Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πυκνῶς

См. также в других словарях:

  • πυκνώς — πυκνῶς ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινῶς Α επίρρ. βλ. πυκνός …   Dictionary of Greek

  • πυκνῶς — πυκνός close adverbial πυκνόω make close pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

  • επιτρόχαλος — ἐπιτρόχαλος, ον (Α) 1. ελαφρός, ευκίνητος, γρήγορος («ούκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῑς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους», Διον. Αλ.) 2. ταχύς, αυτός που ρέει με ταχύτητα («ἐπιτρόχαλος καὶ καταφερὴς ῥύσις τῆς λέξεως», Δίον. Αλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

  • λάχεια — λάχεια, ἡ (ΑM) (για τη γη) 1. καλοσκαμμένη, εύφορη, γόνιμη («νῆσος ἔπειτα λάχεια... τετάνυσται», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔσκαφος καὶ εὔγειος παρὰ τὸ λαχαίνεσθαι, ὅ ἐστι σκάπτεσθαι πυκνῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τής λ. ἐλάχεια …   Dictionary of Greek

  • λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …   Dictionary of Greek

  • πυκνάρμων — όνος, ὁ, ἡ, Α συναρμοσμένος με πυκνό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνῶς + άρμων (< ἅρμα / ἁρμόττω), πρβλ. βητ άρμων] …   Dictionary of Greek

  • πυκνοσύγκριτος — ον, Α αυτός που έχει έντονη πήξη στο πεπτικό του σύστημα, δυσκοίλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνῶς + συγκριτός «συμπαγής» (< συγκρίνω)] …   Dictionary of Greek

  • πυκνοσύναπτος — ον, Α πυκνοσύγκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνῶς + συναπτός (< συνάπτομαι)] …   Dictionary of Greek

  • πυκνόσπορος — ον, Α ο πυκνά σπαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνῶς + σπορος (< σπείρω), πρβλ. εὔ σπόρος] …   Dictionary of Greek

  • φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»