-
1 αιγληεις
(Ὄλυμπος Hom.; Κλάρος, Σελήνης πῶλοι HH.; κῶας, κόσμος Pind.; σώματα Eur.; χρυσός Plut.)
-
2 αιπηεις
-
3 αιχμηεις
-
4 αλιμυρηεις
-
5 αλκηεις
(Παλλὰς Ἀθηναίη HH.; Δαναοί Pind.; ὀϊστοί Anth.)
-
6 αλμηεις
-
7 αργηεις
-
8 αυχηεις
-
9 βαθυδινηεις
-
10 βαθυχαιτηεις
- ήεσσα - ῆεν Aesch. = βαθυχαίτης См. βαθυχαιτης -
11 βησσηεις
-
12 βουληεις
-
13 δενδρηεις
-
14 δινηεις
(Σκάμανδρος Hom.; ὕδωρ Eur.; ποταμός Plut.)
-
15 εερσηεις...
ἐερσήεις...ἑρσήεις, ἐερσήεις1) покрытый росой, росистый(λωτός Hom.; κύπειρος HH.; λειμών Anth.)
2) словно умытый росой, т.е. свежий, не подвергшийся тлению(ἐ. καὴ πρόσφατος χεῖται Hom. - о теле убитого Гектора)
-
16 εναιμηεις
-
17 ερσηεις
ἑρσήεις, ἐερσήεις1) покрытый росой, росистый(λωτός Hom.; κύπειρος HH.; λειμών Anth.)
2) словно умытый росой, т.е. свежий, не подвергшийся тлению(ἐ. καὴ πρόσφατος χεῖται Hom. - о теле убитого Гектора)
-
18 εχετληεις
-
19 ηχηεις
-
20 θυηεις
См. также в других словарях:
ακοσμήεις — ἀκοσμήεις, ήεσσα, ῆεν (Α) [ἄκοσμος] άκοσμος, ταραχώδης … Dictionary of Greek
βαθυχαίτης — βαθυχαίτης, ο και βαθυχαιτήεις, ήεσσα, ῆεν (Α) αυτός που έχει μακριά, πυκνά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαθυχαίτης < βαθύς + χαίτη, ενώ ο τ. βαθυχαιτήεις < βαθύς + χαιτήεις < χαίτη) … Dictionary of Greek
τοκήεσσα — ἡ, Α τοκάς (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *τοκήεις < τόκος + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεσσα, θηλ. τού τολμ ήεις] … Dictionary of Greek