Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(ἀσπίδος

См. также в других словарях:

  • ἀσπίδος — ἀσπίς shield fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστοΐασπις — άσπιδος, ἡ, Α (μτφ. για την Ίσιδα) αληθινή ίασπις, πραγματικό κόσμημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστός (Ι) + ἴασπις «είδος πολύτιμου λίθου»] …   Dictionary of Greek

  • πολύασπις — άσπιδος, ὁ, ἡ, Α (για στρατό) αυτός που φέρει πολλές ασπίδες, πολλούς ασπιδοφόρους, πολυπληθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀσπίς, ίδος (πρβλ. μίκρ ασπις, ρίψ ασπις)] …   Dictionary of Greek

  • σμίκρασπις — άσπιδος, ὁ, ἡ, Α βλ. μίκρασπις …   Dictionary of Greek

  • φέρασπις — άσπιδος, ό, ἡ, Α αυτός που φέρει ασπίδα («φέρασπις Αἴας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ασπις (< ἀσπίς, ίδος), πρβλ. ῥίψ ασπις] …   Dictionary of Greek

  • φοινίκασπις — άσπιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει ασπίδα πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + ασπις (< ἀσπίς, ίδος), πρβλ. μίκρ ασπις, χάλκ ασπις] …   Dictionary of Greek

  • χάλκασπις — άσπιδος, ὁ, Α 1. αυτός που έχει χάλκινη ασπίδα («χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι», Πίνδ.) 2. ο αθλητής που μετέχει σε ένοπλο αγώνα δρόμου («χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν», Πίνδ.) 3. στον πληθ. οἱ χαλκάσπιδες σώμα τού μακεδονικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • χρύσασπις — άσπιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάσπιδες σώμα ασπιδοφόρων τού μακεδονικού στρατού αρχ. οπλισμένος με χρυσή ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ασπίς (< ἀσπίς, ίδος), πρβλ. χάλκ ασπις] …   Dictionary of Greek

  • а́спид — 1) а, м. 1. Род ядовитых змей, распространенных в тропических и субтропических странах. 2. прост. бран. О злобном, коварном человеке. Ах, аспид, ах, погубитель! застонал старик. Мамин Сибиряк, Хлеб. Аграфена не вытерпела и напустилась на Епифана …   Малый академический словарь

  • аспидовъ — (6) пр. к аспидъ1: ˫аица аспидова извергоша и кросна паоуча ткоуть. (ἀσπίδων) ГА XIII XIV, 70г; азъ же бывъ въ собѣ. помыслихъ исаю пр҃рка гл҃ща ˫аица аспидова разверьже. и паоучину тъкоуть. (ἀσπίδος) ПНЧ XIV, 194а; аспі(д)ва бо ˫аица разбивающе… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Military Decree of Amphipolis — The Military Decree of Amphipolis (ca. 200 BC) is a Macedonian Greek inscription of two marble blocks, that originally contain at least three columns of text. It preserves a list of regulations governing the behaviour and discipline of the… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»