Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πυρ-ίτης

См. также в других словарях:

  • καπνίτης — ὁ (Α καπνίτης) νεοελλ. ονομασία φυτού, καπνόχορτο ή φουμαρία αρχ. φρ. «καπνίτης λίθος» καπνιαίος* λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κατάλ. ίτης, (πρβλ. πισσ ίτης, πυρ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ναρκισσίτης — ναρκισσίτης, ὁ (Α) (για λίθο) όμοιος με τον νάρκισσο στο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκισσος + κατάλ. ίτης (πρβλ. λυχν ίτης, πυρ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σιδηροφυλλίτης — ο, Ν (ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό που ανήκει στην ομάδα τών μαρμαρυγιών και αποτελεί σιδηρούχα ποικιλία τού βιοτίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. siderophyllite < σίδηρος + φύλλον + κατάλ. ίτης (πρβλ. πυρ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • πυρίτης — (I) ο, ΝΑ πέτρα που έχει την ιδιότητα να παράγει φωτιά με την τριβή της σε άλλο αντικείμενο, αλλ. πυρόλιθος αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Ηφαίστου) αυτός που καταγίνεται με τη φωτιά 2. ονομασία διαφόρων λίθων άγνωστης σύστασης 3. είδος πολύτιμου… …   Dictionary of Greek

  • List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …   Wikipedia

  • πυρίτιδα — (μπαρούτι). Στερεή εκρηκτική ύλη που χρησιμοποιείται για την εκτόξευση ενός βλήματος από πυροβόλο όπλο, για την προώθηση πολεμικού μηχανήματος κ.ά. * * * η / πυρῑτις, ίτιδος, ΝΜΑ νεοελλ. φρ. «άκαπνη πυρίτιδα» εκρηκτική ύλη από νιτροβάμβακα… …   Dictionary of Greek

  • πυραργυρίτης — ο, Ν (ορυκτ.) θειούχο ορυκτό τού αργύρου και τού αντιμονίου, που ανήκει στην ομάδα τών θειοαλάτων, αποτελεί σημαντική πηγή απόληψης αργύρου και μερικές φορές ονομάζεται ερυθρός άργυρος, λόγω τού βαθυκόκκινου χρώματός του, αλλ. αιροσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • πυρομορφίτης — ο, Ν (ορυκτ.) φωσφορικό ορυκτό τού μολύβδου και τού χλωρίου το οποίο αποτελεί μέλος μιας ομάδας ορυκτών που έχουν παρόμοια δομή και παρόμοιες ιδιότητες με τον απατίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyromorphite (< πυρ + μορφή + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • πυροφυλλίτης — ο, Ν (ορυκτ.) πολύ μαλακό ανοιχτόχρωμο ένυδρο πυριτικό ορυκτό τού αργιλίου το οποίο αποτελεί το κύριο συστατικό ορισμένων σχιστωδών πετρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrophyllite < πυρ + φύλλο + κατάλ. ίτης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»