σκευή, ἡ, Zubereitung, Einrichtung, Anordnung, Bau, λιμένων ἢ νεωρίων Plat. Gorg. 455 b; von Schiffen, Pol. 1, 21, 1, der es oft auch vom Bau der Häuser, der Schanzen, Maschinen u. dgl. braucht. – Das Gebäude, die Anlage; τῆς κατασκευῆς τὰ ἐδάφη, schol. κτίσματα, Thuc. 1, 10; ἡ τῶν τειχῶν κ. Plut. Alc. 36; καὶ φύσει καὶ κατασκευῇ ὁ περίβολος ἠσφάλισται Pol. 9, 27, 3; τοῦ σώματος, Einrichtung, Plat. Gorg. 477 b; αἱ τῶν ἰδιωτῶν κατασκευαὶ τῆς ψυχῆς Rep. VIII, 544 e; τοῦ βίου Legg. VIII, 842 c; κατ. ἐν ᾗ κατοικοῦμεν καὶ μεϑ' ἧς πολιτευόμεϑα καὶ δι' ἣν ζῆν δυνάμεϑα Isocr. 4, 27, vgl. 16, 27; κατ. πολιτική Plat. Legg. V, 736 b; πολιτεύματος Pol. 3, 118, 12; ἡ περὶ τὸν βίον κατ. Plut. Pericl. 8; ἐϑισμῶν Pol. 4, 21, 4. – Was zur Ausrüstung des Hauses gehört, Hausgeräth, auch Heergeräth, Gepäck; Her. 9, 82; φιάλας καὶ οἰνοχόας καὶ ἄλλην κατασκευὴν οὐκ ὀλίγην Thuc. 6, 46; Plat. Rep. IV, 419 a; Xen. Oec. 8, 18; Sp. – Kunstgriff, Mittel wozu, τέχναι καὶ κατασκευαὶ τοῦ κατηγόρου Aesch. 2, 1; oft bei Pol.; bei den Rhett. βεβαίωσις τοῠ προτεϑέντος πράγματος, Ggstz von ἀνασκευή, Hermog. progymn. 5 u. A.
-
18 καθ-υστερέω
καθ-υστερέω, zu spät kommen, hinter Einem zurückbleiben, -stehen; absolut, Pol. 5, 16, 5 u. öfter; τινός, 5, 50, 2; τὴν πόλιν τῶν χρειῶν μὴ καϑυστερεῖν Strab. XIV, 653; περὶ τἄλλα πάντα καϑυστερῶν καὶ τῇ φύσει καὶ τῇ κατασκευῇ Pol. 24, 7, 5, vgl. 29, 3, 1.
-
19 δι-οργάνωσις
δι-οργάνωσις, ἡ, das Organisiren, Sp., Hesych. κατασκευή.
-
20 δαίμων
δαίμων, ονος, ὁ, ἡ, Gott, Göttin; nach Plat. Crat. 398 b u. anderen Alten von δαήμων, kundig, wie Ar. chil. frg. 50 sagt δαίμονές εἰσι μάχης; nach Anderen von δαίω, theilen, als Vertheiler der Lebensloose; = ϑεός, vgl. Il. 1, 222. 3, 420. 19, 188; so auch Tragg. Am gewöhnlichsten bei Hom. göttliches Wesen, wo man keinen bestimmten Gott nennen kann, u. doch aus Erscheinungen u. Ereignissen auf eine übermenschliche wirkende einem ϑεός zuschreibt; στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων, ἀσπάσιον δ' ἄρα τόν γε ϑεοὶ κακότητος ἔλυσαν, eine verderbliche Gottheit fiel ihn mit Krankheit an, Od. 5, 396 (vgl. Soph. Ai. 1194); κακὸς δαίμων 10, 64; Verhängniß, Schicksal, bes. Unglück; δαίμονος αἶσα κακή Od. 11, 61; πρὸς δαίμονα, gegen das Geschick, Il. 17, 98; σὺν δαίμονι 11, 792, mit Gottes Hülfe, wie κατὰ δαίμονα Hippocr. – Unhomerisch Iliad. 8, 166 πάρος τοι δαίμονα δώσω, ich werde dir ein böses Geschick verhängen, dir den Tod geben: Scholl. Didym. vs. 166 δαίμονα δώσω: Ζηνόδοτος πότμον ἐφήσω; Scholl. Aristonic. vs. 164 ἀϑετοῦνται στίχοι τρεῖς, ὅτι εὐτελεῖς εἰσι τῇ κατασκευῇ, καὶ τὸ »πάρος τοι δαίμονα δώσω« τελείως ἐστὶν οὐ κατὰ τὸν ποιητήν· ἀνάρμοστα δὲ καὶ τὰ λεγόμενα τοῐς προσώποις; Scholl. Didym. vs. 164 (ἄλλως.) τούτους καὶ Ἀριστοφάνης ἠϑέτησεν. – Aehnlich wie Homer auch die Tragg.: ὧδε δαίμων τις κατέφϑειρε στρατόν Aesch. Pers. 337; ἀλάστωρ κακὸς δαίμων 346; δαίμων ὑπερβαρὴς ἐμπιτνών Ag. 1148; geradezu Unglück, Spt. 794; Glück, Pers. 811; ὠμὸς δ. Soph. O. R. 828; πλὴν τοῦ δαίμονος, außer dem Unglück, der Blindheit, O. C. 76; u. sonst; δαιμόνων κατάστασις, Zustand des Glücks, Eur.; κατὰ δαίμονα, durch Zufall, zufällig, Her. 1, 111, wie Dem. κατὰ τύχην τινὰ καὶ δαίμονα 48, 24; κατὰ δαίμονα καὶ κατὰ συντυχίαν ἀγαϑὴν ἥκεις Ar. Av. 544; σκέψασϑε τὸν δαίμονα καὶ τὴν τύχην Aesch. 3, 115; vgl. 157; Dem. öfter; Plat. τύχην καὶ δαίμονας Rep. X, 619 c. Aehnl. δαίμονος τύχη Pind. Ol. 8, 67; Eur. Hipp. 832. – Neben ϑεός stehend bedeutet es untergeordnete Gottheiten, vgl. Plat. Legg. V, 738 d τοῖς δὲ μέρεσιν ἑκάστοις ϑεὸν ἢ δαίμονα ἢ καί τινα ἥρωα ἀποδοτέον, wie Rep. III, 342 a; Apol. 27 d εἰ δ' αὖ οἱ δαίμονες ϑεῶν παῖδές εἰσι νόϑοι; Legg. VIII, 848 d ϑεῶν καὶ τῶν ἑπομένων ϑεοῖς δαιμόνων. – Im N. T. u. K. S. böser Geist, Teufel. – Nach Hes. O. 121 sind δαίμονες Menschenseelen aus dem goldenen Zeitalter, die zwischen Himmel u. Erde sich aufhalten, die Thaten der Menschen beobachten u. sie beschirmen, ein Mittelglied zwischen Menschen u. Göttern; Plat. Phaed. 107 Schutzgeister; ἀγαϑῷ δαίμονι wurde am Ende der Mahlzeit getrunken; ἡ τἀγαϑοῠ δαίμονος φιάλη Xenarch. Ath. XV, 693 b; δαίμονος ἀγαϑοῠ μετάνιπτρον Antiphan. ib. XI, 486 f. – Seelen der Abgeschiedenen, Luc. Luct. 24; auch im sing., Geist, Schatten, Aesch. Pers. 620; Eur. Alc. 1003.
См. также в других словарях:
κατασκευή — preparation fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευή — (Μαθημ.). Όρος που αναφέρεται κυρίως στον κλάδο της γεωμετρίας (κ. ενός σχήματος από ορισμένα γνωστά στοιχεία του) αλλά και σε άλλους κλάδους (κ. μιας λύσης μιας διαφορικής εξίσωσης). Προκειμένου για την επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος… … Dictionary of Greek
κατασκευή — η 1. φτιάξιμο, δημιουργία: Αυτός έκαμε την κατασκευή του πύργου αυτού. 2. επινόηση ψεύδους: Ασχολείται με την κατασκευή ψευδών ειδήσεων. 3. «γεωμετρική κατασκευή», η χάραξη σχήματος με γεωμετρικά εργαλεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασκευῇ — κατασκευάζω equip fut ind mid 2nd sg (doric) κατασκευάζω equip fut ind act 3rd sg (doric) κατασκευάζω equip fut ind mid 2nd sg (doric) κατασκευάζω equip fut ind act 3rd sg (doric) κατασκευή preparation fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευῆι — κατασκευῇ , κατασκευάζω equip fut ind mid 2nd sg (doric) κατασκευῇ , κατασκευάζω equip fut ind act 3rd sg (doric) κατασκευῇ , κατασκευάζω equip fut ind mid 2nd sg (doric) κατασκευῇ , κατασκευάζω equip fut ind act 3rd sg (doric) κατασκευῇ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρούλος — Κατασκευή ημισφαιρικού ή παρόμοιου σχήματος (π.χ. ημιελλειψοειδούς), η οποία χρησιμοποείται για την κάλυψη χώρων με κάτοψη κυκλική, τετραγωνική, ή σχήματος κανονικού πολυγώνου. Αρχαιότατα δείγματα τρουλωτών κατασκευών υπάρχουν στη Μικρά Ασία… … Dictionary of Greek
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… … Dictionary of Greek
χαρταετός — Κατασκευή από λεπτό χαρτί κολλημένο σε σκελετό από ελαφρά ξύλα ή καλάμια, που συγκρατείται με έναν πολύ μακρύ σπάγγο. Στο άκρο του τοποθετούνται συχνά λωρίδες χαρτιού που χρησιμοποιούνται για την ισορροπία (ουρά). Ο απλούστερος τύπος, που… … Dictionary of Greek
ζευκτό — Κατασκευή από ξύλο, από σίδερο ή μεικτή, η οποία προορίζεται για τη στήριξη αμφικλινούς στέγης ενός οικοδομήματος. Η αρχαιότερη μορφή ζ. είναι ένα απλό τρίγωνο από ξύλινες δοκούς, στο οποίο οι δύο επικλινείς στηρίζουν τον σκελετό της στέγης, ενώ… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικός πίνακας — Κατασκευή που συγκροτείται από διάφορα ηλεκτρικά όργανα (διακόπτες, ηλεκτρικές ασφάλειες, φωτεινούς σηματοδότες, όργανα μέτρησης, συσκευές προστασίας κλπ.) που συνδέονται μεταξύ τους σύμφωνα με ένα ηλεκτρικό σχέδιο· προορίζεται προπάντων για τον… … Dictionary of Greek