Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(δούρατα

См. также в других словарях:

  • δούρατα — δόρυ stem neut nom/voc/acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δούραθ' — δούρατα , δόρυ stem neut nom/voc/acc pl (epic) δούρατι , δόρυ stem neut dat sg (epic) δούρατε , δόρυ stem neut nom/voc/acc dual (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δούρατ' — δούρατα , δόρυ stem neut nom/voc/acc pl (epic) δούρατι , δόρυ stem neut dat sg (epic) δούρατε , δόρυ stem neut nom/voc/acc dual (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… …   Dictionary of Greek

  • Dory (Waffe) — Angaben …   Deutsch Wikipedia

  • κισσοποίητος — κισσοποίητος, αττ. τ. κιττοποίητος, ον (Α) κατασκευασμένος από ξύλο κισσού («δούρατα κιττοποίητα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + ποίητος (< ποιῶ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»