Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τᾰνύ-πτερος

См. также в других словарях:

  • σχιζόπτερος — ον, Α (για πτηνά) αυτός που έχει τα φτερά του χωρισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίζω + πτερος (< πτερόν), πρβλ. τανύ πτερος] …   Dictionary of Greek

  • τανύπτερος — και τανυσίπτερος, ον, Α αυτός που έχει τεντωμένες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + ότερος (< πτερόν). Ο τ. ταννσί πτερος έχει σχηματιστεί κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»