Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

βλησις

См. также в других словарях:

  • βλήσις — βλῆσις (Α) [βάλλω] αφιέρωμα, πληρωμή …   Dictionary of Greek

  • αμφίβληστρον — ἀμφίβληστρον, το (Α) 1. οτιδήποτε ρίχνεται γύρω από κάποιον ή κάτι ως δίχτυ 2. το δίχτυ τού ψαρέματος που ρίχνεται στα ρηχά νερά, πεζόβολος, αθίβολος 3. λέγεται μτφ. για τον μανδύα που έριξαν γύρω από το σώμα τού Αγαμέμνονα, σαν κυνηγετικό δίχτυ …   Dictionary of Greek

  • βλησίδι — και βλυσίδι, το 1. θησαυρός που βρέθηκε χωμένος 2. αφθονία αγαθών, πλούτος 3. χρυσό νόμισμα, κόσμημα ή πολύτιμο αφιέρωμα 4. χρηματικό κεφάλαιο που μπαίνει σε επιχείρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλησίδι < μσν. βλησίδιον, υποκορ. του βλήσις («αφιέρωμα») <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»