Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ιατήριον

См. также в других словарях:

  • ἰατήριον — mode of cure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰατήρια — ἰατήριον mode of cure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιατήριος — ἰατήριος, ον (ΑΜ, Α ιων. τ. ἰητήριος, ον) [ιατήρ] μσν. θεραπευτικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰατήριον τρόπος θεραπείας …   Dictionary of Greek

  • ιητήριον — ἰητήριον, τὸ (Α) ιων. τ. βλ. ιατήριον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»