Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πυκινά

См. также в других словарях:

  • πυκινά — πυκινός neut nom/voc/acc pl πυκινά̱ , πυκινός fem nom/voc/acc dual πυκινά̱ , πυκινός fem nom/voc sg (doric aeolic) πυκνός close neut nom/voc/acc pl (epic) πυκινά̱ , πυκνός close fem nom/voc/acc dual (epic) πυκινά̱ , πυκνός close fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκινά — Α βλ. πυκνός …   Dictionary of Greek

  • πυκίν' — πυκινά , πυκινός neut nom/voc/acc pl πυκινά̱ , πυκινός fem nom/voc/acc dual πυκινά̱ , πυκινός fem nom/voc sg (doric aeolic) πυκινέ , πυκινός masc voc sg πυκιναί , πυκινός fem nom/voc pl πυκινά , πυκνός close neut nom/voc/acc pl (epic) πυκινά̱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκινάν — πυκινά̱ν , πυκινός fem acc sg (doric aeolic) πυκινά̱ν , πυκνός close fem acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκινάς — πυκινά̱ς , πυκινός fem acc pl πυκινά̱ς , πυκνός close fem acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

  • φρονώ — φρονῶ, έω, ΝΜΑ έχω τη γνώμη, νομίζω, πιστεύω (α. «δεν φρονούμε τα ίδια» β. «φρονώ ότι η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί», παροιμ. φρ. γ. «ἄλλα φρονεόντων καὶ ἄλλα λεγόντων», Ηρόδ.) αρχ. 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι («ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»