Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

άμινος

См. также в других словарях:

  • πυράμινος — και σπυράμενος, η, ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αποτελείται από σιτάρι, σιταρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σιτάρι» (αντί τού πύρινος ΙΙ), κατά τα κυ άμινος, σησ άμινος (πρβλ. κριθάμινος: κρίθινος: κριθή)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»