Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀνάβλησις

См. также в других словарях:

  • ανάβλησις — ἀνάβλησις ( εως), η (Α) [ἀναβάλλω] αναβολή, καθυστέρηση …   Dictionary of Greek

  • ἀνάβλησις — putting off fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάβλησιν — ἀνάβλησις putting off fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… …   Dictionary of Greek

  • ἀναβλήσεως — ἀναβλήσεω̆ς , ἀνάβλησις putting off fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»