Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

обратиться

  • 1 обратиться

    Русско-греческий словарь > обратиться

  • 2 обратиться

    обратить||ся
    см. обращаться 1\обратиться4· ◊ \обратитьсяся в бегство τρέπομαι είς φυγήν,τό βάζω στά πόδια.

    Русско-новогреческий словарь > обратиться

  • 3 отослать

    1. (отправить, послать) αποστέλλω, στέλνω, ξαποστέλνω 2. (предложить обратиться куда-л.) παραπέμπτω
    - к предыдущему номеру журнала - στο προηγούμενο τεύχος του περιοδικού.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отослать

  • 4 прогореть

    1. (пострадать от огня) καί(γ)ομαι 2. (сгореть, обратиться в угли) κατακαίομαι 3. (пробыть зажённым в течение какого-л. времени) καίω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прогореть

  • 5 воззвание

    воззвание с η έκκληση' обратиться с \воззванием απευθύνω (или κάνω) έκκληση
    * * *
    с
    η έκκληση

    обрати́ться с воззва́нием — απευθύνω ( или κάνω) έκκληση

    Русско-греческий словарь > воззвание

  • 6 обратить

    обратить στρέφω, κατευθύνω (направить)' \обратить внимание на что-л. προσέχω, στρέφω την προσοχή μου σε κάτι ◇ \обратить в бегство кого-л. τρέπω σε φυγή κάποιον \обратиться см. обращаться 1
    * * *
    στρέφω, κατευθύνω ( направить)

    обрати́ть внима́ние на что-л. — προσέχω, στρέφω την προσοχή μου σε κάτι

    ••

    обрати́ть в бе́гство кого́-л. — τρέπω σε φυγή κάποιον

    Русско-греческий словарь > обратить

  • 7 не

    не I
    частица отриц. ὄχι / δέν, μή[ν] (с глаголом):
    я не хочу δέν θέλω· не знаю, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· там не было места ἐκεῖ δέν ὑπήρχε θέση· не говори́ ничего́ μήν πεϊς τίποτα· это совсем не τό αὐτό εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό· разве вы не читали статью в газете? μά δέν διαβάσατε τό ἀρθρο στήν ἐφημερίδα;· он не очень хороший человек δέν εἶναι καλός ἄνθρωπος' ее не узнать Εγινε ἀγνώριστη· им не уйти́ от ответа θά δώσουν λογο· не могу не согласиться δέν μπορώ νά μή συμφωνήσω· не хотите ли пойти́ в театр? θά θέλατε μήπως νά πᾶτε στό θέατρο;· кто не знает... ποιος δέν ξέρει...· как не помочь... πως νά μή βοηθήσει κανείς·
    2. в составе сложных союзов:
    не то разг εἰδεμή,. ἐν ἐναντία περιπτώσει· уходи́, не то плохо будет φύγε, είδεμή θά βρεις τό μπελά σου· не то... не то... ή... ή...· не то ехать не то нет νά πάω νά μήν πάω, δέν ξέρω νά φύγω ἡ νά μή φύγω· не кто нно́й как... αὐτός ὁ ἰδιος· не только, но и... ὄχι μόνον, ἀλλά καί...· ◊ ему не до развлечений δέν εἶναι γιά διασκεδάσεις· ему не до меня δέν ἔχει καιρό ν' ἀσχοληθεί μαζί μου· чуть не... παρά λίγο· едва не... σχεδόν не за что (в ответ на благодарность) παρακαλώ, τίποτε· не раз πολλές φορές, πολλάκις· ему́ было не по себе αἰσθανότανε τόν ἐαυτό του ἀσχημα· тем не менее κι ὀμως, πλήν ὀμως, παρ· ὀλα αὐτά.
    не II
    (отделяемая часть местоимений некого, нечего) δέν:
    не у кого спросить δέν ὑπάρχει κανένας νά ρωτήσουμε· не с кем поговорить δέν ὑπάρχει ἀνθρωπος νά μιλήσουμε μαζύ του· не к кому обратиться δέν ἔχω σέ ποιόν νά ἀποταν-θῶ· не о чем говорить δέν ἐχουμε τί νά ποῦμε· не на что жить δέν ἐχει τά προς τό ζήν.

    Русско-новогреческий словарь > не

  • 8 побежать

    побежа||ть
    сов ἀρχίζω νά τρέχω, τρέχω / τρέπομαι εἰς φυγήν (обратиться в бегство):
    \побежать на помощь кому-л. τρέχω εἰς βοήθειαν κάποιου· противник \побежатьл ὁ ἐχθρός ἐτράπη εἰς φυγήν.

    Русско-новогреческий словарь > побежать

  • 9 приветствие

    приве́тств||ие
    с ὁ χαιρετισμός / ἡ προσφώνηση (речь):
    ответить на \приветствиеис ἀνταποδίδω χαιρετισμό, ἀντιχαιρετώ / ἀντιπροσφωνώ (речью)· обратиться с \приветствиеием χαιρετίζω, προσφωνώ· обменяться \приветствиеиями ἀνταλλάσσω χαιρετιστήρια.

    Русско-новогреческий словарь > приветствие

  • 10 просьба

    просьб||а
    ж
    1. ἡ παράκληση/ ἡ αίτηση (официальная):
    у меня к вам \просьба θέλω νά σας παρακαλέσω γιά κάτι· обратиться с \просьбаой ἀπευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση· по \просьбае κατά παράκληση, κατ' ἀϊτησιν, τή αἰτήσει.

    Русско-новогреческий словарь > просьба

  • 11 бегство

    ουδ.
    1. φυγή, φευγιό, το φεύγα•

    обратиться в бегство τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, στο φεύγα.

    2. απόδραση, δραπέτευση•

    -из тюрьмы απόδραση από τη φυλακή•

    спастись -ом σώζομαι με τη φυγή.

    Большой русско-греческий словарь > бегство

  • 12 вопрос

    α.
    1. ερώτηση, -μα•

    отвечать на вопрос απαντώ σε ερώτηση•

    обратиться с -ом απευθύνομαι (αποτείνομαι) με ερώτηση, κάνω ερώτηση (ερωτώ).

    || το αμφίβολον, το άλυτον•

    это еще вопрос αυτό είναι ακόμα αμφίβολο•

    поставить под -ом βάζω για εξέταση, για συζήτηση.

    2. ζήτημα•

    обсудить вопрос συζητώ το ζήτημα•

    выдвинуть вопрос προβάλλω ζήτημα•

    поднять вопрос (ξε)ρηκώνω (εγείρω) ζήτημα.

    εκφρ.
    вопрос чести – ζήτημα τιμής•
    вопрос жизни или смерти – ζήτημα ζωής ή θανάτου.

    Большой русско-греческий словарь > вопрос

  • 13 напутствие

    ουδ.
    ευχή σε αναχωρούντα ή εκκινητή (έργου)•

    обратиться к кому-н. с -ем απευθύνω ευχές σε αναχωρούντα.

    Большой русско-греческий словарь > напутствие

  • 14 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

  • 15 оборотить

    -рочу, -ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обороченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. στρίβω, γυρίζω, στρέφω. || τρέπω, δίνω τροπή, κατεύθυνση.
    2. (για παραμύθια, μαγείες) μεταμορφώνω• μετατρέπω, μεταβάλλω.
    1. γυρίζω, στρίβω.
    2. βλ. обратиться (3 σημ.).
    3. (στα παραμύθια, μάγια κ.τ.τ.) μεταμορφώνο-νομαι, μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι.
    4. κυκλοφορώ, κάνω ένα γύρο.

    Большой русско-греческий словарь > оборотить

  • 16 обратить

    -ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•

    -йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•

    обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•

    обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•

    обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.

    || αλλάζω, μεταφέρω•

    -разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    || τραβώ, προσελκύω•

    обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.

    2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•

    обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•

    обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.

    3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•

    обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•

    обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    || τρέπω•

    обратить в бегство τρέπω σε φυγή•

    обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.

    4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•

    обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.

    εκφρ.
    в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.
    1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•

    обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•

    обратить вспять πισωγυρίζω.

    || κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•

    глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.

    || καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•

    обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.

    2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•

    он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.

    || περιφέρομαι.
    3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•

    обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•

    он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.

    4. οξύνω, εντείνω•

    обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•

    обратить в зр-ние εντείνω την όραση.

    || τρέπομαι•

    обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обратить

  • 17 обращать

    ρ.δ.
    βλ. обратить.
    1. βλ. обратиться.
    2. περιστρέφομαι, κινούμαι περί, γύρω•

    земля -ется вокруг солнца η γη κινείται περί τον ήλιο.

    3. κυκλοφορώ• είμαι, βρίσκομαι σε κυκλοφορία.
    4. (συμπερι)φέρομαΐ-οη•

    хорошо -ется с подчинёнными αυτός καλά συμπεριφέρεται προς τους υφιστάμενους.-

    5. χρησιμοποιώ, δουλεύω•

    уметь обращать с инструментом ξέρω (μπορώ) να χρησιμοποιώ το εργαλείο.

    6. καταγίνομαι, ασχολούμαι.
    7. κυκλοφορώ, μπαίνω σε κυκλοφορία.

    Большой русско-греческий словарь > обращать

  • 18 пепел

    -пла α. στάχτη, τέφρα.
    εκφρ.
    обратить в пепел – μετατρέπω σε στάχτη, κάνω στάχτη, αποτεφρώνω (καταστρέφω εντελώς)•
    обратиться в пепел – γίνομαι στάχτη, αποτεφρώνομαι, καταστρέφομαι τελείως•
    поднять из -пла – ανορθώνω (ανεγείρω) από τη στάχτη (από ολοκληρωτική καταστροφή)•
    посыпать -ом главу – βαρυπενθώ, βυθίζομαι σε πένθος.

    Большой русско-греческий словарь > пепел

  • 19 просьба

    θ.
    (προφέρεται πρόζμπα).
    παράκληση•

    я к вам с -ой ή у меня к вам просьба έχω να σας κάνω μια παράκληση•

    обратиться с -ой απευθύνομαι με την παράκληση.

    || αίτηση•

    подать -у δίνω (υποβάλλω) αίτηση.

    εκφρ.
    по -е – α) κατά παράκληση, β) με αίτηση.

    Большой русско-греческий словарь > просьба

  • 20 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

См. также в других словарях:

  • ОБРАТИТЬСЯ — ОБРАТИТЬСЯ, обращусь, обратишься, совер. (к обращаться). 1. Повернуться (книжн.). Обратиться лицом к свету. Обратиться вспять (повернуть назад; устар., теперь шутл.). || перейти, направиться на кого что нибудь обратно, возвратиться на кого что… …   Толковый словарь Ушакова

  • обратиться — устремиться, направиться; превратиться, перевоплотиться, перейти; адресоваться, перекинуться, стать, использовать, воззвать, прибегнуть, применить, упереться, взяться, пустить в ход, принять вид, уставиться, перерости, нацелиться, толкнуться,… …   Словарь синонимов

  • ОБРАТИТЬСЯ — ОБРАТИТЬСЯ, ащусь, атишься; совер. 1. вокруг чего. Совершить кругообразное движение вокруг чего н. О. вокруг своей оси. 2. к кому (чему). Повернуться в направлении кого чего н. О. лицом к окну. 3. перен., к кому (чему). Направиться на кого что н …   Толковый словарь Ожегова

  • обратиться — ращу/сь, рати/шься; св. см. тж. обращаться, обращение 1) а) Повернуться в сторону кого , чего л. Обрати/ться спиной к двери. Обратился лицом к окну. Все головы обратились к во …   Словарь многих выражений

  • Обратиться в бегство — ОБРАТИТЬСЯ, ащусь, атишься; сов. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • обратиться в зрение — таращить глаза, смотреть во все глаза, пялить глаза, смотреть, таращиться, пялиться, вызариться, глядеть во все глаза, вытаращить глаза, вылупить глаза, зыркать, вылупиться, глазеть, лупить глаза, глядеть Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

  • обратиться в ничто — свестись на нет, улетучиться, рассеяться как дым, раствориться, исчезнуть, сойти на нет, исчезнуть без следа, превратиться в ничто, исчезнуть бесследно, сгладиться, отмереть, стереться, отпасть, испариться, выветриться, утратиться, развеяться как …   Словарь синонимов

  • обратиться в пепел — превратиться в пепел, прогореть, истлеть, догореть, перегореть, сгореть, сгореть дотла Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

  • обратиться в прах — утратиться, исчезнуть Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

  • обратиться с просьбой — поклониться, попросить, взмолиться Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

  • обратиться в бегство — См …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»