Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ΔΟΜ

См. также в других словарях:

  • προδομεύς — έως, ὁ, Α (ως προσωνυμία θεών) αυτός που οικοδομεί εκ τών προτέρων («ἑστία θεῶν προδομέων καλουμένων», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δομ , ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας δεμ τού δέμω + κατάλ. εύς (πρβλ. οικο δομ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • δον — Ονομασία ποταμών της Ευρώπης. Βλ. λ. Ντον. * * * και δομ (θηλ. δόνα) 1. τιμητικός τίτλος που αρχικά αποδιδόταν σε πάπες και αργότερα στους κληρικούς ή μοναχούς τής καθολικής Εκκλησίας 2. τίτλος ηγεμόνων και αριστοκρατών που αργότερα καθιερώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • πλακοδοκός — η, Ν (δομ.) ειδική μορφή δοκού από οπλισμένο σκυρόδεμα που χρησιμοποιείται κυρίως στη γεφυροποιία και αποτελείται από πλάκα συνδεδεμένη μέσω τού οπλισμού της, που αναλαμβάνει τις διατμητικές τάσεις, με άλλη δοκό ή ενισχυτικό νεύρο, σχηματίζοντας… …   Dictionary of Greek

  • σκαλωσιά — η, Ν (δομ.) το ικρίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλωσ τού αορ. σκάλωσα τού σκαλώνω + κατάλ. ιά (πρβλ. περπατησ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • σπηλιά — Λέγεται και σπήλαιο. Φυσική υπόγεια κοιλότητα, που συγκοινωνεί με την επιφάνεια με κάποιο άνοιγμα ή είναι εντελώς κρυμμένη κάτω από αυτή. Η δημιουργία της οφείλεται πολλές φορές στις μεταπτώσεις του φλοιού της γης, στην επίδραση των κυμάτων κοντά …   Dictionary of Greek

  • στοίχος — ο / στοῑχος, ΝΑ 1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ. γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.) 2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες …   Dictionary of Greek

  • στοιχιαίος — αία, ον, Α (δομ.) αυτός που έχει διαστάσεις στοίχου («ὑπερτόναια... πάχος στοιχιαῑα, μῆκος ὀκτώποδα», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. ποδ ιαῖος)] …   Dictionary of Greek

  • σύμπλεγμα — Όρος, που χρησιμοποιείται στην καθημερινή γλώσσα, μολονότι όχι ακριβολογημένα, για να δείξει την παρουσία αισθημάτων συνειδητών, δυσάρεστων και γεμάτων άγχος, που αφορούν εμάς τους ίδιους ή που αποδίνονται σε άλλους («έχω ένα σωρό συμπλέγματα»,… …   Dictionary of Greek

  • ψαλίδι — το / ψαλίδιον, ΝΜΑ, και ψαλλίδιον Μ [ψαλίς, ίδος] νεοελλ. κοπτικό εργαλείο αποτελούμενο από δύο αντικρυστές, συναρθρωμένες στο μέσον, μεταλλικές λεπίδες, οι οποίες τέμνουν κάτι, όταν έρχονται σε επαφή οι διευθετημένες στα αντίθετα άκρα τους λαβές …   Dictionary of Greek

  • ψευδελκυστήρας — ο, Ν (δομ.) πρόσθετος ελκυστήρας τού ζευκτού στέγης, που συνδέει τους αμείβοντες παράλληλα με τον κύριο ελκυστήρα ή πέλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ελκυστήρας] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»