-
1 οδοιπορος
ὅ1) путешественник, тж. путник, странник Aesch., Soph., Arph., Plut.2) спутник или проводник Hom. -
2 οδοιπόρος
ο, η1) путни|к, -ца; 2) путешественник, -ца -
3 οδοιπόρος
[одипорос] ουσ а. путешественник. -
4 αισιος
1) благоприятный, предвещающий счастье(βροντή Pind., Soph., Plut.; οἰωνοί Xen.)
ἐν ἡμέρᾳ τῇδ΄, αἰσία γάρ Eur. — в этот день, ибо он сулит счастье2) подходящий, удачный, счастливый(ὁδοιπόρος Hom.)
αἴ. προσήκεις Soph. — ты вовремя пришел -
5 ξυνοδοιπορος
-
6 παροδοιπορος
-
7 συνοδοιπορος
-
8 αμαρτία
αμαρτία η κ. αμάρτημα τοгрех, прегрешение, грехопадение:τα εκούσια και ακούσια αμαρτήματα — вольные и невольные прегрешения;
ΦΡ.πληρώνω αμαρτίες — платить за грехи, страдатьσιχαίνομαι (κάπιον / κάτι) σαν τις αμαρτίες μου — гнушаться (кого-то / чего-то) как своих греховαμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία συχωρεμένη ή αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστι αμαρτία — грех исповеданный – прощенный грехασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει — на больном и путешествующем нет греха (больные и путешествующие могут ослаблять пост)Этим.дргр. «ошибка, прегрешение, грех, проступок» < αμαρτάνω «погрешать против истины, грешить, совершать грех»* -
9 αμάρτημα
αμαρτία η κ. αμάρτημα τοгрех, прегрешение, грехопадение:τα εκούσια και ακούσια αμαρτήματα — вольные и невольные прегрешения;
ΦΡ.πληρώνω αμαρτίες — платить за грехи, страдатьσιχαίνομαι (κάπιον / κάτι) σαν τις αμαρτίες μου — гнушаться (кого-то / чего-то) как своих греховαμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία συχωρεμένη ή αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστι αμαρτία — грех исповеданный – прощенный грехασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει — на больном и путешествующем нет греха (больные и путешествующие могут ослаблять пост)Этим.дргр. «ошибка, прегрешение, грех, проступок» < αμαρτάνω «погрешать против истины, грешить, совершать грех»*
См. также в других словарях:
ὁδοιπόρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοιπόρος — ο (Α ὁδοιπόρος) 1. αυτός που διανύει πεζός μια απόσταση, αυτός που κάνει οδοιπορία 2. παροιμ. φρ. «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει λέγεται για να δηλώσει ότι η παράβαση τών κανόνων τής νηστείας στους ασθενείς και στους οδοιπόρους… … Dictionary of Greek
οδοιπόρος — ο αυτός που πορεύεται, αλλ. στρατοκόπος, στρατηλάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁδοιπόροις — ὁδοίπορος wayfarer masc dat pl ὁδοιπόρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόροισιν — ὁδοίπορος wayfarer masc dat pl (epic ionic aeolic) ὁδοιπόρος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόρου — ὁδοίπορος wayfarer masc gen sg ὁδοιπόρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόρους — ὁδοίπορος wayfarer masc acc pl ὁδοιπόρος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόρων — ὁδοίπορος wayfarer masc gen pl ὁδοιπόρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόρῳ — ὁδοίπορος wayfarer masc dat sg ὁδοιπόρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόρε — ὁδοιπόρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόροι — ὁδοιπόρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)