Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(свою)

  • 61 дорога

    θ.
    1. δρόμος, οδός•

    просёлочная αγροτικός δρόμος•

    автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•

    шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•

    водная υδάτινη οδός•

    воздушная дорога εναέρια οδός•

    широкая дорога φαρδύς δρόμος•

    торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•

    большая κύρια οδός•

    сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•

    не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•

    на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•

    я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•

    пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•

    воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.

    2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•

    встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•

    дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•

    уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.

    3. ταξίδι•

    утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•

    веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•

    запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•

    отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•

    собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•

    счастливой -и καλό ταξίδι.

    4. μέσο•

    упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.

    εκφρ.
    канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•
    конно-железная дорогаβλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•
    без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•
    по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•
    дать ή уступить -уκ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•
    перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•
    пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•
    стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•
    стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•
    он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση.

    Большой русско-греческий словарь > дорога

  • 62 дрожать

    -жу, -жишь, ρ.δ.
    1. τρέμω, ριγώ•

    -всем телом τρέμω σύγκορμος•

    дрожать от холода τρέμω από το κρύο.

    || τρεμοσβήνω, υποτρέμω, τρεμοφέγγω•

    звезда -ла το αστέρι τρεμόσβηνε.

    || (για φωνή, ήχο) τρέμω, τρεμουλιάζω. || έχω σπασμούς, σφαδάζω. || δονούμαι, πάλλομαι.
    2. φοβούμαι, τρομάζω. || με πιάνει φόβος για κάποιον•

    мать -ит за своих детей η μάνα τρέμει για τα παιδιά της•

    он -ит за свою жизнь αυτός τρέμει για τη ζωή του (φοβάται μήπως πεθάνει).

    || προφυλάγω πολύ•

    дрожать над детьми τρέμω μην πάθουν, κακό τα παιδιά.

    || τσιγγουνεύομαι πολύ•

    дрожать над каждой копейкой τρέμω για το κάθε καπίκι.

    Большой русско-греческий словарь > дрожать

  • 63 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 64 защитить

    -щищу, -щитишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. защищенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. υπερασπίζω, -ομαι, υποστηρίζω προστατεύω•

    защитить свою родину υπερασπίζω την πατρίδα μου•

    защитить диссертацию υποστηρίζω διατριβή•

    защитить слабых и угнетнных υποστηρίζω τους αδύνατους και καταπιεζόμενους.

    || (νομ,) συνηγορώ•

    защитить обвиняемого υπερασπίζω τον κατηγορούμενο,

    2. προφυλάσσω•

    защитить глаза ладонью от солнца προφυλάσσω τα μάτια από το φως του ήλιου με την παλάμη•

    защитить от ветра προφυλάσσω•

    атго τον άνεμο.

    προφυλάσσομαι•

    защитить от неприятеля προφυλάσσομαι από τον εχθρό•

    защитить от холода προφυλάσσομαι από το κρύο.

    Большой русско-греческий словарь > защитить

  • 65 зрение

    ουδ.
    όραση•

    слабое зрение αδύνατη όραση•

    лишиться -я στερούμαι της όρασης ή του φωτός, χάνω την όραση, το φως•

    обман -я οπτική απάτη (οφθαλμαπάτη).

    εκφρ.
    поле -я – πεδίο όρασης, οπτικό πεδίο νοητή έκταση ενός τομέα, επιστήμης κλπ. точка -я άποψη, γνώμη•
    изложить свою точку -я – εκθέτω την άποψη μου•
    под углом -я – με γωνία όρασης (όπως το βλέπω ή το εκτιμώ εγώ),

    Большой русско-греческий словарь > зрение

  • 66 изжить

    -живу, -жившь, παρλθ. χρ. изжил
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изжитый, βρ: -жит, -а, -о
    κ. изжитой, βρ: -жит, -а
    -ο; ρ.σ.μ.
    1. εξαλείφω, ξεριζώνω•

    изжить недостатки εξαλείφω τις αδυναμίες.

    2. τρώγω το ψωμίμου, πλησιάζω προς το τέλος•

    он -жил свою жизнь, свой век αυτός τό φάγε το ψωμί του (πλησιάζει προς το θάνατο).

    || υποφέρω, περνώ, τραβώ, δοκιμάζω, γεύομαι•

    изжить горе περνώ φαρμάκια•

    изжить печали περνώ θλίψη.

    εκφρ.
    он -ил себя – τό φάγε το ψωμί του, γέρασε, έγινε άχρηστος.
    ξοδεύω, δαπανώ (για δυνάμεις, μέσα κλπ,).

    Большой русско-греческий словарь > изжить

  • 67 кандидатура

    θ.
    1. υποψηφιότητα•

    выставить чью-л. -у προτείνω για υποψήφιο•

    снять свою -у αποσύρω την υποψηφιότητα μου.

    2. υποψήφιος•

    подходящая кандидатура καλός υποψήφιος.

    Большой русско-греческий словарь > кандидатура

  • 68 обернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрнутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. (περι)τυλίγω•

    обернуть шарф вокруг шя περιτυλίγω το κασχόλ γύρω στο λαιμό.

    2. περικαλύπτω, ντύνω.
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.)• γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    обернуть лицо στρέφω το πρόσωπο•

    обернуть дело в свою пользу γυρίζω την υπόθεση με το μέρος μου (προς όφελος μου).

    4. μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταμορφώνω.
    5. παλ. θέτω, βάζω σε κυκλοφορία
    деньги βάζω σε κυκλοφορία χρήματα.
    6. βλ. обернуться (2 σημ.).
    ανατρέπω, αναποδογυρίζω•

    обернуть лодку αναποδογυρίζω τη βάρκα.

    || εκτελώ, κάνω όλες τις απαραίτητες δουλειές.
    εκφρ.
    - вокруг (кругом) пальца – παίζω στα δάχτυλα, (τον, την κλπ.) έχω του χεριού μου, υποχείριο, κάνω όπως θέλω.
    1. γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    он -лся в сторону, назад αυτός γύρισε πλάγια, πίσω.

    || περιστρέφομαι, κάνω στροφές. || μτφ. παίρνω τροπή, κατεύθυνση•

    дела -лись хорошо τα πράγματα πήραν καλή τροπή.

    2. πηγαίνω με επιστροφή, επιστρέφω, γυρίζω.
    3. τα καταφέρω, τα βολεύω, τα βγάζω πέρα.
    4. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, μεταμορφώνομαι.
    5. ξοδεύομαι, πηγαίνω, αντιστοιχώ κυκλοφορώ (για χρήματα).
    6. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, (περι) καλύπτομαι, σκεπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обернуть

  • 69 обратить

    -ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•

    -йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•

    обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•

    обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•

    обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.

    || αλλάζω, μεταφέρω•

    -разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    || τραβώ, προσελκύω•

    обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.

    2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•

    обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•

    обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.

    3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•

    обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•

    обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    || τρέπω•

    обратить в бегство τρέπω σε φυγή•

    обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.

    4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•

    обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.

    εκφρ.
    в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.
    1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•

    обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•

    обратить вспять πισωγυρίζω.

    || κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•

    глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.

    || καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•

    обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.

    2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•

    он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.

    || περιφέρομαι.
    3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•

    обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•

    он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.

    4. οξύνω, εντείνω•

    обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•

    обратить в зр-ние εντείνω την όραση.

    || τρέπομαι•

    обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обратить

  • 70 объявить

    -явли, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объявленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ανακοινώνω, γνωστοποιώ• κοινοποιώ• δηλώνω•

    объявить о своём несогласии δηλώνω ότι δε συμφωνώ•

    объявить приговор ανακοινώνω καταδικαστική απόφαση•

    объявить своё мнение, свою волю γνωστοποιώ τη γνώμη μου, τη θέληση μου.

    || (αν)αγγέλλω δημοσιεύω•

    объявить приятную новость αναγγέλλω ευχάριστη είδηση•

    объявить о выходе книги αναγγέλλω την έκδοση βιβλίου.

    || εκφράζω•

    объявить благодарность εκφράζω την ευαρέσκεια.

    || φανερώνω, δείχνω•

    объявить свои намерения φανερώνω τις διαθέσεις μου.

    || καταγγέλλω•

    объявить о прекращении перемирия καταγγέλλω την ανακωχή.

    || φανερώνω, αποκαλύπτω, λέγω•

    объявить своё имя λέγω το όνομα μου (το ποιος είμαι).

    2. κηρύσσω•

    объявить войну κηρυσσω τον πόλεμο•

    объявить мобилизацию κηρύσσω επιστράτευση.

    || προκηρύσσω•

    объявить конкурс προκηρύσσω διαγωνισμό.

    || διακηρύσσω, διαγορεύω•

    объявить кого сумасшедшим διαδίδω για κάποιον ότι είναι τρελλός.

    1. (απλ.) εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι.
    2. παλ. κηρύσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > объявить

  • 71 объяснить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объяснённый, βρ: -нён, -нени, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. εξηγώ, ερμηνεύω• αποσαφηνίζω• επεξηγώ•

    объяснить свою мысль εξηγώ τη σκέψη μου•

    объяснить д-ло, вопрос φωτίζω μια υπόθεση, ένα ζήτημα•

    -явления природы εξηγώ τα φυσικά φαινόμενα.

    1. εξηγιέμαι, δίνω εξηγήσεις (για άρση παραξηγήσεων).
    2. ερμηνεύομαι, εξηγούμαι.
    εκφρ.
    объяснить в любви – κάνω ερωτική εξομολόγηση.

    Большой русско-греческий словарь > объяснить

  • 72 оградить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. огражденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. περιφράζω, περιμαντρώνω, περιτοιχίζω, περικλείνω. || χωρίζω με φράχτη.
    2. μτφ. προστατεύω, υπερασπίζω, προφυλάσσω•

    оградить от нападок προφυλάσσω από τις επιθέσεις•

    оградить свою честь φυλάγω την τιμή μου.

    παλ. αποχωρίζομαι, απομονώνομαι, ζω μακριά από τον κόσμο.

    Большой русско-греческий словарь > оградить

  • 73 одеть

    одену, оденешь, προστκ. одень, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одетый, βρ: одет, -а, -о.
    ρ.σ.μ.
    1. ντύνω•

    одеть ребнка ντύνω το παιδάκι.

    || στολίζω. || εξασφαλίζω από ρούχα•

    одеть свою семью ντύνω την οικογένεια μου.

    2. μτφ.. καλύπτω, σκεπάζω. || τυλίγω, περιβάλλω (για ομίχλη, σκοτάδι κ.τ.τ.)•
    3. σκεπάζω•

    одеть сына •

    одеялом σκεπάζω το παιδί με το πάπλωμα.

    1. ντύνομαι•

    тепло одеть ντύνομαι ζεστά•

    дурно (безвкусно) одеть ντύνομαι ακαλλαίσθητα.

    || εξασφαλίζομαι από ρούχα.
    2. μτφ. καλύπτομαι, σκεπάζομαι με (πρασινάδα, φυλλωσιά κ.τ.τ.). || τυλίγομαι, περιβάλλομαι (για ομίχλη σκοτάδι κ.τ.τ.).
    3. σκεπάζομαι (στον ύπνο)•

    одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα.

    Большой русско-греческий словарь > одеть

  • 74 отрицать

    ρ.δ.μ.
    1. αρνούμαι, δεν παραδέχομαι•

    отрицать свою вину αρνούμαι το σφάλμα μου•

    отрицать своё участие в деле αρνούμαι τη συμμετοχή μου στην υπόθεση.

    2. αποποιούμαι, απορρίπτω.
    παλ. αρνούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > отрицать

  • 75 отстоять

    -тою, -тоишь
    ρ.σ.μ.
    υπερασπίζω, -ομαι, προασπίζω, -ομαι•

    отстоять родину υπερασπίζω την πατρίδα.

    || υποστηρίζω•

    отстоять свою точку зрения υποστηρίζω την άποψη μου.

    -тою, -тоишь
    ρ.σ.
    1. μένω, παραμένω ορθός ως το τέλος•

    отстоять на ногах весь концерт στέκομαι ορθός ως το τέλος της συναυλίας.

    2. κουράζομαι από την ορθοστασία.
    -тою, -тоишь
    ρ.δ.
    βρίσκομαι σε κάποια απόσταση, είμαι μακριά από•

    дом -ит от деревни на полкилометра το σπίτι είναι μακριά από το χωριό μισό χιλιόμετρο.

    Большой русско-греческий словарь > отстоять

  • 76 ошибка

    θ.
    λάθος, σφάλμα, πλάνη•

    допустить ошибку κάνω λάθος•

    орфографическая ошибка ορθογραφικό λάθος•

    грамматические и синтаксические -и γραμματικά και συντακτικά λάθη•

    ошибка за -ой λάθη ένα κοντά τ άλλο•

    -на -е απανωτά λάθη•

    по -е κατά λάθος, από λάθος•

    неисправимая ошибка ανεπανόρθωτο λάθος•

    грубая ошибка χοντρό λάθος•

    судебная ошибка δικαστική πλάνη•

    сознавать свою -у αναγνωρίζω (παραδέχομαι) το λάθος μου•

    ошибка в счёт λάθος στο λογαριασμό•

    буквенная- τυπογραφικό παρόραμα.

    Большой русско-греческий словарь > ошибка

  • 77 пережить

    -живу, -жившь, παρλθ. χρ. пережил
    -жила, пережило, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пережитый, βρ: -жит, -а, -о κ. пережитый, βρ: -жит, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ζω•

    больной не -живёт ночь ο άρρωστος δε θα ζήσει ως το πρωί.

    2. ζω περισσότερο από ένα άλλον. || τρώγω το ψωμί μου χάνω•

    писатель -ил свою литературную славу ο συγγραφέας έχασε τη λογοτεχνική του δόξα.

    3. επιζώ, επιβιώνω. || υπομένω, υποφέρω, αντέχω, βαστώ•

    пережить удар судьбы αντέχω στο χτύπημα της τύχης (στα βάσανα).

    4. δοκιμάζω, υφίσταμαι•

    я -ил много υπόφερα (πέρασα) πολλά•

    пережить кризис περνώ κρίση•.- сильные огорчения περνώ μεγάλες πίκρες.

    εκφρ.
    пережить (самого) себя – α) αποθανατίζω τον εαυτό μου. β) χάνομαι, σβήνω, παρακμάζω.

    Большой русско-греческий словарь > пережить

  • 78 переплести

    -плету, -плетёшь, παρλθ. χρ. переплл
    -плела, -лб, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переплетнный, βρ: -тн, -тена,, -тено
    ρ.σ.μ.
    1. δένω• βιβλιοδετώ•

    он -л свою книгу αυτός έδεσε το βιβλίο του.

    2. τυλίγω, πλέκω. || συνδέω, ενώνω. || (περι)τυλίγω, (περι)ελίσσω. || μτφ. συνδέομαι αδιάρρηκτα.
    3. ξαναπλέκω•

    переплести косы ξαναπλέκω τις κοσίδες.

    περιτυλίγομαι, περιελίσσομαι. || συνδέομαι αδιάρρηκτα.

    Большой русско-греческий словарь > переплести

  • 79 подпись

    θ.
    1. υπογραφή•

    бумаги пошли на подпись τα χαρτιά πήγαν για υπογραφή•

    давать (дать) на подпись δίνω για υπογραφή•

    он поставил свою подпись αυτός έβαλε την υπογραφή του•

    приказ за подписью директора διαταγή με υπογραφή του διευθυντή•

    подпись неразборчива η υπογραφή είναι δυσανάγνωστη•

    фальшивая подпись πλαστή υπογραφή.

    2. επιγραφή κάτω από (κείμενο, εικόνα κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > подпись

  • 80 покинуть

    ρ.σ.μ. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ• φεύγω•

    он -ул свою жену αυτός παράτησε τη γυναίκα του•

    покинуть город αφήνω την πόλη•

    -службу φεύγω από την υπηρεσία•

    силы -ли меня οι δυνάμεις με εγκατέλειψαν.

    Большой русско-греческий словарь > покинуть

См. также в других словарях:

  • Свою голову положу, да твою-то с плеч снесу. — Свою голову положу, да твою то с плеч снесу. См. КАРА УГРОЗА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • СКЛОНИТЬ НА СВОЮ СТОРОНУ — кто кого, реже что [чего, какую] Убедить в своих взглядах, добиться поддержки. Имеется в виду, что лицо или группа объединённых общими интересами лиц (Y) смогли повлиять на другое лицо, другую группу лиц, на социальный коллектив (X) таким образом …   Фразеологический словарь русского языка

  • НА СВОЮ ГОЛОВУ — делать что л. Во вред, в ущерб себе. Имеется в виду, что лицо (Х) совершило (реже совершает) импульсивные, необдуманные действия (Р), тем самым навлекая на себя (реже на кого л. другого) неприятности или вызывая нежелательные последствия. Обычно… …   Фразеологический словарь русского языка

  • ВНЕСТИ СВОЮ ЛЕПТУ — кто во что Принимать посильное участие в каком л. деле. Имеется в виду, что лицо или социальный коллектив (Х) вносит свою долю, плод своего труда в полезное дело или начинание (Z). Говорится с одобрением. книжн. ✦ Х вносит [свою] лепту в Z.… …   Фразеологический словарь русского языка

  • ВНОСИТЬ СВОЮ ЛЕПТУ — кто во что Принимать посильное участие в каком л. деле. Имеется в виду, что лицо или социальный коллектив (Х) вносит свою долю, плод своего труда в полезное дело или начинание (Z). Говорится с одобрением. книжн. ✦ Х вносит [свою] лепту в Z.… …   Фразеологический словарь русского языка

  • ПОДВЕРГНУТЬ СВОЮ ЖИЗНЬ — Вопрос о смешении или «скрещении» языков один из острых, боевых вопросов современной лингвистики. Он сохраняет все свое значение и для истории русского литературного языка. Русский литературный язык глубоко оригинальный, самобытный в своих… …   История слов

  • Береги свою косынку — Береги свою косынку, Татьяна Береги свою косынку, Татьяна Pidä huivista kiinni, Tatjana Жанр …   Википедия

  • на свою шею — на свою задницу, себе во вред, себе на шею, на свою голову Словарь русских синонимов. на свою шею нареч, кол во синонимов: 5 • на свою голову (5) • …   Словарь синонимов

  • Спуститься на свою волну — Going Down in LA LA Land …   Википедия

  • Береги свою косынку, Татьяна — Pidä huivista kiinni, Tatjana Жанр комедия Режиссёр …   Википедия

  • Я убил свою маму — J ai tué ma mère Жанр …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»