-
121 μελισσα
атт. μέλιττᾰ ἥ1) пчела(ξουθόπτερος Eur.)
ἔθνεα μελισσάων ἀδινάων Hom. — густые рои пчел;Δελφὴς μ. Pind. — дельфийская жрица2) медτοῦ τόνδε (sc. κρωσσὸν) πλήσας θῶ ; - Ὕδατος, μελίσσης Soph. — чем наполнить мне этот кувшин? - Водою, медом
-
122 συνοδος
Iἥ1) сходка, собрание(σύνοδοι καὴ δεῖπνα Plat.)
ἀπὸ κοινῶν ξυνόδων βουλεύειν Thuc. — совещаться на общих собраниях;σ. πρὸς τῷ διαιτητῇ Dem. — одновременная явка (тяжущихся сторон) на суд;αἱ διαλεκτικαὴ σύνοδοι Arst. — собрания, посвященные обсуждениям, диспуты2) политическая группировка, партия(ἑταιρεῖαι καὴ σύνοδοι Isocr.)
3) соитие, спаривание(τῶν ἰχθύων Arst.)
4) воен. столкновение, стычка, бой Thuc., Xen., Plat.5) стык, соприкосновение, встреча, слияние(ὕδατος Plat.)
σύνοδοι θαλάσσης Eur. — суженная часть моря, т.е. Геллеспонт;αἱ περὴ τὸ στόμα σύνοδοι Plat. — соединяющиеся во рту вещества, т.е. пища, приходящая в соприкосновение с полостью рта;αἱ τῶν μηνῶν σύνοδοι Arst. — рубежи (смежных) месяцев6) астр. приближение, соединение(σελήνης πρὸς ἥλιον Plut.)
7) поступление, доход(χρημάτων σύνοδοι Her.)
8) связь, смесь, сочетание (sc. τοῦ εἴδους καὴ τῆς ὕλης Arst.)IIὅ спутник(ζωῆς καὴ θανάτου Anth.)
-
123 θερμαίνω
Aἐθέρμηνα Il.14.7
, etc., later : [tense] pf.τεθέρμαγκα Hsch.
s.v. κεχλίαγκα: [tense] pf. [voice] Pass.τεθέρμασμαι Apollod.Poliorc.147.4
, Eust.1573.47, ([etym.] δια-) Hp.Vict.2.64: ([etym.] θερμός): —warm, heat,εἰς ὅ κε θερμὰ λοετρὰ.. Ἑκαμήδη θερμήνῃ Il.14.7
;ἥλιος θερμαίνων χθόνα E.Ba. 679
, cf. A.Pers. 505;τὸ χαλκίον θέρμαινε Eup. 108
:—[voice] Med., cause to be warmed,τῇ ἐρωμένῃ χαλκία δύο ὕδατος PSI 4.406.37
(iii B.C.):—[voice] Pass., to be heated, Od.9.376, Pl.Phd. 63d; ; feel the sensation of heat, Pl.Tht. 186d; to be or grow feverish, Hp.Epid.1.26.ιβ; to be parched, of roots, X.Oec.19.11.2 metaph.,θ. φιλότατι νόον Pi.O.10(11).87
;ἕως ἐθέρμην' αὐτὸν φλὸξ οἴνου E.Alc. 758
;σπλάγχν' ἐθέρμαινον ποτῷ Id.Cyc. 424
;σπλάγχνα θ. κότῳ Ar.Ra. 844
; πολλὰ θερμαίνοι φρενί is prob. f.l. for π. θ. φρένα, A.Ch. 990(1004);οὐ τοῦτο μή σε θερμήνῃ Herod.1.20
:—[voice] Pass., κεναῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται glows with hope, S.Aj. 478; χαρᾷ θ. καρδίαν have one's heart warm with joy, E.El. 402.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμαίνω
-
124 κοινωνέω
Aκεκοινώνηκα Id.Phdr. 246d
, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. κοινωνήσομαι (v. infr.): [tense] pf.κεκοινώνημαι Id.Lg. 801e
:— have or do in common with, share, take part in a thing with another, c. gen. rei et dat. pers., τῆς πολιτείας κ. τινί ib. 753a; κ. πόνων καὶ κινδύνων ἀλλήλοις ib. 686a, cf. X.HG2.4.21; κ. αὐτοῖς ὧν ἔπραττον ib.6.3.1;σιτήσεώς τισι Din.1.101
: also in act. sense, give a share of..,βρωτοῦ μηδενὸς μηδένα τούτῳ κ. D.25.61
; τὰ περὶ τὰς κτήσεις τοῖς συσσιτίοις ὁ νομοθέτης ἐκοινώνησε (v.l. ἐκοίνωσε) Arist.Pol. 1264a1;πυρὸς ἢ ὕδατος κ. Luc.Alex.46
;πάντων ἐκοινώνει μοι τῶν ἀπορρήτων Id.Philops.34
.2 κ. τινός have a share of, take part in a thing, ; ; ; ; ; ;σίτου καὶ ποτοῦ X. Mem.2.6.22
;τῆς πολιτείας Arist.Pol. 1268a18
, etc.; τῶν αὐτῶν κ. πάντων share all things in common, ib. 1257a22; (Cos, iv/iii B.C.);θυσίας Inscr.Magn.44.19
(Decr. Corc.); ἦθος παιδείας κεκοινωνηκός Aristeas 290;φύσεως κεκοινώνηκε σαρκίνης Phld.Sign. 27
; πάθους, of infection, Gal.12.312.b of partnership in business, BGU969.13 (ii A.D.), etc.3 κ. τινί go shares with, have dealings with a man, Ar.V. 692, Av. 653, Pl.R. 343d, etc.; also of things, κοινωνεῖν μὲν ἡγοῦμαι καὶ τοῦτο τοῖς πεπολιτευμένοις I think that this also is concerned with my public measures, D.18.58; στολὴν φοινικίδα.. ἥκιστα.. γυναικείᾳ κ. has least in common with.., X.Lac.11.3;οὐδὲν τραγῳδίᾳ κ. Arist.Po. 1453b10
, cf. SE 179b16: Medic., sympathize, of bodily parts, Hp.Mul.1.38:—[voice] Pass., ἐγκώμια κεκοινωνημένα εὐχαῖς united with.., Pl.Lg. 801e.4 with Preps.,φύσις ἡ θήλεια τῇ τοῦ ἄρρενος γένους κ. εἰς ἅπαντα Id.R. 453a
;κ. περί τινος Plb.31.18.6
.5 c.acc.cogn.,κ. κοινωνίαν τινί Pl.Lg. 881e
;κ. ἴσα πάντα τοῖς ἀνδράσι Id.R. 540c
: rarely c. acc. rei, κ. φόνον τινί commit murder in common with him, E.El. 1048.6 abs., share in an opinion, agree,σκόπει.., πότερον κοινωνεῖς καὶ ξυνδοκεῖ σοι Pl.Cri. 49d
.II of sexual intercourse, κ. γυναικί, ἀνδρί, Pl.Lg. 784e, Luc.DDeor.1.2, 10.2, PFlor.36.6 (iv A.D.):—[voice] Pass.,ὑπὸ μηδενός ποτε κοινωνήσεται εἰ μὴ ὑπὸ σοῦ μόνου PMag.Osl.1.293
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινωνέω
-
125 κονία
1 dust,ποδῶν ὑπένερθε κ. ἵστατ' ἀειρομένη Il.2.150
;ὑπὸ δέ σφισιν ὦρτο κ. 11.151
: in pl.,κὰδ δ' ἔπεσ' ἐν κονίῃσι Od.18.98
;ἐν κονίῃσι πεσών Il.17.315
, etc.;πρηνέες ἐν κονίῃσιν 2.418
, cf. Hes.Sc. 365;μιάνθησαν δὲ ἔθειραι αἵματι καὶ κονίῃσι Il.16.796
: also Trag. in lyr., A.Ag.64, E.Andr. 112, Supp. 821.II pearl-ash, lye, soap-powder,λούειν ἄνευ κονίας Ar.Lys. 470
(with a play on ἀκονιτί), cf. Ach.18, Ra. 711, Pl.R. 430b: pl., Thphr.HP4.10.4 (nisi leg. κονιάσεις). -
126 λεπτός
2 fine, small,κονίη 23.506
; ; ;λεπτοῖς ἁλσί Alex.187.5
: freq. in Hp.,διατρήσεις λ. Loc.Hom.10
, al.; of soil, light, Thphr.HP1.8.1.3 thin, fine, delicate, freq. in Hom., mostly of garments and the like ,ὀθόναι Il.18.595
; πέπλοι, φᾶρος, Od.7.97, 10.544;ἀράχνια 8.280
;μήρινθος Il.23.854
; -ότατος χαλκός 20.275
;ἔβενος, ἐλέφας, σίδηρος BCH35.286
(Delos, ii B.C.);ῥινὸς βοός Il.20.276
([comp] Sup.); ([comp] Sup.); ([comp] Comp.); ;χαλκὸς καὶ δόνακες Pi.P.12.25
, cf. E.Med. 949, Th. 2.49, etc.; λεπτὰ τὰ πρῴραθεν ἔχειν, of ships, to have the bows thin and weak, Id.7.36.4 of the human figure, mostly in bad sense, thin, lean, Alc.39; opp. παχύς, Hp.Art.8 ([comp] Comp.);ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενής Ar. Ec. 539
;σοφιστῶν λεπτῶν, ἀσίτων Antiph.122.4
;λ. καὶ αὐχμῶν Thphr. Char.26.5
, cf. Ceb.10;λ. χείρ Hes.Op. 497
; (anap.);τράχηλος X.Cyn.5.30
;λεπτὸς <ἐκ> τοῖν σκελοῖν Luc.Nav.2
;λ. ὑπὸ μεριμνῶν Pl.Amat. 134b
; of animals, X.Cyr.1.4.11; also, slender, taper (opp. παχύς), δάκτυλος Pl.R. 523d
; ἀπολήγειν εἰς λεπτόν, of the fingers of a statue, Luc.Im.6.5 of space, strait, narrow,εἰσίθμη Od.6.264
;ἀταρπός Alcm.81
; ἐπὶ λεπτὸν τετάχθαι in a thin line, X. Cyr.5.4.46, cf. Plb.3.115.6;οὔτε εὐρεῖαν οὔτε λεπτὴν.. ὁδόν Plu.2.964c
(ap.Porph.Abst.1.6).6 generally, small, weak, impotent,λεπτὴ μῆτις Il.10.226
, 23.590; , cf.ὀχέω 11.3
;ἀσφάλεια D.Ep.2.20
; λ. ἴχνη faint traces, X.Cyn.5.5; λ. οὖας, of a child's ear, tiny, Simon.37.14; τὰ λ. τῶν προβάτων small cattle, i.e. sheep and goats, Hdt.8.137; λ. πλοῖα small craft, Id.7.36; ἄκραι λ. small headlands, Id.8.107;λ. κλιμάκια Ar. Pax69
;τὸ -ότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος Plu.Cic.29
;λ. χαλκός OGI485.12
(Magn. Mae.): without χαλκός, Inscr.Perg. 374 D7;ἀργύριον Ῥόδιον λ. CIG2693e5
([place name] Mylasa), cf. TAM2(1).15 ([place name] Telmessus); v. infr. 111.2. Adv. -τῶς, ζῆν poorly, meanly, Men.Mon. 682: neut. pl. as Adv.,λεπτὰ λεύσσω κόραις E.Or. 224
.7 light, slight,λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος.. ῥιπαῖσι A. Ag. 892
; λ. πνοαί light breezes, E.IA 813; λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῇσιν on slight turns of fortune, S.Fr. 555.8 of size or quantity, λ. πυρίδια small, Ar.Lys. 1206;λ. κύλικες Pherecr.143.5
(but f.l.): neut. pl. as Adv., λ. τῖλαι 'pluck into small pieces', Theoc.3.21.9 of liquids, thin,γάλα Hp.Vict.2.46
;λεπτὰ ἀνεμέειν Id.Coac. 310
; λ. οἶνος light wine, Luc.Merc.Cond.18; also of food,λ. δίαιται Hp.Aph.1.4
;λ. ὀψάρια OGI484.16
(Pergam.). Adv. -τῶς, διαιτᾶσθαι, διαιτᾶν, Gal. 19.191, Paul.Aeg.3.43.10 = λεπτομερής, consisting of fine parts,ὅσῳ -ότερον ἀὴρ ὕδατος Arist.Ph. 215b4
, cf. Cael. 303b26, al.II metaph., subtle, refined, ; - ότεροι μῦθοι ib. 1082 (anap.); -ότατοι λῆροι Ar.Nu. 359
;πυκνῇ.. λεπτὰ μηχανᾷ φρενί Id.Ach. 445
;λ. λογιστά Id.Av. 318
;λ. καὶ ἀκριβής Antipho 3.4.2
;ἐς τὰς τέχνας παχέες, οὐ λεπτοί Hp.
Aër.24;λόγοι λ... τρέφουσ' ἐκείνους Alex.220.8
; cf. λεπτολόγος. Adv. -τῶς, μεριμνᾶν Lyr.Adesp.135
;λ. καὶ πυκνῶς ἐξετάζειν Amphis 33.5
: [comp] Comp. - οτέρως Anaxandr.36: also in detail,PPetr.
2p.118 (iii B.C.), Cic.Att.2.18.2, Phryn. PS p.83 B., Phot. s.v. νιφετός; cf. κατάλεπτον, καταλεπτολογέω: τὰ κατὰ λεπτόν, title of poems by Aratus, Ach.Tat.Intr.Arat.p.79 M., Str.10.5.3; also of minor poems of Virgil; τῶν κατὰ λεπτὸν πόρων ἀραίωσις, perh. small pores, Gal.15.201.2 rarely of the voice, fine, delicate, Arist.HA 545a7, Lyc.687;ἁρμονία E.Fr.773.23
(lyr.): neut. as Adv.,λεπτὸν ἀμφιτιττυβίζειν Ar.Av. 235
(lyr.); of sound,λ. ὑποτρύζουσα AP11.352.5
(Agath.); cf. λεπταλέος.3 of smell, Pl.Ti. 66e ([comp] Comp.).4 of persons, οἱ λ. the poor, Plb.24.7.3; λεπτὴν πλέκειν, prov. of poor people, Hsch.;λεπτὰ ξαίνεις Suid.
3 (sc. κεράμιον) jar, POxy.920.4 (ii/iii A.D.), PStrassb.40.48 (vi A.D.); cf. λεπτίον, λεπτοκεραμεύς. -
127 μεστός
A full,ἄγγεα Hom.Epigr.15.5
;ἐποίησεν τὴν πόλιν μεστήν Ar.Eq. 814
; ἔγχεον μεστήν a full cup, Diph.20, cf. Alex.58;μὴ μεστὰς ἀεὶ ἕλκωμεν Antiph.207.1
; of persons,οἶνον πίνεις μ. ὤν Alex.164
, cf. Anaxandr.15.II c. gen., full of,ἀργυρίου.. ἀρτάβη μεστή Hdt.1.192
;τὸ στόμα.. μεστὸν βδελλέων Id.2.68
;μ. ὕδατος Ar. Nu. 383
; ἀλφίτων, οἴνου, ἐλαίου, Id.Pl. 806sq.; ὄνος.. οἴνου μ. laden with.., Id.V. 617;ἱμάτιον κηλίδων μ. Thphr.Char.19.7
.2 metaph.,πάντα μ. ἐλπίδων ἀγαθῶν εἶναι X.HG3.4.18
; μεστοὶ σπουδῆς, ἀταξίας, Id.Smp.1.13, Mem.3.5.6;πολλῆς ἀνοίας μ. Isoc.5.45
;σοφία μ. ἐλέους καὶ καρπῶν ἀγαθῶν Ep.Jac.3.17
;φόβων καὶ ἐρώτων μ. Pl.R. 579b
;ἀπάτης μ. Id.Phd. 83a
, etc.;ἐλευθερίας Id.R. 563d
; μ. θεάτρου full of theatric pride, i. e. spoilt by applause, Id.Smp. 194b; ὑπερηφανίας καὶ ὑπεροψίας μ. v.l. in D.21.195.b sated with, c. gen., E.IT 804; ; τινος (of a person) Plu.2.541d: c. part., μ. ἦ θυμούμενος, i. e. had had my fill of anger, S.OC 768;μ. ἐγένετο ἀγανακτῶν D.48.28
;μεστοὶ τοῦ συνεχῶς λέγοντος Id.18.308
; alsoμ. τὸν θυμόν Plu.Alex.13
. -
128 παραχέω
A (s.v.l.), :— pour in beside, παρὰ τὸν οἶνον ὕδωρ (fraudulently) BCH50.214 (Thasos, V B.C.): generally, pour in,ὕδωρ Hdt. 4.75
, cf. Hp.Int.32 ; τινι for one, Plu.2.235a ; σπονδάς, τὸ μύρον, Pl. Com.69.4,6:—[voice] Pass.,παραχεομένου ὕδατος Dsc.2.77
.II of solids,τὸν χοῦν.. ἀναισίμου, παρὰ τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ παραχέουσα Hdt.1.185
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραχέω
См. также в других словарях:
ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… … Dictionary of Greek
βοράνια ή υβρίδια του βορίου — Δισθενείς ενώσεις του βορίου με υδρογόνο, τις οποίες παίρνουμε με επεξεργασία του βοριούχου μαγνησίου με υδροχλωρικό οξύ. Η απλούστερη από τις ενώσεις αυτές, το διβοράνιο (Β2Η6), είναι αέριο· τα επόμενα μέλη, τα οποία περιέχουν από τέσσερα μέχρι… … Dictionary of Greek
εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
ενυδάτωση — Χημική αντίδραση. Χαρακτηρίζεται από την προσθήκη ύδατος σε μια οργανική η ανόργανη ένωση. Παραδείγματα ε. στην οργανική χημεία αποτελούν όλες οι προσθήκες ύδατος (με τη μορφή ιόντων υδρογόνου και υδροξυλίου ξεχωριστά) στους διπλούς και τριπλούς… … Dictionary of Greek
ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… … Dictionary of Greek
θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… … Dictionary of Greek
водьныи — (97) пр. 1.Относящийся к воде: лоуче бо съ оуставъмь пити вино. съ величаниѥмь водьноуоумоу питию. и вижъ ми въ мироу вино пиющиихъ ст҃ыихъ моужъ. Изб 1076, 237 об.; нынѣ оубо ликоуеши и съ бесплътьныими. христа непрестаньно славословѩ. ѡтъ бога… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… … Dictionary of Greek
παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… … Dictionary of Greek
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek