-
1 αερονηχης
-
2 αισιος
1) благоприятный, предвещающий счастье(βροντή Pind., Soph., Plut.; οἰωνοί Xen.)
ἐν ἡμέρᾳ τῇδ΄, αἰσία γάρ Eur. — в этот день, ибо он сулит счастье2) подходящий, удачный, счастливый(ὁδοιπόρος Hom.)
αἴ. προσήκεις Soph. — ты вовремя пришел -
3 ανωθεν
Iредко ἄνωθε adv.1) сверху, с высоты(ἄ. κάτω Eur.)
ὕδωρ ἄ. γενόμενος Thuc. — дождь;οἱ ἄ. Thuc. — (ведущие бой) с палубы2) из глубины страны(καταβαίνειν Xen.)
3) издалека, с (самого) начала(ἄρχεσθαι Plat., Dem., Plut.)
4) в глубине страныἡ ἄ. Φρυγία Dem. — центральная Фригия
5) наверху(οἱ ἄ. οἰωνοί Soph.; θεοὴ ἄ. ὄντες Xen.)
6) издавна, исстари, встарь(οἱ ἄ. χρόνοι Dem.)
οἱ ἄ. Plat. — древние, предки;Κορίνθιαι ἄ. Theocr. — природные коринфяне;πονηρὸς ἄ. Dem. — закоренелый негодяй7) первоначально, в основеτὰ ἄ. Plat. — первоначала
8) заново, сызнова(ἄ. γεννηθείς NT.)
II1) (по)выше(τοῦ στρατοπέδου Her.; τῆς κεφαλῆς Xen.)
2) с (высоты)(ἄ. τῆς νεώς Plut.)
-
4 γαμψος
31) загнутый, изогнутый, кривой(κέρατα, ὄνυχες, ὀδόντες Arst.; ἄγκιστρον, δρέπανον Anth.)
2) с кривыми когтями(οἰωνοί Arph.)
-
5 γαμψωνυξ
ώνυχος adj. с кривыми когтями(αἰγυπιοί Hom., Hes.; οἰωνοί Aesch.; τετράποδες Plut.; γ. παρθένος Soph. = Σφίγξ; ἀετός Arst.)
-
6 δεξιος
31) правый, правосторонний(ὦμος Hom.; χείρ Eur.; κέρας Thuc., Xen.)
; см. тж. δεξιά и δεξιόν2) являющийся с правой стороны, т.е. (по старинной примете) благоприятный, благосклонный , предвещающий успех, сулящий счастье(ὄρνις Hom.; οἰωνοί Aesch.; ἀετός, βροντή Xen.)
3) находящийся в правой руке, ( об оружии) наступательный4) умный, дельный, ловкий; отличный, искусный(νόῳ Pind.; ἔθνος Her.; ἄνδρες Thuc., Plut.; ποιητής Arph.)
λέγειν τι δεξιόν Arph. — сказать нечто остроумное;οἱ δεξιοὴ περὴ τὰς δίκας Plat. — искусные законоведы5) услужливый, благожелательныйδεξιὸν γενέσθαι τινὴ πρὸς ἀργύριον Luc. — деятельно помогать кому-л. деньгами
-
7 διιπετης
-
8 ενουρανιος
-
9 ευωνυμος
I2[ὄνυμα = ὄνομα См. ονομα]1) имеющий славное имя, славный, почтенный(Ἀστερίη Hes.; πατέρες Pind.)
2) звучащий как хорошее предзнаменование или приятно звучащий(ἀριστοκρατία Plat.; λόγος Luc.)
3) euphem. (= ἀριστερός См. αριστερος) левый(ὠλένη Soph.; κέρας Her., Plut.; τόπος Plat.; πούς NT.)
ἐξ εὐωνύμου (χειρός) Her. и ἐξ εὐωνύμων NT. — слева;4) euphem. зловещий(οἰωνοί Aesch.)
IIὅ бересклет (Euonymus Europaeus L.) Plin. -
10 ητε
I.I(= ἤ См. η τε) или жеπαρασχέμεν ἤτ΄ ἐχέμεν Hom. — дать или же удержать
II(= ἤ См. η τε) нежели, чемἁδινώτερον ἤτ΄ οἰωνοί Hom. — жалобнее, чем (осиротевшие) птицы
II.f к ὅστε См. οστεIII.I( чаще ἦ τε) да, правда, действительноἦ τε πολέσσιν θυμὸν ἀπηύρα Hom. — да, у многих исторгнул душу (Эант);
ἦ τε οἱ ἐσθλοὴ ἔσαν ὄρνιθες ἐόντι Hom. — правда, птицегадание было благоприятно для отправляющегося в путь (Одиссея)IIIV. -
11 θηρ
θηρός ὅ (в прозе преимущ. θηρίον)(эп. dat. pl. тж. θήρεσσι)
1) хищный зверьὁ Νέμειος θ. Eur. — Немейский зверь (лев);
Ἐρυμάνθιος θ. Soph. — Эримантский зверь (вепрь)2) (тж. ἐπὴ χέρσου θήρ Hom.) наземное животное3) животное ( вообще)(οὐ θεῶν τις, οὐδ΄ ἄνθρωπος οὐδὲ θήρ Aesch.)
4) чудовище(ὅ θ. Κένταυρος Soph.)
5) перен. человекθῆρες ξιφήρεις Eur. — вооруженные мечами люди (т.е. Ὀρέστης καὴ Πυλάδης)
-
12 καλος
I.3(эп., кроме Hes., тж. ᾱ; compar. καλλίων - эп. ῐ, атт. ῑ; superl. κάλλιστος)1) красивый, прекрасный, прелестный, изящный(πρόσωπα, ὄμματα, ζώνη, εἵματα, ἀνήρ Hom.; γυνή Plat.; ὅ τοῦ κόκκυγος νεοττός Arst.; Ἀθῆναι Plut.; λίθοι καὴ ἀναθήματα NT.)
κ. δέμας Hom., κ. ἰδέᾳ Pind. или κ. εἶδος Xen., тж. κ. εἰσοράασθαι Hom. и κ. εἰσορᾶν Pind. — красивый на вид2) прекрасный, благородный, славный(ἔπη Soph.; πράξεις Arst.; καρδία καλέ καὴ ἀγαθή NT.)
Σαπφὼ ἥ καλή Plat. — славная Сапфо;κ. κἀγαθός Xen., Plat. etc. — благороднейший, добродетельный (τὰ καλὰ κἀγαθὰ ἔργα Xen., Plat.):οἱ καλοὴ κἀγαθοί Arst. (ср. лат. boni viri) — лучшие люди (в государстве), цвет общества;καλέν συνείδησιν ἔχειν NT. — обладать чистой совестью;ὅ ποιμέν ὅ κ. NT. — добрый пастырь3) благоприятный, попутный(ἄνεμος Hom.)
4) благоприятный, предвещающий добро(οἰωνοι Eur.; τὰ ἱερά Xen.)
5) благополучный, счастливый, удачный(πλοῦς Soph.; τὸ τέλος τῆς ἐξόδου Xen.)
6) чистый, настоящий(ἀργύριον Xen.)
7) превосходный, отличный(βίοτος Soph.; στράτευμα Xen.; γέρας Aesch.; δένδρον NT.)
καλοὴ ὀφθαλμοί Plat. — хорошо видящие глаза;ἥ καλέ γῆ NT. — плодородная земля8) годный, удобный, выгодныйὁ λόφος κάλλιστος τρέχειν Xen. — возвышенность, весьма удобная для состязаний в беге;
σῶμα καλὸν πρὸς δρόμον Plat. — тело, хорошо приспособленное к бегу - см. тж. καλόνII. -
13 μαψιλογος
-
14 ποικιλοθριξ
-
15 ποικιλοθροος
-
16 ποτηνος
-
17 στολας
-
18 τανυπτερος
-
19 τεληεις
1) совершенный, непорочный, отборный(ἑκατόμβαι Hom.)
2) непреложный в своих предсказаниях, вещий(οἰωνοί HH.)
3) сам себя замыкающийτ. ποταμός Hes. (об — Океане) сама в себя втекающая, т.е. круговая река
-
20 ωμηστης
I1) питающийся сырым мясом(οἰωνοί, ἰχθύες Hom.; Κέρβερος, Ἔχιδνα Hes.; λέων Her., Aesch.)
Ὠμηστῇ Διονύσῳ καθιερωθῆναι Plut. — быть заколотым в жертву Дионису Сыроядному2) кровожадный(ἀνήρ Hom.)
II- οῦ ὅ хищный зверь Anth.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Οἰωνοί — Οἰωνός a large bird masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνοί — οἰωνός a large bird masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
διιπετής — διιπετής, ές (Α) 1. αυτός που έπεσε από τον Δία, δηλ. από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος 2. (για ποταμούς, ανέμους κ.λπ.) ορμητικός 3. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή ροή 4. θεϊκός, λαμπρός, αστραφτερός 5. φρ. «διιπετεῑς οἰωνοί» οιωνοί που πετούν προς … Dictionary of Greek
ANGUIS — ab ἄχις, quod Siculi Dotes dicebant pro ἔχις, n additô more Latinorum; a serpente distinguitur. Plin. l. 8. c. 59. Iam quaedam animalia indigenis innoxia advenas interimunt, sicut serpentes parvae in Tirynthe, quas terrâ nasci proditur: item in… … Hofmann J. Lexicon universale
άνωθεν — κ. θε (Α ἄνωθεν κ. θε) επίρρ. [άνω] από επάνω, από ψηλά νεοελλ. φρ. «η διαταγή εδόθη άνωθεν» από ψηλά, από την κορυφή της ιεραρχίας ή από κάποιον με πολύ υψηλό αξίωμα μσν. από τον ουρανό («ἄνωθεν καταπέμψας») αρχ. 1. από το εσωτερικό ενός τόπου 2 … Dictionary of Greek
έδρα — η (AM ἕδρα Α και ἕδρη) 1. τόπος διαμονής, οίκημα 2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημα («έδρα κοινότητας») 3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργεια («έδρα τών αντανακλαστικών… … Dictionary of Greek
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… … Dictionary of Greek
κελεός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους πρώτους τέσσερις βασιλιάδες της Ελευσίνας. Φιλοξένησε στα ανάκτορά του τη Δήμητρα, η οποία του δίδαξε τα μυστήρια της λατρείας της και του έδωσε, για πρώτη φορά, το αξίωμα του ιερέα. 2. Ήρωας της… … Dictionary of Greek