Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἱδρῶτα

См. также в других словарях:

  • ιδρώτα — ἱδρωτα, ἡ (Μ) ο ιδρώτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ιδρώτας, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • ἱδρῶτα — ἱδρώς sweat masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης …   Deutsch Wikipedia

  • καταϊδρώνω — 1. ιδρώνω πάρα πολύ, γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταϊδρωμένος, η, ο ο βουτηγμένος στον ιδρώτα, κάθυγρος από τον ιδρώτα …   Dictionary of Greek

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

  • ανίδρωτος — η, ο (Α ἀνίδρωτος, ον) αυτός που δεν γυμνάστηκε μέχρι να ιδρώσει, αγύμναστος, νωθρός, νωχελικός νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ιδρώτα, που δεν ιδρώνει 2. μτφ. αυτός που αποκτήθηκε χωρίς ιδρώτα, χωρίς κόπο, άκοπος (για αρρώστια) αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • εξιδρώνω — και εξιδρώ, όω (Α ἐξιδρῶ) 1. προκαλώ την έκκριση ιδρώτα 2. ιδρώνω, αποβάλλω ιδρώτα …   Dictionary of Greek

  • θερμορρύθμιση — Φυσιολογική λειτουργία που επιτρέπει στον οργανισμό να διατηρεί μία ισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή και στην αποβολή της θερμότητας, έτσι ώστε να διατηρείται σταθερή η θερμοκρασία του σώματος. Ο άνθρωπος και τα ανώτερα ζώα, στα οποία η… …   Dictionary of Greek

  • ιδρωτοποιός — ό (Α ἱδρωτοποιός, όν) αυτός που προκαλεί ιδρώτα («ιδρωτοποιοί αδένες» μικροί απλοί σωληνοειδείς αδένες τού σώματος τών θηλαστικών που παράγουν και εκκρίνουν ιδρώτα) …   Dictionary of Greek

  • ιδρώεις — ἱδρώεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει ιδρώτα 2. αυτός που προκαλεί ιδρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδρω (τού ιδρώς, ώτος) + εις (πρβλ. ευρώ εις)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»