-
1 δυναστεία
δυναστείᾱ, δυναστείαpower: fem nom /voc /acc dualδυναστείᾱ, δυναστείαpower: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————δυναστείᾱͅ, δυναστείαpower: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 δυναστεία
δυναστεία, ἡ, Macht, Herrschaft, bes. wenn mehrere eine solche Macht wider die Gesetze ausüben, die bei dem Einzelnen τυραννίς heißt, vgl. Arist. pol. 4, 5, wo er sie als eine Art der Oligarchie bestimmt, ὅταν παῖς ἀντὶ πατρὸς εἰςίῃ (also erblich) καὶ ἄρχῃ μὴ ὁ νόμος ἀλλ' οἱ ἄρχοντες; so wie Thuc. 3, 62 δυναστεία ὀλίγων ἀνδρῶν εἶχε τὰ πράγματα; u. Plat. τὴν ὑπὸ τῶν ὀλίγων δυναστείαν, Polit. 291 d; ἀρχήν τινα ἢ τυραννίδα ἢ δ. Gorg. 429 b; δ. ἢ βασιλεῖαι Rep. V, 499 b. Diese Herrschaft kann in Aristokratie übergehen, Plat. Legg. III, 681 d; οἱ τὰς δυναστείας ἔχοντες Isocr. 2, 8; vgl. 4, 65; Lys. 2, 18. 9, 14; Xen. Hell. 5, 4, 6 u. Sp. Bei Pol. 3, 18, 1 = die höchste Magistratur in den Städten. Allgemeiner, = Herrschaft; Soph. O. R. 593 neben ἀρχή, der τυραννίς entggstzt; Φιλίππου, Ἀλεξάνδρου, Dem. 18, 270.
-
3 δυναστεια
ἥ тж. pl.1) власть, господство(ἀρχέ καὴ δ. Soph.; αἱ δυναστεῖαι πολιτικαί Plat.; αἱ δυναστεῖαι τέν τιμέν ἔχουσιν Plut.)
2) (тж. δ. ὀλίγων ἀνδρῶν Thuc. и ὑπὸ τῶν ὀλίγων δ. Plat.) самовластие, олигархия Thuc., Lys., Plat.3) могущество, влиятельность4) pl. власти, правительство(τῶν πόλεων Polyb.)
-
4 δυναστεία
-
5 δυναστείᾳ
Βλ. λ. δυναστεία -
6 δυναστεία
η1) династия; 2) царствование, правление -
7 δυναστεία
господство, владычеств -
8 δυναστεία
-ας ἡ N 1 1-15-6-23-11=56 Ex 6,6; JgsA 5,31; 1 Kgs 15,23; 16,5.27lordship, domination Ex 6,6; (exercise of) power Sir 3,20αἱ δυναστείαι αὐτοῦ his mighty deeds 1Kgs 16,5 Cf. LE BOULLUEC 1989, 112 -
9 δυναστεία
[династиа] ουσ θ династия. -
10 δυναστεία
δῠναστ-εία, ἡ,A power, lordship, domination, S.OT 593, D.18.67;δ. ὀλίγων ἀνδρῶν Th.3.62
; πολιτικαὶ δ. the exercise of political power, Pl. Tht. 176c;οἱ τὰς δ. ἔχοντες Isoc.2.8
, cf. 9.19, Plb.3.18.1.II close oligarchy, opp. ἰσονομία, Th.4.78, cf. And.2.27, X.HG5.4.46, etc.;ὑπὸ τῶν ὀλίγων δ. Pl.Plt. 291d
; opp. πολιτεία, Arist.Pol. 1272b10; distd.fr. ὀλιγαρχία, ib. 1292b10, cf. 1293a31: in pl., of the Roman Senate, D.C. 52.1.III in pl., mighty deeds, LXX 4 Ki.13.12, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυναστεία
-
11 δυναστεία
dynastia (f) rzecz. -
12 παρα-δυναστεία
παρα-δυναστεία, ἡ, das Danebenherrschen, Sp.; auch παραδυνάστευσις.
-
13 κατα-δυναστεία
κατα-δυναστεία, ἡ, Ausübung der Gewalt gegen Jem., LXX. u. a. Sp.
-
14 δυναστείας
δυναστείᾱς, δυναστείαpower: fem acc plδυναστείᾱς, δυναστείαpower: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 δυναστείαι
δυναστείᾱͅ, δυναστείαpower: fem dat sg (attic doric aeolic) -
16 δυναστείαν
δυναστείᾱν, δυναστείαpower: fem acc sg (attic doric aeolic) -
17 δυναστείαις
δυναστείαpower: fem dat pl -
18 δυναστείην
δυναστείαpower: fem acc sg (epic ionic) -
19 δυναστείης
δυναστείαpower: fem gen sg (epic ionic) -
20 περι-μάχητος
περι-μάχητος, umstritten; Ar. Av. 1404 Thesm. 319; Thuc. 7, 84; Plat. Rep. I, 342 d u. öfter; sehr geschätzt, gesucht, wünschenswerth, Xen. Conv. 3, 9; δυναστεία ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ π., Isocr. 8, 65, vgl. 7, 24; auch ἡ τροφὴ αὐτοῖς οὐ περιμάχητος ἦν, Plat. Legg. III, 678 e; Sp., wie Luc. Tim. 21.
См. также в других словарях:
δυναστεία — δυναστείᾱ , δυναστεία power fem nom/voc/acc dual δυναστείᾱ , δυναστεία power fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστείᾳ — δυναστείᾱͅ , δυναστεία power fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστεία — η (AM δυναστεία) [δυναστεύω] αρχή, εξουσία, ηγεμονία μσν. νεοελλ. καταθλιπτική εξάσκηση εξουσίας, καταδυνάστευση, εξαναγκασμός νεοελλ. 1. σειρά ηγεμόνων μιας χώρας που ανήκουν στην ίδια οικογένεια («η δυναστεία τών Αψβούργων») 2. πολυμελής… … Dictionary of Greek
δυναστεία — η 1. σειρά ηγεμόνων που ανήκουν στην ίδια οικογένεια: Η δυναστεία των Βουρβόνων. 2. άσκηση τυραννικής εξουσίας: Εξεγέρθηκαν ενάντια στη βασιλική δυναστεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μακεδονική δυναστεία — Η πιο αξιόλογη δυναστεία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (867 1056). Η περίοδος της ακμής της (867 1025) χαρακτηρίζεται από μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες, αξιόλογο νομοθετικό έργο, ρηξικέλευθη κοινωνική πολιτική, πολύτιμα πνευματικά και… … Dictionary of Greek
Σουνγκ — Δυναστεία της Κίνας, η οποία άκμασε από το 960 έως το 1279. Διακρίνεται στη δυναστεία των Βόρειων Σ. ή κυρίως Σ., της οποίας ιδρυτής υπήρξε ο Τσάο Κουάνγκγιν και η οποία καταλύθηκε μετά την ολοσχερή κατάκτηση της Κίνας από τον Κουμπλάι Χαν, και… … Dictionary of Greek
δυναστείας — δυναστείᾱς , δυναστεία power fem acc pl δυναστείᾱς , δυναστεία power fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καραμανίδες — Δυναστεία Τουρκομάνων της Μικράς Ασίας, που οφείλει την ονομασία της στον Αρμένιο ιδρυτή της, Καραμάν. Ο ίδιος, ευνοούμενος του Σελτζούκου σουλτάνου του Ικονίου Αλαεντίν Α’ (1220 37), κατέλαβε με τη βοήθειά του ανώτατα αξιώματα και έγινε… … Dictionary of Greek
Αβασίδες — Δυναστεία χαλίφηδων, η οποία διαδέχτηκε το 747 τη δυναστεία των Ομεϊαδών. Ιδρυτής της υπήρξε ο Αμπούλ Αμπάς, ο επιλεγόμενος αλ Σαφάχ(αιμοδιψής). Ενώ οι Α. εδραίωναν την εξουσία τους, ο τελευταίος από τους Ομεϊάδες, αφού γλίτωσε από τη σφαγή που… … Dictionary of Greek
Σελτζούκοι — Δυναστεία των Τούρκων Ογκούζ, που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη μουσουλμανική Ανατολή του 11ου και 12ου αι. Ο πρώτος μέγας Σ. ήταν ο Τογκρούλ Μπεγκ, ο οποίος κυρίευσε το Χορασάν το Ιράν και εγκαταστάθηκε στη Βαγδάτη. Έγινε ο προστάτης του χαλιφάτου… … Dictionary of Greek
Γαζναβίδες ή Γαζυεβίδες — Δυναστεία Τουρκομάνων (τέλη 10ου – τέλη 12ου αι.), που ονομάστηκαν έτσι από την πόλη Γάζνη, πρωτεύουσα του βασιλείου τους. Ιδρυτής της δυναστείας αυτής ήταν ο σουλτάνος Μαχμούτ, που διακρινόταν τόσο για την απληστία του και τη σκληρότητά του όσο… … Dictionary of Greek