-
1 βῶλος
A lump, clod of earth,εἴκοι δ' ὑπὸ βῶλος ἀρότρῳ Od.18.374
;ὑγρᾶς ἀρούρας β. S.Aj. 1286
;ὡς βαλῶ ταύτῃ τῇ βώλῳ X.Cyr.8.3.27
;β. ἀνιστάναι Plu.Rom.11
; βῶλος ἄρουραν, prov. 'carrying coals to Newcastle', Zen.2.74; esp. of earth fraudulently mixed with corn, POxy.708.8 (ii A. D.); cf. ἄβωλος.2 in Poets, land, soil,βαθεῖαν β. ἀροῦντες Mosch.4.37
, cf. AP9.561 (Phil.), etc.; Λίβυσσα κρύψει β. Ἀννίβου δέμας Orac. ap. Plu.Flam.20, cf. Jul.Or.3.125b.3 generally, lump, as of gold, nugget, Arist. Mir. 833b11, Str.3.2.8; χρυσέα βῶλος, of the sun, E.Fr. 783, cf. Or. 984 (lyr.);β. μολίβδου D.S.3.14
.5 = σπαργάνιον, Ps.-Dsc.4.21 (v. l.). (Fem. acc. to Phryn.37, Moer. 95; masc. in Arist. l.c., D.C.40.47, PHolm.2.31, etc.) -
2 Βώλος
-
3 Βῶλος
-
4 βώλος
-
5 βῶλος
-
6 βῶλος
Grammatical information: f. (m.)Meaning: `lump, clod of earth' (Il.).Derivatives: Adj. βωλώδης (Thphr.), βώλινος (H.); adv. βωληδόν (Dsc.); βώλωσις `formation of lumps' (Pap.). - Old βῶλαξ f. = βῶλος (Pi.; cf. on - αξ Chantr. Form. 379; βωλάκιος (Pi.). βωλίς μάζης εἶδός τι ἐν ταῖς θυσίαις H.; unclear the gloss on βωλόναι H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. One suggests soundsymbolic origin; hardly to βολβός (s. v.)Page in Frisk: 1,279Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βῶλος
-
7 βῶλος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βῶλος
-
8 βῶλος
-ου ὁ N 2 0-0-2-1-1=4 Ez 17,7.10; Jb 38,28; Sir 22,15 -
9 βώλος
1) clod2) lumpΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βώλος
-
10 Βώλοιο
Βῶλοςlump: masc gen sg (epic) -
11 Βώλοις
Βῶλοςlump: masc dat pl -
12 Βώλοισι
Βῶλοςlump: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
13 Βώλου
Βῶλοςlump: masc gen sg -
14 Βώλους
Βῶλοςlump: masc acc pl -
15 Βώλων
Βῶλοςlump: masc gen pl -
16 Βώλοι
-
17 Βῶλοι
-
18 Βώλον
-
19 Βῶλον
-
20 Βώλω
См. также в других словарях:
Βῶλος — lump masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βῶλος — lump fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα … Dictionary of Greek
βωλιάζω — [βώλος] (για αγρούς) σχηματίζω βώλους … Dictionary of Greek
Βῶλοι — Βῶλος lump masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βῶλοι — βῶλος lump fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βῶλον — Βῶλος lump masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βῶλον — βῶλος lump fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βώλοιο — Βῶλος lump masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βώλοις — Βῶλος lump masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βώλοισι — Βῶλος lump masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)