-
1 βασιλείαι
-
2 βασιλεῖαι
-
3 βασιλείαι
βασιλείᾱͅ, βασίλειαqueen: fem dat sg (attic doric aeolic)βασιλείᾱͅ, βασίλειοςroyal: fem dat sg (attic doric aeolic)βασιλείᾱͅ, βασιλείαkingdom: fem dat sg (attic doric aeolic) -
4 βασίλειαι
βασίλειαqueen: fem nom /voc plβασίλειοςroyal: fem nom /voc pl -
5 βασίλει'
βασίλεια, βασίλειαqueen: fem nom /voc sgβασίλειαι, βασίλειαqueen: fem nom /voc plβασίλεια, βασίλειονkingly dwelling: neut nom /voc /acc plβασίλεια, βασίλειοςroyal: neut nom /voc /acc plβασίλεια, βασίλειοςroyal: neut nom /voc /acc plβασίλειε, βασίλειοςroyal: masc voc sgβασίλειε, βασίλειοςroyal: masc /fem voc sgβασίλειαι, βασίλειοςroyal: fem nom /voc pl -
6 πατρικός
πατρικός, väterlich (vgl. πάτριος u. πατρῷος); γῆ, Eur. Ion 1304; φίλος, Ar. Av. 142; Plat. Lach. 180 e; ἑταῖρος, Men. 92 d u. A.; so ξένος, Andoc. 2, 11; ἐχϑρός, Isocr. 4, 184; αἱ πατρικαὶ φιλίαι καὶ ξενίαι, Pol. 33, 16, 2; βασιλεῖαι, Thuc. 1, 13, wie Isocr. 9, 35; ἔχϑρα, Dem. 25, 32; λόγος, des Vaters, Plat. Soph. 242 a; ἀσέλγεια, Pol. 21, 5, 7; νόμοι, Cratin. bei Ath. XV, 667 d. – Adv. πατρικῶς; Arist. pol. 5, 11; καὶ πρᾴως, Plut. Dion. 39.
-
7 τυραννίς
τυραννίς, ίδος, ἡ, Herrschaft eines Tyrannen, unumschränkte, willkührliche Herrschaft, Gewaltherrschaft, übh. Oberherrschaft; Schol. Aesch. Prom. 224 bemerkt τὸ τυραννίδος ὄνομα τοῖς μὲν παλαιοτάτοις ἄγνωστον· οὗτος δὲ ὁ ποιητὴς οἶδεν αὐτό, καὶ πρὸ αὐτοῦ Ἀρχίλοχος ( frg. 2); vgl. Schol. argum. Soph. O. R. ὀψέ ποτε τοῦδε τοῦ ὀνόματος εἰς Ἕλληνας διαδοϑέντος κατὰ τοὺς Ἀρχιλόχου χρόνους, καϑάπερ Ἱππίας ὁ σοφιστής φησι; Pind. P. 2, 87. 11, 53; Διός, Aesch. Prom. 357, u. öfter in diesem Stücke, wie sonst; ὦ πλοῦτε καὶ τυραννί, Soph. O. R. 380, u. öfter, Königsherrschaft; oft bei Eur.; Her. oft, der auch αἱ τυραννίδες = οἱ τύραννοι braucht, 8, 137; vgl. Aesch. Ch. 967; ραννίδα καϑίστασϑαι, Ar. Vesp. 502; Plat. oft, gew. im tadelnden Sinne. Bei Isocr. = βασιλεῖαι, 3, 22. – In LXX. fem. von τύραννος.
-
8 γέρας
γέρας, αος, τό, verwandt γέρων, γεραιός, vgl. auch γῆρας; plur. γέρᾰ Hom., γέρεα Ion., γέρᾱ Att.; Ehrengabe; Hom. oft, aber nur in den Formen γέρας, oft, und γέρᾰ plur. Iliad. 2, 237. 9, 334 Odyss. 4, 66. Gewöhnlich ist γέρας bei Hom. die Ehrengabe, welche ein Fürst, ein Anführer, von der Kriegsbeute außer dem gewöhnlichen, gleichen Antheile, der μοῖρα empfing: Odyss. 11, 534 ἀλλ' ὅτε δὴ Πριάμοιο πόλιν διεπέρσαμεν αἰπήν, μοῖραν καὶ γέρας ἐσϑλὸν ἔχων ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν ἀσκηϑής, vgl. Iliad. 9, 367. 1, 118 sqq. Odyss. 7, 10. Weil ein solches γέρας allein den Fürsten zukam, als Anführern, heißt die Königswürde selbst geradezu γέρας: Odyss. 15, 522 καὶ γὰρ πολλὸν ἄριστος ἀνήρ, μέμονέν τε μάλιστα μητέρ' ἐμὴν γαμέειν καὶ Ὀδυσσῆος γέρας ἕξειν, vgl. Iliad. 20, 182 Odyss. 11, 175. So nicht nur vom eigentlichen Könige, sondern auch von den zwölf vornehmen Phäaken Odyss. 7, 150 τούσδε τε δαιτυμόνας, τοῖσιν ϑεοὶ ὄλβια δοῖεν ζωέμεναι, καὶ παισὶν ἐπιτρέψειεν ἕκαστος κτήματ' ἐνὶ μεγάροισι, γέρας ϑ' ὅ τι δῆμος ἔδωκεν. Ferner sind die Opfer ein γέρας der Götter, Iliad. 4, 49; sich des Kämpfens zu enthalten und auf das Rathgeben zu beschränken ist ein γέρας der Alten, Iliad. 4, 323; ein feierliches Begräbniß und ein Grabdenkmal ist ein γέρας der Gestorbenen, Iliad. 16, 457; sich zum Zeichen der Trauer das Haar zu scheeren und Thränen zu vergießen ist das einzige γέρας der elenden Sterblichen, Odyss. 4, 197; dem verkleideten Odysseus schleudert Ktesippos, Einer der Freier, Odyss. 20, 297 einen Ochsenfuß zu, ἀλλ' ἄγε οἱ καὶ ἐγὼ δῶ ξείνιον, ὄφρα καὶ αὐτὸς ἠὲ λοετροχόῳ δώῃ γέρας ἠέ τῳ ἄλλῳ δμώων; die Rede wird vs. 293 mit der Bemerkung eingeleitet, daß der Bettler eine μοῖρα ἴση am Gastmahle schon längst habe; Gegensatz ist dann das ξείνιον. Das besondere gute Stück, was ein vorzüglich zu ehrender Tischgenosse vor dem gleichen Antheil an der Mahlzeit voraus empfängt, heißt ein γέρας des Empfängers Odyss. 4, 66, καί σφιν νῶτα βοὸς παρὰ πίονα ϑῆκεν ὄπτ' ἐν χερσὶν ἑλών, τά ῥά οἱ γέρα πάρϑεσαν αὐτῷ, plur. Homerisch statt des sing. γέρας, wie νῶτα statt νῶτον. – Eben so Folgende: Pind., Tragg.; Thuc. 1, 13 πρότερον δ' ἦσαν ἐπὶ ῥητοῖς γέρασι πατρικαὶ βασιλεῖαι; τὰ τῶν προγόνων, τῶν βασιλήων, Her. 4, 162. 6, 57 u. öfter; Ar. Ran. 1148; ἱερά, Priesterwürde, Dion. Hal. 1, 48. Auch Plat. öfter, καὶ τιμαί Rep. VII, 516 c; καὶ ἆϑλα V, 460 b; übh. Geschenk, παρὰ ϑεῶν, Μουσῶν, Phaedr. 259 b c.
-
9 δυναστεία
δυναστεία, ἡ, Macht, Herrschaft, bes. wenn mehrere eine solche Macht wider die Gesetze ausüben, die bei dem Einzelnen τυραννίς heißt, vgl. Arist. pol. 4, 5, wo er sie als eine Art der Oligarchie bestimmt, ὅταν παῖς ἀντὶ πατρὸς εἰςίῃ (also erblich) καὶ ἄρχῃ μὴ ὁ νόμος ἀλλ' οἱ ἄρχοντες; so wie Thuc. 3, 62 δυναστεία ὀλίγων ἀνδρῶν εἶχε τὰ πράγματα; u. Plat. τὴν ὑπὸ τῶν ὀλίγων δυναστείαν, Polit. 291 d; ἀρχήν τινα ἢ τυραννίδα ἢ δ. Gorg. 429 b; δ. ἢ βασιλεῖαι Rep. V, 499 b. Diese Herrschaft kann in Aristokratie übergehen, Plat. Legg. III, 681 d; οἱ τὰς δυναστείας ἔχοντες Isocr. 2, 8; vgl. 4, 65; Lys. 2, 18. 9, 14; Xen. Hell. 5, 4, 6 u. Sp. Bei Pol. 3, 18, 1 = die höchste Magistratur in den Städten. Allgemeiner, = Herrschaft; Soph. O. R. 593 neben ἀρχή, der τυραννίς entggstzt; Φιλίππου, Ἀλεξάνδρου, Dem. 18, 270.
-
10 γενος
1) рождение, происхождение(ὁμὸν γ. ἠδ΄ ἴα πάτρη Hom.)
γένει πολίτης Dem. — природный гражданин, т.е. коренной;αἱ κατὰ γ. βασιλεῖαι Arst. — наследственная царская власть;γ. εἶναί (ἔκ) τινος Hom. — происходить от кого-л.;γ. τῆς Σκύρου Soph. — родом из Скироса;τὸ γ. ἐξ Ἐλέας Plat. — родом из Элеи;ποδαπὸς τὸ γ. εἶ ; Arph. — откуда ты родом?;γένει ὕστερος Hom. — самый младший2) род, семья(αἷμά τε καὴ γ. Hom.)
οἱ ἐν γένει Soph. — родные, родственники;οἱ ἔξω γένους Soph. — чужие;γένει προσήκειν τινί Xen. — приходиться родственником кому-л.;3) отпрыск, потомок или потомство(θεῖον, δῖον, βασιλήϊον Hom.; ἐκεῖνοι καὴ τὸ γ. τὸ ἀπ΄ ἐκείνων Thuc.)
γένους ἐπάρκεσις Soph. — поддержка со стороны детей4) род, племя(Δωρικόν Her.)
χρύσεον γ. ἀνθρώπων Hes. — золотой век человечества;иногда описательно:τὸ μαντικὸν γ. Soph. = μάντεις;τὸ φιλόσοφον γένος Plat. = φιλόσοφοι;γ. ἀδάμαντος Hes. = ἀδάμας5) тж. pl. знатное происхождение(γένη καὴ πλοῦτοι Plat.)
ὅθι τοι γ. ἐστί Hom. — ибо ты знатного рода;οἱ ἀπὸ γένους Plut. — знатные люди, знать6) пол(γ. ἄρρεν, θῆλυ Arst.)
7) биол. ( в зависимости от предмета) род— семейство;
— отряд;— разряд, класс;— вид;— разновидность, порода (ἰχθύων, ἐντόμων, ἵππων, γ. τι βοῶν Arst.)8) лог. род(ἠδιὰ τῶν γενῶν διαίρεσις Arst.)
τὰ εἴδη μετέχει τῶν γενῶν Arst. — виды причастны, т.е. подчинены родам9) грам. род10) филос. элемент, стихия(τὰ τέτταρα γένη Plat.)
-
11 ωνητος
[adj. verb. к ὠνέομαι См. ωνεομαι]1) купленный(δοῦλος Soph., Eur.)
ὠνητέ μήτηρ Hom. — мать-рабыня;ὠνητοὴ παιδαγωγοί Plut. — педагоги из рабов;σῖτος ὠ. ἐξ Ἰταλίας Plut. — закупленный в Италии хлеб2) наемный(δύναμις Thuc.)
3) покупающийся, продажный(βασιλεῖαι Plat.; ἀρχαί Arst.): (τῶν) χρημάτων ὠ. Isocr., Plut. покупающийся на деньги; ἐλπὴς ὠνητός Eur. и ἐλπὴς χρήμασιν ὠνητή Thuc. надежда на деньги (откупиться деньгами)
-
12 ἀοίδιμος
ᾰοίδιμος, -ονa of songἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν N. 3.79
ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν (ἀοιδίμων Π̆{S}.) Pae. 6.6b renowned in songὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομένου O. 14.3
γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον P. 8.59
ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 1. -
13 βασίλεια
βᾰςῐλεια, -ίλεα1 queen ἀλλὰ θεῶν βασίλεα σπερχθεῖσα θυμῷ πέμπε δράκοντας ἄφαρ (Heyne: βασίλεια codd: βασιλέα Boeckh. i. e. Hera) N. 1.39ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ O. 14.3
ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστόποσιν Πα. 21. 3, 11, 19, 27. -
14 βασίλεα
βᾰςῐλεια, -ίλεα1 queen ἀλλὰ θεῶν βασίλεα σπερχθεῖσα θυμῷ πέμπε δράκοντας ἄφαρ (Heyne: βασίλεια codd: βασιλέα Boeckh. i. e. Hera) N. 1.39ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ O. 14.3
ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστόποσιν Πα. 21. 3, 11, 19, 27. -
15 Ἐρχομενός
a city of Boeotia, where the Graces were especially worshipped: the inhabitants were Minyai. ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ, παλαιγόνων Μινυᾶν ἐπίσκοποι (Cavedoni: Ὀρχομ- codd.) O. 14.4 γαρύσομαι τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν (Schr.: Ὀρχομ- codd.) I. 1.35 δαιτίκλυτ[ον] πόλιν ἐς Ὀρχομενῶ διώξιππον (Pindarice Ἐρχομενοῦ expectes ?) ?fr. 333a. 8. -
16 λιπαρός
λῐπᾰρός (-όν; -ᾶς, -ᾷ, -άν, -ᾶν, -αῖς, -αί; -ῷ)1 bright, radiantἐνέποι κεν Καλλιμάχῳ λιπαρὸν κόσμον Ὀλυμπίᾳ O. 8.82
ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι N. 7.99
Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 4. of cities,λιπαρὰ Μαραθών O. 13.110
ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοιβασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ O. 14.3
τᾶν λιπαρᾶν ἀπὸ Θηβᾶν P. 2.3
“ἐν δὲ Νάξῳ λιπαρᾷ P. 4.88
λιπαρᾶν εὐωνύμων ἀπ' Ἀθανᾶν N. 4.18
ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.20
ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἀθᾶναι fr. 76. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον ἀγχίκρημνον fr. 82. λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν σκόπελον fr. 196. καὶ λιπαρῷ Σμυρναίων ἄστει fr. 204. -
17 χάρις
1a splendour, honour, glory of the lustre given by achievement, esp. in games.Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις O. 1.18
αἰὼν δ' ἔφεπε μόρσιμος πλοῦτον τε καὶ χάριν ἄγων γνησίαις ἐπ ἀρεταῖς O. 2.10
ὦ Ζεῦ, δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.89
Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.93
καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.57
κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.80
καί νυν ἐπωνυμίαν χάριν νίκας ἀγερώχου κελαδησόμεθα (v. ἐπωνύμιος) O. 10.78σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ P. 5.102
νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν N. 7.75
κλειναῖς λτ;τγτ; Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς ταῖςλιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.19
ἀλλὰ παλαιὰ γὰρ εὕδει χάρις (i. e. ἔργων παλαιῶν) I. 7.17 acc. s. pro prep., for the glory of, for the sake of c. dat., gen.,συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν O. 7.5
ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ' ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν P. 11.12
bI lustre, glory given by poetryτὶν δ' ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ αὐλὸς ἀναπάσσει χάριν O. 10.94
σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν I. 4.72
θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141. acc. s. pro prep., c. gen.,τὸ Καστόρειον δ' ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς θέλων ἄθρησον χάριν ἑπτακτύπου φόρμιγγος ἀντόμενος P. 2.70
σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων, Ζηνὸς Αἰτναίου χάριν N. 1.6
and so, ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς ὑμετέραν χάριν as a glory for you Pae. 9.37II pl., poems, songs ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; O. 13.19 ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος, καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ (i. e. songs for both Thebes and Delos) I. 1.6χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.8
cI favour, blessingναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον P. 1.33
τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν κῶμόν τ P. 3.72
τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες P. 4.275
γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών P. 11.58
οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ παραιτεῖται χάριν (i. e. τὰ Ὀλύμπια νικῆσαι Σ.) N. 10.30 ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί benison fr. 75. 2. ὁ [Λοξ]ίας [πρό]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2.. χάριτάς τ' Ἀφροδισίων ἐρώτων fr. 128. 1.II goodwill, goodfeeling: gratitude, thanks “φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται” O. 1.75 ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς in gratitude for their piety O. 8.8ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν O. 10.12
νικῶν Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος O. 10.17
ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν μισθόν P. 1.76
ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα P. 2.17
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.86
Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων (“dans son zèle pour ma cause,” Puech: cf. Πα. 9. 37) P. 10.64 ἁδεῖα δ' ἔνδον μιν ἔκνιξεν χάρις (ἡδονή Σ.) I. 6.50 acc. s. pro prep., Διὸς δὲ χάριν ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων by the grace of Zeus P. 3.95d χάριν prep., v. l. a. fin., 1. b. α. fin., 1. c. β. fin.e fragg.ε]ὐκλέα χάριν Pae. 2.103
χάριν Πα. 12. a. 11. χ]άριν [ἀμ]φέπων (vix κίθαριν, Snell) fr. 215b. 7. Ποσειδᾶνος χά[ρι]ν ?fr. 345a. 9.2 pro pers.,a s., Charm, GraceΧάρις δ, ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς O. 1.30
οἷς αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν O. 6.76
ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος O. 7.11
ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν καὶ Χάρις υἱὸν Ἁγησίλα ( χάρισ coni. van Groningen; varie tentabant locum docti, e. g. lacunam post υἱὸν ponentes) fr. 123. 14b pl., the Graces, Aglaia, Euphrosyne, Thalia, daughters of Zeus and ?Eurynome, worshipped chiefly at Orchomenos.κοιναὶ Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων δυωδεκαδρόμων ἄγαγον O. 2.50
Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον O. 4.9
ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.27
ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ O. 14.4
οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.8
ἄνευ οἱ Χαρίτων τέκεν γόνον (i. e. ἄχαριν, graceless) P. 2.42σὲ δ' ἠύκομοι φλέγοντι Χάριτες P. 5.45
ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.2
ἔπεσε δ' οὐ Χαρίτων ἑκὰς ἁ δικαιόπολις νᾶσος P. 8.21
σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν P. 9.3
Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.89
παρὰ καλλιχόρῳ πόλι Χαρίτων Καφισίδος ἐν τεμένει (at Orchomenos) P. 12.26ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας N. 4.7
φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν N. 5.54
παρὰ Κασταλίαν τε Χαρίτων ἑσπέριος ὁμάδῳ φλέγεν N. 6.37
εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54
Χάριτες, Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖτε N. 10.1
Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις θαμάκις N. 10.38
σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον Λάμπωνος υἱοῖς I. 5.21
τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ I. 6.63
χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν I. 8.16
Χάρισι πάσαι[ς fr. 6. e.χάριτε[ς Pae. 3.2
]Χάρισι Pae. 4.13
σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι Χαρίτεσσίν τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ με δέξαι Pae. 6.3
Χαρίτεσσί μοι ἀγχιθ[ Pae. 7.10
μήλ]ων Χαρίτεσσι μίγδαν [Κύ]νθιον παρὰ κρημνόν Pae. 12.7
σεμνᾶν Χαρίτων μέλημα τερπνόν (sc. ὦ Πάν: on account of his skill in dancing and piping) fr. 95. 3. Εὐρυνόμα Χάριτ[ας] π[ ]ασσιας ἔτικτεν ( Εὐρυνόμα Blass: ευρυχμα Π: π[αραθαλ]ασσίας coni. Snell) ?fr. 333a. 10. σὺν Χαρίτ[εσσι P. Oxy. 841, fr. 112. -
18 γένος
A race, stock, kin,ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γ. ἠδ' ἴα πάτρη Il.13.354
;αἷμά τε καὶ γ. Od.8.583
; ;γένος πατέρων αἰσχυνέμεν Il.6.209
;γ. ἀπόλωλε τοκήων Od.4.62
; : freq. abs. in acc., ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί from Ithaca I am by race, 15.267, cf. Il. 5.544, 896, S.Ph. 239, etc.; in [dialect] Att. freq. with the Art., ;Ar.
Pax 186, cf. Pl.Sph. 216a: so in dat.,γένει πολῖται D.23.24
; γένει υἱός, opp. an adopted son, Id.44.2; οἱ ἐν γένει, = συγγενεῖς, S.OT 1430;οἱ ἔξω γένους Id.Ant. 660
;οὐδὲν ἐν γένει Id.OT 1016
;γένει προσήκειν τινί X.An.1.6.1
;γένει ἀπωτέρω εἶναι D. 44.13
: in gen., γένους εἶναί τινος to be of his race, , cf. X.HG4.2.9; ἐγγυτέρω, ἐγγύτατα γένους, nearer, next of kin, Is.8.33, A.Supp. 388.2 direct descent, opp. collateral relationship,γένος γάρ, ἀλλ' οὐχὶ συγγένεια Is.8.33
; αἱ κατὰ γένος βασιλεῖαι hereditary monarchies, Arist.Pol. 1285a16, 1313a10.II offspring, even of a single descendant,σὸν γ. Il.19.124
, 21.186;ἡ δ' ἄρ' ἔην θεῖον γ. οὐδ' ἀνθρώπων 6.180
;ἁμὸν Οἰδίπου γ. A. Th. 654
; Διὸς γ., of Bacchus, S.Ant. 1117 (lyr.);Τέκμησσα, δύσμορον γ. Id.Aj. 784
.2 collectively, offspring, posterity,ἐκεῖνοι καὶ τὸ γ. τὸ ἀπ' ἐκείνων Th.1.126
;ἐξώλη ποιεῖν αὐτὸν καὶ γ. καὶ οἰκίαν D.19.71
.III generally, race, of beings, ;ἡμιθέων γ. ἀνδρῶν Il.12.23
; ἡμιόνων, βοῶν γ., Il.2.852, Od.20.212; ἵππειον γ., i.e. mules, S.Ant. 342;ἰχθύων πλωτὸν γ. Id.Fr.941.9
.b clan, house, family, Hdt.1.125, etc.; Φρὺξ μὲν γενεῇ, γένεος δὲ τοῦ βασιληΐου ib.35; τοὺς ἀπὸ γένους men of noble family, Plu.Rom.21;ἱερεὺς κατὰ γ. IG 5(1).497
, al.; also ἱέρεια ἀπὸ γένους, διὰ γένους, ib.607.29,602; esp. at Athens and elsewhere as a subdivision of the φρατρία, Arist.Ath. Fr.3, Pl.Alc.1.120e, etc.; = Lat. gens, D.S.4.21, Plu.Num.1.e of animals, breed, Id.4.29.2 age, generation, Od.3.245; γ. χρύσεον, etc., Hes.Op. 109: hence, age, time of life,γένει ὕστερος Il.3.215
, cf. Arist.Rh. 1408a27.V class, sort, kind,τὰ γ. τῶν κυνῶν ἐστι δισσά X.Cyn.3.1
;τὸ φιλόσοφον γ. Pl. R. 501e
; τὸ τῶν γεωργῶν [γ.] Id.Ti. 17c, cf. R. 434b, Arist.Pol. 1329a27;τῶν ἰχθυοπωλῶν γ. Xenarch.7.4
;τὸ τῶν παρασίτων γ. Nicol.
Com.1.1, etc.2 in Logic, opp. εἶδος (species), Pl.Prm. 129c, al., Arist.Top. 102a31, 102b12, al.;τὰ γ. εἰς εἴδη πλείω καὶ διαφέροντα διαιρεῖται Id.Metaph. 1059b36
.3 in the animal kingdom, τὰ μέγιστα γ., = the modern Classes, such as birds, fishes, Id.HA 490b7, cf. 505b26; so in the vegetable kingdom, γένη τὰ μέγιστα, = σιτώδη, χεδροπά and ἀνώνυμα, Thphr.HP8.1.1.b genus, τὸ τῶν καρκίνων γ., τὸ τῶν περιστερῶν γ., etc., Arist.HA 487b17, 488a4;τῶν δένδρων καὶ τῶν φυτῶν εἴδη πλείω τυγχάνει καθ' ἕκαστον γένος Thphr.HP1.14.3
;τοῦ αὐτοῦ γένους [πίτυς] καὶ πεύκη Dsc. 1.69
, al.c γένος τι a species of plant, Thphr.HP4.8.13; so later, γένη, = crops,ἄλλοις γένεσι τοῖς πρὸς πυρὸν διοικουμένοις PTeb.66.43
, al. (ii B. C.);οἷς ἐὰν αἱρῶμαι γένεσι πλὴν κνήκου PAmh.2.91.15
(ii A. D.); produce, POxy.727.20 (ii A. D.); materials, ib.54.16 (iii A. D.); ἐν γένεσιν in kind, opp. ἐν ἀργυρίῳ, PFay.21.10 (ii A. D.). -
19 γέρας
A- ως X.Ages.1.5
, Luc. Tyr.9), τό: nom. pl. γέρᾰ, apoc. for γέραα, Il.2.237, 9.334, Od.4.66; ;γέρεα Hdt.2.168
, SIG1037 (Milet.); γέρη ib.1025 ([place name] Cos);γέρᾱτα IG14.1389i29
: gen. pl.γερῶν Th.3.58
, etc.; [dialect] Ep. dat. , Theoc.17.109:— gift of honour,μοῖραν καὶ γ. ἐσθλὸν ἔχων Od.11.534
; τὸ γὰρ γ. ἐστι θανόντων the last honours of the dead, Il.16.457; privilege, prerogative conferred on kings or nobles,γ. θ' ὅ τι δῆμος ἔδωκεν Od.7.150
, cf. Il.20.182;τὰς ἀγγελίας ἐσφέρειν ἐδίδου γ. Hdt. 1.114
, etc.;πρότερον δὲ ἦσαν ἐπὶ ῥητοῖς γέρασι πατρικαὶ βασιλεῖαι Th. 1.13
;τιμαὶ καὶ ἔπαινοι καὶ γ. Pl.R. 516c
; γ. καὶ ἆθλα ib. 460b; freq. of priests (cf. 3), Aeschin.3.18; ; so later,γ. ἀλειτουργησίας PFlor.382.3
(iii A. D.).2 generally, gift, present, Od.20.297, etc.3 esp. perquisite received by priests at sacrifices, (Milet., iv/iii B. C.); γέρη λαμβάνει τὸ δέρμα καὶ τὸ σκέλος ib.1025.22 (Cos, iv/iii B. C.);ὁ πριάμενος τῶν γερῶν λήψεται τὰς γενομένας καρπείας PEleph.14.13
(iii B. C.). -
20 πατρικός
A derived from one's fathers, hereditary,νόμοι Cratin.116
;ἀρίς Call.
Com.16 ; ; (Didyma, iii B. C.) ;βασιλεῖαι Th. 1.13
, Arist.<Pol. 1285a19 ;ἁμαρτεῖν τοῦ π. τύπου Democr. 228
;αἱ π. ἀρεταί Th.7.69
;ξένος And.2.11
, Th. 8.6 ;ἐχθρός Lys. 14.40
;φύσει τῆς πρὸς ὑμᾶς ἔχθρας αὐτοῖς ὑπαρχούσης πατρικῆς D.21.49
; εἰς τὸ π., = by right of inheritance, PTeb.5.12 (ii B.C.).II = πάτριος, of or belonging to one's father,γᾶρυς S.Ichn. 65
(lyr.) ;ὁ π. λόγος Pl.Sph. 242a
;ἡ π. πρόσταξις Arist.EN 1180a19
; οἰκονομία π., opp. δεσποτική and γαμική, Id.Pol. 1253b10 ; ἐνευχόμενός σοι τοὺς π. θεούς the gods of your father(s), PCair.Zen.421.2 (iii B.C.) ; ἡ πατρική (sc. οὐσία) patrimony, E. Ion 1304 ;π. οἰκία PStrassb.99.4
(ii B.C.) ; τὰ π. AP11.75 (Lucill.) ; but τὰ π., also, father's house, LXXSi.42.10.2 like a father, paternal,π. γὰρ ἀρχὴ βούλεται ἡ βασιλεία εἶναι Arist.EN 1160b26
;π. καὶ συγγενικὴ αἵρεσις Plb.31.25.1
; παρρησία π. Plu. 2.802f ;π. θεός OGI418
(Judaea, i A. D.). Adv.,τὰς κολάσεις πατρικῶς ποιεῖσθαι Arist.Pol. 1315a21
;ὁ θεὸς π. κηδόμενος τοῦ ἀνθρωπείου γένους Plu.2.117d
.3 Gramm., ἡ πατρική, = ἡ γενική, the genitive, Choerob. in Theod.1.111 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατρικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βασιλεῖαι — βασιλεία kingdom fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλείαι — βασιλείᾱͅ , βασίλεια queen fem dat sg (attic doric aeolic) βασιλείᾱͅ , βασίλειος royal fem dat sg (attic doric aeolic) βασιλείᾱͅ , βασιλεία kingdom fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασίλειαι — βασίλεια queen fem nom/voc pl βασίλειος royal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασίλει' — βασίλεια , βασίλεια queen fem nom/voc sg βασίλειαι , βασίλεια queen fem nom/voc pl βασίλεια , βασίλειον kingly dwelling neut nom/voc/acc pl βασίλεια , βασίλειος royal neut nom/voc/acc pl βασίλεια , βασίλειος royal neut nom/voc/acc pl βασίλειε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… … Православная энциклопедия