Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πλειότερος

См. также в других словарях:

  • πλειότερος — πλέως full masc nom comp sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιότερος — και πλιότερος, η, ο, Ν περισσότερος. επίρρ... πιότερο Ν (συγκριτ. βαθμός τού πιo) περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλειότερος, συγκρ. τού πλείων (βλ. και λ. πιο)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»