-
1 θάμνος
θάμνος, ὁ, aber auch ϑάμνοι βαϑεῖαι, D. Sic. 2, 49 (mit ϑαμινός zusammenhangend), dichtes Buschwerk, Gesträuch, Gebüsch; auch der einzelne Busch, Strauch, von Arist. plant. 1, 4 zwischen δένδρα u. βοτάνη gestellt, was die Zweige aus der Wurzel treibt; Il. 22, 191 Od. 6, 127, wo den ϑάμνοι nachher πυκινὴ ὕλη entspricht; auch von einem einzelnen Baume, ἐλαίης, 23, 190; Gebüsch, Aesch. Ag. 1289; ὃ καὶ σὺ ϑάμνοις οἶσϑά που κεκρυμμένον Soph. El. 55; ϑάμνων ἐλλοχίζομεν φόβαις Eur. Bacch. 721; auch in Prosa, Plat. Rep. IV, 432 b; Arist.
-
2 πρόῤ-ῥιζος
πρόῤ-ῥιζος, mit der Wurzel, von Grund aus, οἱ δέ τε ϑάμνοι πρόῤῥιζοι πίπτουσιν, Il. 11, 157, 14, 415; Μυρτίλος δίφ ρων πρόῤῥιζος ἐκριφϑείς, Soph. El. 502; τὸ πᾶν δὴ δεσπ όταισι τοῖς πάλαι πρόῤῥιζον ἔφϑαρται γένος, 755, wie Andoc. 1, 146, πρόῤῥιζον οἴχεται γένος, Her. πρόῤῥιζον ἀνατρέπειν τινά, 1, 32, vgl. 3, 40 u. Valck. Hipp. 683; im eigentlichen Sinne, Theophr. u. Sp., Ep. ad. 384 (IX, 131); – πρόῤῥιζον u. πρόῤῥιζα werden von Sp. adverbial gebraucht.
-
3 πυκνός
πυκνός, u. poet. πυκινός, a) von der Beschaffenheit einer Masse, dicht, fest, derb, im Ggstz des Lockern u. Losen; ϑώρηξ, Il. 15, 529; ἀσπίδα ῥινοῖσιν πυκινήν, 13, 804; χλαῖνα πυκνὴ καὶ μεγάλη, Od. 14, 521; λέχος, Il. 9, 621 Od. 7, 340. 23, 177, eigtl. wohl von dichter, festgeschüttelter Streu od. festgestopftem Bett; καὶ μαλακόν, Il. 14, 349; νέφος, 5, 751. 8, 395; νεφέλη, 16, 288; πυκνὰ νέφεα, Hes. O. 555; ὀστοῠν, Plat. Tim. 75 a; πυκνὰ καὶ βαρέα, 52 e, u. sonst; καὶ λεῖα, Rep. VI, 510 a; χρυσοῠ πυκνότερον ὄν, Tim. 59 b; σπάρτα, Xen. An. 4, 7, 15. – b) von der Verbindung einzelner Theile zu einem Ganzen, dicht gedrängt, in dichten Schaaren, nahe beisammen, im Ggstz des Zerstreu'ten, Vereinzelten, weit aus einander Liegenden; ὀδόντες, σταυροί, πυκνοὶ καὶ ϑαμέες, Od. 12, 92. 14, 12; πυκιναὶ φάλαγγες, πυκναὶ στίχες, dichte Schaaren, Il. 4, 281. 7, 61 u. sonst; Hes. Th. 935; βέλεα, Il. 11, 576, λίϑοι, 16, 212, in dichter Menge abgeschossen, geworfen; πυκινῇσιν λιϑάδεσσιν, Od. 23, 193; aber πυκνοῖσιν λάεσσιν, mit dicht gehäuften Steinen, Il. 24, 798; πυκνὰ καρήατα, dicht gedrängte Köpfe, Kopf an Kopf gedrängt, 11, 309; σταυροί, 24, 453; auch mit dem dat., πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοις, dicht an einander gedrängt, 13, 133. 16, 217 Od. 5, 480; πυκνὰ πτερά, dicht gefiederte Flügel, Il. 11, 454. 23, 879 Od. 5, 53 u. sonst; bes. vom dichten Laube, dichter Waldung: ὄζοι, Il. 21, 245; ϑάμνοι, Od. 5, 471; πέταλα, 19, 520; ὕλη, Il. 18, 320 Od. 6, 128; λόχμη, 19, 439; δρυμά, Il. 11, 1, 18; – σύες πυκινοὺς κευϑμῶνας ἔχοντες, Od. 10, 283, was man auch zu c) ziehen kann; vgl. Hes. O. 534; – πυκνοὺς ϑεοπρόπους ἴαλλεν, Aesch. Prom. 661; πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκώς, 681, häufig, u. öfter; πυκιναῖς δρόσοις, Soph. Ai. 1178; πυκνῇ νιφάδι, Eur, Andr. 1130; u. in Prosa: πυκναῖς ϑριξί, Plat. Prot. 321 a; häufig, τοῖς ἐρωτήμασι τοῠ ξυνϑήματος πυκνοῖς χρώμενοι, Thuc. 7, 44; ἡ εἰωϑυῖά μοι μαντικὴ ἡ τοῠ δαιμονίου πάνυ πυκνὴ ἦν, Plat. Apol. 40 a, u. öfter; δένδρα, Xen. An. 4, 8, 2; φάλαγξ, 2, 3, 3, wie Pol. πυκνοτέρας ἢ πρόσϑεν τὰς σημαίας καϑιστάνων, 3, 113, 3. – In der Musik das wiederholte Angeben desselben Tones. – c) fest zusammengefügt, verschlossen; δόμ ος, Il. 10, 267. 12, 301 Od. 6, 134 u. sonst; χηλός, 13, 68; ϑύραι, Il. 14, 167. – Uebh. tüchtig in seiner Art; πυκινὸν ἄχος, ein tüchtiges, großes Leid, Il. 16, 599, vgl. Od. 11, 88; so ἄτη, Il. 24, 480; μελεδῶναι, Od. 19, 516; dah. übertr. auf den Geist, πυκιναὶ φρένες, Il. 14, 294, ursprünglich = dichtes, festes Zwerchfell, was als der Sitz eines tüchtigen Verstandes galt; Διὸς πυκινὸς νόος, 15, 461, wie Archil. 60; φρήν, Eur. I. A. 67; Ar. Ach. 420; μήδεα, Il. 3, 208; πυκινὰ φρεσὶ μήδε' ἔχοντες, 24, 282; Od. 19, 353; πυκινὴ βο υλή, Il. 2, 55. 9, 76; ἐφετμή, verständig, 18, 216; μῠϑος, ein tüchtiges, verständiges Wort, Od. 3, 23, wie πυκινὸν ἔπ ος, Il. 11, 788; dah. liegt auch schlaues, vorsichtiges Verbergen der Absicht darin, wie πυκινὸς λόχος, 24, 779, vgl. Od. 11, 525, ἠμὲν ἀνακλῖναι ἠδ' ἐπιϑεῖναι, wobei man an den eigentlichen Ort des Hinterhalts, das Versteck denken muß; so auch δόλος, Il. 6, 187. – Aehnl. bei den folgdn Dichtern; πυκινῷ ϑυμῷ, Pind. P. 4, 73; πυκινὰν μῆτιν, 4, 58; πυκναῖς βουλαῖς, I. 6, 8; auch von Menschen, klug, verschlagen, Σίσυφον πυκνότατον παλάμαις, Ol. 13, 52; vgl. Soph. μάλα τοι ἄπορα πυκινοῖς ἐνιδεῖν πάϑη, Phil. 843; πυκνότατον κίναδος, Ar. Av. 429; auch in Prosa, καὶ τοῠτο πυκνῆς διανοίας ἐχόμενον ἐφϑέγξατο, Plat. Rep. VIII, 568 a. – Adv. al πυκινῶς und nach Hom. πυκνῶς, bes. ϑύραι, σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι, dicht, fest verbunden, fest verschlossen, Il. 9, 475 Od. 2, 344 u. oft; u. übertr., πυκινῶς ἀκάχημαι, ich betrübe mich tüchtig, sehr, Il. 19, 312 Od. 19, 95 u. sonst; πυκινῶς ὑποϑήσομαι, nachdrücklich, bedächtig ermahnen, rathen (s. ob. 2), Il. 21, 293 Od. 1, 279; πυκνῶς ποικίλους λόγους ἀνεῠρεν, Ar. Th. 438. – b) eben so πυκνόν u. πυκνά, πυκινόν u. πυκινά gebraucht, dicht, häufig; πήρην πυκνὰ ῥωγαλέην, Od. 13, 438. 17, 198; πυκνὰ ἑκατέρωσ' ἀποβλέπειν, Plat. Rep. VI, 501 b; u. comparat., νῠν δὲ σὲ χρὴ πυκνότερον δεῦρο ἰέναι, Rep. I, 328 d, wie πυκνότερον ἐν ταυϑοῖ παρέρχεται Dem. 41, 24; u. übertr., πυκινόν περ ἀχεύων Od. 11, 88, ἀνεστενάχιζε Il. 10, 9, πυκνὰ μάλα στενάχων 18, 318, ἐμοὶ πυκινὰ φρονέοντι Od. 9, 445.
-
4 ὁμόθεν
ὁμόθεν, 1) von demselben Orte her; ϑάμνοι ἐξ ὁμόϑεν πεφυῶτες, zwei aus einer Wurzel gewachsene Stämme, Od. 5, 477; ὁμόϑεν γεγάασιν, von derselben Abkunft, H. h. Ven. 135; Hes. O. 108; οἷς ὁμόϑεν εἶ καὶ γονᾷ ξύναιμος, Soph. El. 153; τὸν ὁμόϑεν τιμᾶν, Eur. Or. 486; u. vollständiger, τὸν ὁμόϑεν πεφυκότα στέργειν, I. A. 501; auch in Prosa, ὁμόϑεν γενέσϑαι, Xen. Cyr. 8, 7, 14. – 2) aus der Nähe, cominus, τὴν μάχην ποιεῖσϑαι, παίεσϑαι, διώκειν, Xen. Cyr. 2, 3, 20. 1, 4, 23. 8, 8, 22.
-
5 ὁμόθεν
ὁμόθεν, (1) von demselben Orte her; ϑάμνοι ἐξ ὁμόϑεν πεφυῶτες, zwei aus einer Wurzel gewachsene Stämme; ὁμόϑεν γεγάασιν, von derselben Abkunft. (2) aus der Nähe, cominus
См. также в других словарях:
θάμνοι — θάμνος bush masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
πύξος — (και πυξάρι ή τσιμισίρι). Επιστημονικά λέγεται βούξος ο αειθαλής και είναι θάμνος της οικογένειας των βουξιδών (δικοτυλήδονα), που φυτρώνει μόνος του στα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Εύβοιας. Καλλιεργείται γενικά στους κήπους και στα… … Dictionary of Greek
ριβήσιο — (ribes). Γένος φυτών της οικογένειας των σαξιφραγιδών, με 150 είδη, που ευδοκιμούν στις ψυχρές και εύκρατες περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Β. Αμερικής* Είναι μικροί θάμνοι, που φυτρώνουν σε κήπους, καθώς και στους φράχτες, στα δάση, σε… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek
μιμοζίδες ή μιμοσίδες ή μιμοσοειδή — Υποοικογένεια των λεγκουμινωδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα) στην οποία υπάγονται, κατά το μεγαλύτερο μέρος, τροπικά φυτά. Μερικοί επιστήμονες την αξιολογούν όχι ως υποοικογένεια αλλά μάλλον ως οικογένεια φυτών, πολύ κοντινή και συγγενή προς τα… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… … Dictionary of Greek
ροδόδεντρο — Φυτά με ποικιλία μορφών (φρύγανα, θάμνοι, δέντρα) του γένους ροδόδενδρον (οικογένεια ερικίδες, δικοτυλήδονα). Πολλά είναι τα είδη που φύονται στην Ασία, Αμερική και Ευρώπη· από αυτά πολυάριθμα καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς στα… … Dictionary of Greek
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek