Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ήεσσα

См. также в других словарях:

  • ακοσμήεις — ἀκοσμήεις, ήεσσα, ῆεν (Α) [ἄκοσμος] άκοσμος, ταραχώδης …   Dictionary of Greek

  • βαθυχαίτης — βαθυχαίτης, ο και βαθυχαιτήεις, ήεσσα, ῆεν (Α) αυτός που έχει μακριά, πυκνά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαθυχαίτης < βαθύς + χαίτη, ενώ ο τ. βαθυχαιτήεις < βαθύς + χαιτήεις < χαίτη) …   Dictionary of Greek

  • τοκήεσσα — ἡ, Α τοκάς (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *τοκήεις < τόκος + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεσσα, θηλ. τού τολμ ήεις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»