-
101 δια-πειράω
δια-πειράω, versuchen, auf die Probe stellen; δωροδοκίαις, Plut. Pomp. 51; gew. med., τινός, z. B. αὐτοῦ τῆς ψυχῆς Her. 3, 14; Περσέων, es mit den Persern im Kampf versuchen, 5, 109; τῆς γνώμης Din. 2, 3; διαπεπειρᾶσϑαι, Thuc. 6, 91; dazu gehört aor. pass., Antiph. 5, 33; διαπειραϑῆναι τῶν δικαστῶν ὅ τι γνώσονται, ihre Meinung erforschen, Dem. 48, 46; διαπειρώμενος ἆρα Plat. Apol. 27 a.
-
102 διά-λυσις
διά-λυσις, ἡ, 1) Auflösung, Trennung, τῆς κοινωνίας Plat. Rep. I, 343 d; καὶ διάκρισις Phil. 32 a; τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος Gorg. 524 b; auch τοῦ σώματος allein, Phaed. 88 b; γεφύρας, Abbrechen, Thuc. 1, 137; χρεῶν, Tilgung, Bezahlung, Plat. Legg. III, 684 d; δανείων Plut. Cic. 41; auch absol., Arat. 12; dah. καὶ χάρις, Abstattung des Dankes, Demetr. 6; γάμου, Scheidung, Plut. Sull. 35. – Auflösung einer Versammlung, Entlassung; Ggstz σύλλογος Plat. Legg. VI, 758 d. συνδρομαί Plut. Pomp. 19; ähnl. ἀγορῆς, die Zeit, wo man den Markt verläßt, Her. 3, 104; dah. Beendigung, Ende, κακῶν Eur. Phoen. 438. – 2) Beilegung der Feindseligkeiten, Friedensstiftung, Pol. 5, 29; πολέμου Thuc. 4, 19; Luc. Zeux. 8; öfter Plut.; Aussöhnung, πρός τινα, Dem. 21, 119.
-
103 θεραπεία
θεραπεία, ἡ, 1) das Dienen, die Bedienung, die Hochachtung gegen Eltern u. höher Gestellte; ϑεραπεία τοῦ τε κοινοῦ αὐτῶν καὶ τῶν ἀεὶ προεστώτων Thuc. 3, 11; γονέων ϑεραπεῖαι καὶ τιμαί Plat. Legg. X, 886 c, wie Rep. IV, 425 b; ϑεῶν, Gottesdienst, Euthyphr. 13 d; vgl. Eur. El. 744; ἀγυιατίδες, des Apollo Agyieus, Ion 187; Isocr. 2, 20; ἡ περὶ τοὺς ϑεοὺς ϑερ. neben εὐσέβεια 11, 24; ἄλλαι ϑεῶν τε καὶ δαιμόνων καὶ ἡρώων ϑεραπεῖαι Plat. Rep. IV, 427 b; πᾶσαν ϑεραπείαν ὡς ἰσόϑεος ϑεραπευόμενος Phaedr. 255 a, wie auch Antiph. 4 β 4 ϑεραπείαν ϑεραπεύεσϑαι vrbdt; Xen. αὐτὸν ἐϑεράπευον πάσῃ ϑεραπείᾳ, Hell. 2, 3, 14; ἐν ϑεραπείᾳ ἔχειν, Jem. seine Hochachtung beweisen, ihm gefällig sein, Thuc. 1, 55; ϑεραπείαις προςαγαγέσϑαι Isocr. 3, 22. – Uebh. Dienstleistung, Eur. I. T. 314 u. A.; Pflege der Kranken, τῶν καμνόντων Plat. Prot. 345 a; τὰς ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ϑεραπείας, die Kur, τὰς διὰ καύσεων γιγνομένας, 354 a; τῶν περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὶ ϑεραπεῖαι τοῖς ἰατροῖς εὕρηνται, viele Heilungsarten, Isocr. 8, 39; Sp.; ϑεραπείαν προςάγειν Pol. 15, 25, 6; σώματος, Pflege u. Wartung des Körpers, Plat. Gorg. 464 b; ὅση περὶ τὸ ϑνητὸν πᾶν σῶμα ϑερ. Soph. 219 a; von Thieren, ἡ ἱππικὴ ἵππων ϑερ. Euthyphr. 13 a; von Pflanzen, τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Theaet. 149 e; τῶν ποπάνων καὶ ἑψημάτων Rep. V, 455 c; τῆς ψυχῆς Lach. 185 e; Xen. vrbdt ἐν ἐσϑῆτι καὶ ϑεραπείᾳ οὐ τῇ τυχούσῃ, Mem. 3, 11, 4, vom Putz. – 21 collectiv, Dienerschaft, Gefolge, ϑεραπηΐη δέ σφι ὄπισϑε ἕπεται πολλή Her. 1, 199, vgl. 7, 184; σὺν ἱππικῇ ϑεραπείᾳ Xen. Cyr. 4, 6, 1; Sp.; ὁ ἐπὶ τῆς ϑεραπείας, der Befehlshaber der Leibwache, Pol. 4, 87, 5 Hdn. 7, 1, 10; N. T.
-
104 ἀποῤ-ῥέω
ἀποῤ-ῥέω (s. ῥέω), herabfließen, vom Blute, Aesch. Ag. 1267; ἐκ κρήνης Plat. Crit. 113 e; übh. abfallen, τῆς ψυχῆς τὰ πτερά Phaedr. 246 d; φλὸξ τῶν σω-μάτων Tim. 67 c; τὰ φύλλα τῶν στεφάνων Dem. 24, 177; ἀλλήλων, auseinandergehen, Plat. Legg. VI, 776 a; ἀπέῤῥεον ἀπ' αὐτοῦ, trennten sich von ihm, Pol. 5, 26, 11; ἀπέῤῥευσε, er machte sich davon, 5, 15, 7; τῆς αὐλῆς, entfremdet werden, Plut. Arat. 51; übh. sich verlieren, verschwinden, μνῆστις Soph. A. 519; vgl. El. 988.
-
105 ἀμείβω
ἀμείβω, wechseln, Hom. oft, in folgenden Formen: ἀμείβων Iliad. 11, 547, ἀμείβοντες 23, 712, ἄμειβεν 17, 192, ἄμειβον plur. 14, 381; – ἀμεἰβεται 15, 684. ἀμείβεο imperat. Od. 17, 393, ἀμείβεσϑον imper. Iliad. 23, 492, ἀμειβόμενος 3, 437 u. oft, - μένω Od. 3, 148, - μενοι Iliad. 9, 471, - μένη Od. 4, 234, - μεναι Iliad. 1, 604, ἠμείβετο 1, 292 u. oft, ἀμείβετο 3, 171 u. oft, ἀμειβόμεϑα impft. Od. 11, 225, ἠμείψατο Iliad. 23, 542, ἀμείψατο 4, 403, ἀμείψεται conj. Iliad. 9, 409 Od. 10, 328, ἀμείψασϑαι Od. 2, 83, ἀμειψάμενος 24, 285; – τεύχεα πρός τινα die Rüstung mit einem wechseln Il. 6, 235, vgl. 14. 381; ἔντε' ἄμειβεν, er wechselte die Waffen, 17, 192; ὀλίγον γόνυ γουνὸς ἀμείβων, Knie mit Knie wechselnd, langsam schreitend, 11, 547; οἱ ἀμείβοντες die sich gegen einander lehnenden Dachsparren 23, 712, wie Nonn. 11. 37, 588; Pind. ἵππους ἀντὶ δελφίνων, austauschend, P. 4, 17; von dem Wechsel eines Ortes, λόφον P. 5, 36, über den Hügel gehen; so bes. Tragg., π ορϑμόν Aesch. Pers. 59. βαλὸν ἕρκειον πυλῶν Ch. 564; στέγας, ἑστίαν, das Haus verlassen, Soph. Phil. 1246 ( Schol. καταλιπών) Trach. 655; κέλευϑον, πόρον, Eur. Or. 1294 Iph. A. 144; Τμῶλον, nach d. Tmolus gehn, Bacch. 65; δώματα El. 750; κλίμακος βάϑρα, hinaufsteigen, Phoen. 1186. Auch in Prosa, ϑύρας ἀμεῖψαι, in die Thür hineingehen, Her. 4, 72; χώραν Plat. Parm. 138 d; πόλιν ἐκ πόλεως, von Stadt zu Stadt gehen, Soph. 224 b; γῆν Luc. Gymn. 18; öfter so in Anthol.; auch = verwandeln, χρῶτα βαφῇ Aesch. Pers. 309; μορφὴν ἐκ ϑεοῦ βροτησίαν, seine Gestalt aus der eines Gottes in die menschliche verwandeln, Eur. Bacch. 4; καινὸν ἐκ καινῶν Or. 1503; τὸν πόσιν ἀντὶ τῆς ψυχῆς Alc. 463, d. i. mit dem Leben loskaufen; πέπλους αντὶ στολῆς Hel. 1398; auch der bloße gen., πέπλους μέλανας λευκῶν 1293; Ibyc. 51 τιμὰν πρὸς ἀνϑρώπων ἀμείψω, Ehre eintauschen; χάριν τροφᾶς ἀμεῖψαι, Dank abstatten für die Erziehung, Aesch. Ag. 711; auch παλίμποινα ἀμ., vergelten, Ch. 782; ἐν ἀμείβοντι = ἀμοιβαδίς, Pind. N. l 1, 42. – Häufiger im med.; für den aor. med. tritt auch der aor. pass. ein, Pind. P. 4, 102; aber ἀμειφϑεῖσαι κέλευϑ οι Parm. 9 (IX, 304) sind verwechselte Wege; vgl. ἀπαμείβομαι; für sich eintauschen, vertauschen, abwechseln, Soph. Trach. 737 λῴους φρένας τῶν νῦν παρουσῶν τῶνδ' ἀμείψασϑαί ποϑεν, die jetzige Gesinnung mit einer besseren vertauschen; Hom. Iliad. 9, 471 οἱ μὲν ἀμειβόμενοι φυλακὰς ἔχον; Od. 1, 875. 2, 140 ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους; – von einem Tänzerpaare Od. 8, 379 ὠρχείσϑην ταρφέ' ἀμειβομένω; Iliad. 1, 604 φόρμιγγος, ἣν ἔχ' Ἀπόλλων, μουσάων ϑ', αἳ ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ, vgl. Od. 24, 80; – bes. 1) antworten, τὸν δ'Ἑλένη μύϑοισιν ἀμείβετο Il. 3, 171, u. häufig ἀμειβόμενος προσέειπε, προσηύδα, τὸν δ' ἠμείβετο; χαλεποῖσιν ἀμειβομένω ἐπέεσσιν Od. 3, 148; so Tragg., ἔπος πρὸς ἔπος Aesch. Eum. 556, ξένους ἔπη Suppl. 192, πρὸς ταῦτα 246; Soph. Phil. 378; ἕν μ' ἄμειψαι O. C. 995; μῦϑον ἀμείβεσϑαι Eur. Suppl. 478, πρῶτα σὲ πρὸς τὰ πρῶτ' ἀμείψομαι 517, ἄνδρα λόγοις Rhes. 639, πρὸς ταῦτα λόγῳ Troad. 903; Her. theils ebenso 1, 35, ταῠτα τοὺς φίλους ἠμείψατο 2, 173, theils τινὰ τοῖςδε, mit solchen Worten, 1, 120. 2, 173 u. sonst; auch Plut. u. Luc. – 2) den Ort vertauschen: ψυχή, ἐπεὶ ἄρ κεν ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων, sobald die Seele den Zaun der Zähne überschritten hat, Iliad. 9, 409; Od. 10, 328 οὐδὲ γὰρ οὐδέ τις ἄλλος ἀνὴρ τάδε φάρμακ' ἀνέτλη, ὅς κε πίῃ καὶ πρῶτον ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων, entweder conj. conditional. statt des optat. iterativ., oder ἀνέτλη in Präsensbdtg, wie der aor. oft, = pflegt zu ertragen; – Tragg. τόπον, πέδον, πρόϑυρα, hineingehen, Aesch. Suppl. 229 Spt. 286 Ch. 859; ὅταν δι' ἐχϑρᾶς ποὺς ἀμείβηται χϑονός Phoen. 278; πύλας Alc. 755; Pind. χϑόνα P. 4, 226; ἄλλην ἐξ ἄλλης πόλιν πόλεως, von einer Stadt zur andern gehen, Plat. Apol. 37 d; ὑπὲρ ϑύρας οὐδὸν ἀμ., über die Schwelle ins Haus gehen, Theocr. 2, 104; οὐρανοῦ γῆν ἀμειψαμένη Plut. de exil. a. E. – 3) δώροις ἀμ., Gabe mit Gabe erwiedern, Od. 24, 285; dah. übh. vergelten, χάριν Soph. El. 132; Dank erwidern, εὐεργέταν Pind. I. 1, 53; ζημίαν κέρδη πον ηρὰ ἠμείψαντο, sie gaben ihm schlechten Lohn, Eur. Cycl. 311; εἰ δ' ἀμείψεται φόνον δικάζων φόνος El. 1093; χάριν φιλότητος Soph. El. 134; εὐεργεσίας ἀξίαις χάρισιν Xen. Mem. 4, 3, 15; τινὰ χρηστοῖ. σιν ἔργοις Her. I, 97 vgl. 2, 41; τοῖς ὁμοίοις ἀμειβόμενοι Dem. 20, 6; σὲ δὲ ϑεοὶ ἀμείψαιντο, die Götter mögen Dir vergelten, Hel.; ἀμείψομαί σε τῆςδε τῆς δικαιοσύνης Luc. Somn. 15; τινὰ δικαίᾳ ἀμοιβῇ Asin. 27.
-
106 ἀίσθω
ἀίσθω, Hom. zweimal, Il. 20, 403 αὐτὰρ ὁ ϑυμὸν ἄισϑε καὶ ἤρυγεν, ὡς ὅτε ταῦρος –. ἃς ἄρα τόν γ' ἐρυγόντα λέπ' ὀστέα ϑυμὸς ἀγήνωρ; 16, 468 ὁ δ' ἔβραχε ϑυμὸν ἀίσϑων, κὰδ δ' έπεσ' ἐν κονίῃσι μακών, απὸ δ' ἔπτατο ϑυμός. Hiernach kann ϑυμὸν ἄισϑε nicht heißen = er hauchte die Seele aus; wie Einige erklären. Man vgl. vielmehr 15, 252 ἐφἀμην νέκυας καὶ δῶμ' Ἀίδαο ἤματι τῷδ' ἴξεσϑαι, ἐπεἰ φίλον ἄιον ἦτορ, wo Ariston. Scholl. ἡ διπλῆ, ὅτι ἄιον ἀντὶ τοῠ ἐπῃσϑόμην, τοῦτο δέ ἐστι τῆς ψυχῆς μοῦ ήψατο. καὶ ἐν ἄλλοις (11, 532) »τοὶ δὲ πληγῆς ἀίοντες« ἐπαισϑόμενοι τῆς πληγῆς. Also ἀίσϑω = αἴσϑω, act. zu αἴσϑομαι, αἰσϑάνομαι; ϑυμὸν ἄισϑε = er fühlte sein Leben, durch die Verwundung, d. h. er zuckte zusammen, im innersten Leben getroffen. Apoll. Lex. Hom. 16, 16 ἀίσϑων αἰσϑόμενος· »ὁ δ' ἀνέβραχε ϑυμὸν ἀίσϑων«. – Opp. H. 5, 311.
-
107 ἐπι-σκοτέω
ἐπι-σκοτέω, verfinstern, verdunkeln, im Lichte stehen, τινί, ἐπεσκότει τῷ Κτησίππῳ τῆς ϑέας, er verhinderte ihn am Anblick, Plat. Euthyd. 274 c; οἰκίαν ᾠκοδόμηκε τοσαύτην ὥστε πᾶσιν ἐπισκοτεῖν τοῖς ἐν τῷ τόπῳ Dem. 21, 158; νέφος ὃ ἐπισκοτήσει Μακεδόσιν Pol. 9, 37, 10; absol., Pol. 34, 12, 2; Polyaen. 8, 23, 2. – Häufiger übertr., ἡ ῥώμη ταῖς τῆς ψυχῆς ἐπιμελείαις ἐπεσκότησε Isocr. 1, 6, that ihnen Eintrag, war hinderlich; ἐπισκοτεῖ τούτοις τὸ κατορϑοῦν Dem. 2, 20, dem nachher συγκρύπτειν u. συσκιάζειν entspricht; τῇ κρίσει τὸ ἴδιον ἡδύ Arist. rhet. 1, 1; τὸν οἶνον τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖν Eubul. bei Ath. II, 43 f; ἐπισκοτεῖσϑαι καὶ κωλύεσϑαι Pol. 2, 39, 12; – τῇ ἀπειρίῃ ἐπισκοτεύμενος, wegen Unerfahrenheit sich in Ungewißheit befindend, Hippocr.
-
108 ἦθος
ἦθος, τό (vgl. ἔϑος), 1) der gewohnte Aufenthalt, Wohnsitz, Wohnort, wohl nur im plur., eigtl. ion., s. Greg. Cor. p. 494; bei Hom. von Thieren, ἤϑεα καὶ νομὸς ἵππων, Il. 6, 511. 15, 268; von Schweinen, κατὰ ἤϑεα κοιμηϑῆναι Od. 14, 411, also Stall, Kosen; vgl. Arist. de mundo 6 med. τὸ χερσαῖον ζῷον εἰς τὰ ἤϑεα καὶ νομοὺς ἐξερπύσει. Von Fischen, Opp. H. 1, 93. Von Menschen, ἕπεται πόλιν τε καὶ ἤϑεα λαῶν, Wohnungen der Menschen, Hes. O. 169. 527; auch Pind., Λακεδαιμονίων μιχϑέντες ἀνδρῶν ἤϑεσι P. 4, 257, nach Lacedämon gekommen; Aesch. Suppl. 62; oft Her., Κιμμέριοι ἐξ ἠϑέων ὑπὸ Σκυϑέων ἐξαναστάντες 1, 15, ἀπήλαυνε ἐς ἤϑεα τὰ Περσῶν 1, 157; 4, 80; auch Eur., πατρίδος ϑεοί μ' ἀφιδρύσαντο γῆς ἐς βάρβαρ' ἤϑη Hel. 281; sp. D., ἤϑεα γαίης D. Per. 294, öfter; einzeln in sp. Prosa, wie Arr. καὶ Ταξίλην ἀποπέμπει ὀπίσω εἰς τὰ ἤϑεα τὰ αὑτοῦ, An. 5, 20, 6; ἔνϑα φίλα τὰ ἤϑη αὐτῷ καὶ τριβαὶ κεχαρισμέναι Ael. H. A. 11, 10, öfter; Philostr. braucht so auch den sing. – Bei Plat. Tim. 42 e, ἔμενεν ἐν τῷ ἑαυτοῠ κατὰ τρόπον ἤϑει, u. Legg. IX, 965 e, ὁρῶν τὸν ἑαυτοῦ φονέα ἐν τοῖς ἤϑεσι τοῖς τῆς ἑαυτοῦ συνηϑείας ἀναστρεφόμενον, ist an das Geistige zu denken, so daß diese Stellen den Uebergang zu der folgenden Bdtg machen. – 2) Gewohnheit, Herkommen, Sitte, Hes. O. 139, καὶ νόμοι Th. 66; Her. 2, 35, wie Eur. ἐς καινὰ δ' ἤϑη καὶ νόμους ἀφιγμένην, Med. 238; die Art der Menschen zu handeln u. zu reden, Charakter, Sinnesart, Gesinnung, ἐπίκλοπον Hes. O. 67; ἦϑος ἐμφυές Pind. Ol. 10, 21; συγγενές 13, 13; φίλα γὰρ κέκευϑεν ἤϑη Aesch. Pers. 640; ἀκίχητα ἤϑεα καὶ κέαρ ἀπαράμυϑον Prom. 184; ὦ μιαρὸν ἦϑος Soph. Ant. 742; παιδεύειν ἦϑος Ai. 592; Eur. Suppl. 869; τὰ τῶν νέων ἤϑη, πολιτείας, Plat. Rep. VIII, 549 a Legg. XI, 929 c; ἐν νόμων ἤϑεσι u. ä. oft; im sing. Charakter, Gemüth, φρόνιμον καὶ ἡσύχιον Rep. X, 604 e; γενναῖον VI, 496 b; ἀνδρεῖον Polit. 308 a; τὸ τῆς ψυχῆς ἦϑος Rep. III, 400 d, öfter; ἐν τοιούτοις ἤϑεσι παιδευϑέντες Isocr. 4, 82. Häufig πρᾷος τὸ ἦϑος, mild an Sinnesart, Plat. Phaedr. 243 c; φιλόπολις τὸ ἦϑος Thuc. bei Poll. 9, 26; βελτίων τὸ ἦϑος Dem. 20, 14; ἀσϑενὴς τὸ ἦϑος Arist. H. A. 9, 12; Sp., wie Luc. Salt. 72; selten in solchen Verbindungen τῷ ἤϑει, wie Theophr. char. 6; auch im plur., κόσμιοι τὰ ἤϑη, Ath. VI, 260 d, κράτιστος τὰ ἤϑη D. L. 6, 64; ἁπλοῖ τοῖς ἤϑεσι, D. Sic. 5, 21, was Phryn. 364 tadelt, vgl. Lob. zu der Stelle; Sp. so auch mit praepos., βδελυροὶ εἰς τὰ ἤϑη, Luc. Pseudol. 1, 16; ὑψηλὸς ἐν ἤϑει, Plut. Dion. 4; ἱερὸς τὴν τέχνην καὶ κατὰ τὰ ἤϑη, Ath. I, 1 e. – Vgl. ἔϑος; Plat. vrbdt τρόπων ἤϑεσι καὶ ἔϑεσι, Legg. XII, 968 d; τρόποι καὶ ἤϑη X, 896 c. – Auch vom äußern Wesen, ἱλαρὸν τὸ ἦϑος Xen. Conv. 8, 3. – Jeder Ausdruck der Sinnesart, Mienen u. Gesichtszüge, insofern sich ein Charakter darin ausdrückt, bes. die ruhigen Seelenzustände, im Ggstz von πάϑος. S. die compp.
-
109 διαμνημονευω
1) отчетливо вспоминать, припоминать(τινός Her., Thuc., Plat. и τι Xen., Plut., Luc.)
2) упоминать, передавать(τι Plut.)
φύσιν τῆς ψυχῆς καὴ τῆς μορφῆς τοιαύτην ἔχων διαμνημονεύεται Xen. — о его характере и внешности говорится следующее3) напоминать(τινί τι Plat.)
4) твердо помнить Lys.τὸν διαμνημονεύοντα ποιήσασθαι τέν ἐπ΄ Αἴγυπτον στρατηΐην Her. — (говорят, что Камбис), помня об этом, пошел войной на Египет
-
110 διανοια
ἥ1) замысел, намерение(μαινόλις Aesch.; παλιλλογῆσαί τινι τέν ἑωυτοῦ διάνοιαν Her.)
τέν διάνοιαν ἔχειν τινός Thuc. — намереваться сделать что-л.2) мысль, мнение, взгляд(τέν διάνοιαν ταύτην ἔχειν Plat. и λαβεῖν Arst.)
3) образ мыслей, духовный обликτὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖ εἶναι Isocr. — название «эллины» обозначает, повидимому, уже не племя, а образ мыслей
4) размышление, мышление(πᾶσα δ. ἢ πρακτική, ἢ ποιητική, ἢ θεωρητική Arst.)
ὅ ἐντὸς τῆς ψυχῆς πρὸς αὑτέν διάλογος ἄνευ φωνῆς (sc. ἐστιν ἥ δ.) Plat. — размышление есть внутренняя и беззвучная беседа сознания с самим собой5) разум, сознание, дух6) смысл, значение(ὀνομάτων Lys., Plat.; τοῦ λεγομένου Arst.)
-
111 εκτεμνω
эп.-ион. ἐκτάμνω1) вырезывать(ὀϊστὸν μηροῦ Hom.; ὥσπερ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς Plat.)
; перен. очерчивать, описывать2) отрезывать, отрубать(μηρούς Hom.; πλόκαμον Eur.; γλῶσσαν Her.; φυτὰ ἐκτετμημένα Arst.)
3) перерезывать(τὸν λάρυγγά τινος Arph.; νεῦρα τῆς πόλεως Plut.)
4) вырубать, срубать(αἴγειρον Hom.; ἔλαιον Soph.; τὰ πρέμνα Lys.)
5) оскоплять, кастрировать(παῖδας Her.; τοὺς ἀλεκτρυόνας Plut.; ταῦρος ἐκτμηθείς Arst.)
οἱ ἐκτετμημένοι Arst. — кастраты6) досл. подрезывать, перен. подсекать, разрушать(ἐλπίδας Anth.; τέν ἀλκήν Plut.)
7) med. усыплять бдительность, обезоруживать(τῇ φιλανθρωπίᾳ τινά Polyb.)
-
112 επισκοτεω
1) затемнять, помрачать, бросать тень(τινι Dem., Polyb., Plut.)
ἐ. τινι τῆς θέας Plat. — заслонять кому-л. вид на что-л.2) перен. затемнять, наносить ущерб, препятствовать(ταῖς τῆς ψυχῆς ἐπιμελείαις Isocr.; τῷ λογισμῷ Arst.; ταῖς ἀρεταῖς τινος Plut.)
ἐ. τῇ κρίσει и πρὸς τὸ κρίνειν Arst. — затемнять суждение -
113 ευεξια
ἥ хорошее состояние, сила, крепость, здоровье(τῶν σωμάτων Plat.; τῆς ψυχῆς Plat.; εὐ. καὴ καχεξία Plat., Arst.; εὐ. τῆς πολιτείας Xen. или πολιτική Arst.)
φιονῆς εὐ. Plut. — зычный голос;εὐ. ἐν τοῖς πολεμικοῖς Polyb. — боеспособность -
114 ηθος
- εος τό1) местопребывание, обиталище, жилье(ἤθεα Περσέων Her.; βάρβαρα ἤθη Eur.)
ἤθη τῶν λεόντων Her. — логова львов;ἤθεα ἵππων Hom. — стойла для лошадей;ἦ. συῶν Hom. — свиной хлев;ἦ. τοῦ ἡλίου Her. — место восхода солнца;εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὴ νομούς Arst. — восвояси2) (= ἔθος См. εθος) навык, обыкновение, обычай, привычка(ἤθεά τε καὴ νόμοι Her.)
3) (тж. ἦ. τῆς ψυχῆς Plat.) душевный склад, нрав, натура, характер(μιαρόν Soph.)
ἀσθενές τὸ ἦ. (acc.) Arst. — вялый, ленивый;ἦ. τινος παιδεύειν Aesch. — изменить чей-л. нрав;πρᾷος τὸ ἦ. Plat. — кроткого нрава;τὸ τῆς πόλεως ἦ. Isocr. — характер (особенности) государства;τὰ ἤθη Plat., τοῖς ἤθεσι Diod., ἐς τὰ ἤθη Luc. — нравом, по характеру;ἤθεσι χαὴ ἔθεσι Plat. — по душевному складу и по привычкам;τρόποι καὴ ἤθη Plat. — обычаи и нравы4) нрав, норов(ἱππικὰ ἤθη Eur.)
-
115 θερμαντικος
-
116 καθικνεομαι
(fut. καθίξομαι, aor. 2 καθῑκόμην)1) болезненно касаться, больно задевать, затрагивать, поражать(τινα θυμὸν ἐνιπῇ Hom.; κ. τῆς ψυχῆς Plat.; ἐξεπιπολῆς κ. τινος Luc.)
πένθος ἄλαστον καθίκετό με Hom. — страшное горе посетило меня2) поражать, наносить удар, ударять(κάρα τινὸς κέντροισι Soph.; κονδύλῳ τινός Plut.; βακτηρίᾳ τινός Sext.)
3) бить, наказывать4) доходить, достигать, добиваться(τῆς ἀρχῆς Polyb.)
-
117 καταδυνω...
καταδύνω...καταδύω, κατα-δύνω(в неперех. знач. тж. med. - aor. 2 κατέδυν, pf. καταδέδυκα)1) погружать в воду, пускать ко дну, топить(τοὺς γαυλούς Her.; ναῦς Thuc.; τὸ σκάφος Luc.)
ἥλιον κ. λέσχῃ Anth. — топить солнце в своей беседе, т.е. проговорить до вечера2) повергать(τινὰ τῷ ἄχει Xen.)
3) погружаться, ( о небесных телах) садиться(ἠέλιος κατέδυ Hom.)
ἐς ἠέλιον καταδύντα Hom. — до захода солнца4) зарываться(εἰς τέν γῆν Arst.)
5) погружаться в воду, тонуть(ἥ νῆσος καταδέδυκε κατὰ θαλάσσης Her.; πλοῖα καταδυόμενα Plat.)
ἥ ναῦς κατεδύετο Her. — корабль стал тонуть6) вторгаться, врыватьсяκαταδῦναι ὅμιλον Τρώων Hom. — ворваться в толпу троянцев;
μάχην καταδύμεναι Hom. — ринуться в бой7) углубляться, забираться, проникать, входить(πόλιν, Διὸς δόμον, εἰς Ἀΐδαο δόμους, κατὰ ὠτειλάς Hom.; εἰς ὕλην Her.; εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς Plat.; εἰς βάθος Plut.)
8) прятаться, укрываться, скрываться(εἰς ἄπορον τόπον, ἐν τῇ οἰκίᾳ Plat.; εἰς φάραγγας, ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Xen.)
9) надевать на себя(κλυτὰ τεύχεα Hom.)
-
118 καταδυω
καταδύω, κατα-δύνω(в неперех. знач. тж. med. - aor. 2 κατέδυν, pf. καταδέδυκα)1) погружать в воду, пускать ко дну, топить(τοὺς γαυλούς Her.; ναῦς Thuc.; τὸ σκάφος Luc.)
ἥλιον κ. λέσχῃ Anth. — топить солнце в своей беседе, т.е. проговорить до вечера2) повергать(τινὰ τῷ ἄχει Xen.)
3) погружаться, ( о небесных телах) садиться(ἠέλιος κατέδυ Hom.)
ἐς ἠέλιον καταδύντα Hom. — до захода солнца4) зарываться(εἰς τέν γῆν Arst.)
5) погружаться в воду, тонуть(ἥ νῆσος καταδέδυκε κατὰ θαλάσσης Her.; πλοῖα καταδυόμενα Plat.)
ἥ ναῦς κατεδύετο Her. — корабль стал тонуть6) вторгаться, врыватьсяκαταδῦναι ὅμιλον Τρώων Hom. — ворваться в толпу троянцев;
μάχην καταδύμεναι Hom. — ринуться в бой7) углубляться, забираться, проникать, входить(πόλιν, Διὸς δόμον, εἰς Ἀΐδαο δόμους, κατὰ ὠτειλάς Hom.; εἰς ὕλην Her.; εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς Plat.; εἰς βάθος Plut.)
8) прятаться, укрываться, скрываться(εἰς ἄπορον τόπον, ἐν τῇ οἰκίᾳ Plat.; εἰς φάραγγας, ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Xen.)
9) надевать на себя(κλυτὰ τεύχεα Hom.)
-
119 κατακοπτω
1) разрубать на куски(χελώνην καὴ ὄρνα, παίδων ἕνα Her., κρέα Plat.)
2) разбивать на куски(κέραμον Polyb.; ἀγάλματα Diod.)
3) рвать на части(στεφάνους Dem.)
4) бить, ударять(ἑαυτὸν λίθοις NT.)
5) зарезывать, убивать(κριόν, τῶν προβάτων πολλά, τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης Her.)
6) наносить поражение, разбивать(τέν μόραν Dem.)
κατακεκόψεσθαι Xen. — потерпеть поражение7) точить, разъедать8) перен. подтачивать, надламывать(τέν ἀρχήν, τὸ τῆς ψυχῆς γαῦρον Plut.)
9) (тж. κ. εἰς νόμισμα Diod.) перечеканивать в монету(χρυσίον Her.; τὸν θρόνον ὄντα χρυσοῦν Xen.; τὰς χρυσᾶς πλίνθους Diod.)
-
120 κατασκευη
ἥ1) подготовка(τοῦ πολέμου Thuc.)
2) сооружение, строительство(λιμένων ἢ νεωρίων Plat.; τῶν τειχῶν Plut.)
3) создавание, построение(τῶν νόμων Plat.)
4) устройство, строение, строй, организация(τοῦ σώματος Plat.; πολιτεύματος Polyb.)
αἱ κατασκευαὴ τῆς ψυχῆς Plat. — (различные) типы душевной организации;κ. τοῦ βίου Plat. — способ добывания средств к жизни;ἥ χρημάτων κ. Plat. — материальный быт5) домашняя обстановка, меблировка, утварь(τῆς οἰκίας Dem.)
κατασκευέν κτᾶσθαι Plat. — приобретать обстановку6) посуда7) укладывание багажа, сборы (в путь) Xen.8) прием, хитрость, уловка(τέχναι καὴ κατασκευαί Aeschin.)
9) сочинение, произведение Polyb.
См. также в других словарях:
αθανασία της ψυχής — Η παράταση, μετά τον θάνατο, της προσωπικής ζωής. Την α. της ψ. δέχονται οι περισσότερες θρησκείες και πολλές ιδεαλιστικές φιλοσοφικές θεωρίες. Από παλιά μάλιστα έχουν διατυπωθεί διάφορες αποδείξεις για την υποστήριξη της μεταθανάτιας ψυχικής… … Dictionary of Greek
Σιγήρος της Βραβάντης — (SigerdeBmban te). Γάλλος φιλόσοφος (; περίπου 1240 Ορβιέ το 1281 84). Καθηγητής στη Σχολή Τεχνών του Παρισιού γύρω στα 1264 67, θεωρήθηκε ο κύριος εκπρόσωπος του φιλοσοφικού ρεύματος που έγινε γνωστό με το όνομα λατινικός αβερροϊσμός. Οι… … Dictionary of Greek
ДУША — [греч. ψυχή], вместе с телом образует состав человека (см. статьи Дихотомизм, Антропология), будучи при этом самостоятельным началом; Д. человека заключает образ Божий (по мнению одних отцов Церкви; по мнению других образ Божий заключен во всем… … Православная энциклопедия
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
Ντεκάρ, Ρενέ — (Rene Descartes, Λα E, Τουρέν 1596 – Στοκχόλμη 1650). Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός. Σπούδασε έως το 1612 στο κολέγιο των ιησουιτών Λα Φλες. Από την οικογένειά του προοριζόταν για το στρατιωτικό επάγγελμα· στρατεύτηκε στην υπηρεσία του ηγεμόνα … Dictionary of Greek
ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… … Dictionary of Greek
ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… … Православная энциклопедия
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ДОБРОДЕТЕЛЬ — фундаментальная философско богословская категория, обозначающая ценностно значимый аспект духовно нравственного совершенства человека. Слово «Д.», появившееся, вероятно, как калька с греч. термина καλοποιΐα (Lexikon zur Byzantinischen Gräzität /… … Православная энциклопедия