Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ώτρια

См. также в других словарях:

  • αθωωτής — ο (θηλ. ώτρια) αυτός που αθωώνει κάποιον με τη μαρτυρία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθωώνω. ΠΑΡ. αθωωτικός] …   Dictionary of Greek

  • αναδασωτής — ο (θηλ. ώτρια) [αναδασώσω] αυτός που αναλαμβάνει ή εκτελεί την αναδάσωση, που φυτεύει δέντρα σε αποψιλωμένους χώρους …   Dictionary of Greek

  • αναζυμωτής — ο (θηλ. ώτρια και ώτρα) αυτός που ζυμώνει εκ νέου, που ξαναζυμώνει ή απλώς ζυμώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζυμώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Παναγιώτη Γρατσιάτο] …   Dictionary of Greek

  • αναμορφωτής — ο (Α ἀναμορφωτής) (Ν θηλ. ώτρια) αυτός που επιφέρει αναμόρφωση*, που αναμορφώνει αρχ. κατά τον Ησύχιο «ειδοποιός». [ΕΤΥΜΟΛ. < αναμορφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον γιατρό και φιλόλογο Περ. Βέγια] …   Dictionary of Greek

  • αναπληρωτής — ο (θηλ. –ώτρια) αυτός που αναπληρώνει, που αντικαθιστά κάποιον, προσωρινός ή μόνιμος αντικαταστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπληρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες ως απόδοση τού γαλλ. suppleant] …   Dictionary of Greek

  • σιδερωτής — και σιδηρωτής, ο, θηλ. ώτρα και ώτρια, Ν αυτός που έχει ως επάγγελμα το σιδέρωμα ρούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερώνω. Το θηλ. σιδερώτρια μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • αναμορφωτής — ο θηλ. ώτρια αυτός που αναμορφώνει: Ο Κεμάλ Ατατούρκ ήταν ο αναμορφωτής της νέας Τουρκίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανανεωτής — ο θηλ. ώτρια αυτός που ανανεώνει: Αυτός είναι ο ανανεωτής για τις άδειες οδήγησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπληρωτής — ο θηλ. ώτρια ο αντικαταστάτης: Αναπληρωτής του δημάρχου ήταν ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανορθωτής — ο θηλ. ώτρια (φυσ.), συσκευή που μετατρέπει το ηλεκτρικό ρεύμα από εναλλασσόμενο σε συνεχές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απελευθερωτής — ο θηλ. ώτρια αυτός που απελευθερώνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»