-
1 προ-ετικός
προ-ετικός, ή, όν, wegwerfend, verschwenderisch, Plat. def. 416; Xen. Mem. 3, 1, 6; χρημάτων εἶναι προετικὸν εἰς τὰ ἐπαινετά, Arist. de virt. bei Stob. Floril. 1, 18, als Erkl. von ἐλευϑεριότης, vgl. eth. 4, 2, Ggstz von καϑεκτικός, probl. 33, 15.
-
2 καθ-ετικός
καθ-ετικός, ή, όν, senkrecht, Schol. Arat. 112.
-
3 μεθ-ετικός
μεθ-ετικός, ή, όν, nachlassend, nachgebend, Hesych., auch μεϑητικῶς, Schol. Il. 6, 523.
-
4 ἀφ-ετικός
ἀφ-ετικός, das Entlassen betreffend, Sp.
-
5 ἀν-ετικός
ἀν-ετικός, nachlassend, von ἀνίημι, bei Gramm. ein Nachlassen bedeutend, Ggstz ἐπιτατικός.
-
6 ἐφ-ετικός
-
7 προετικος
31) (легко) испускающийκαθεκτικώτερός ἐστιν ἢ προετικώτερος ὅ καθεύδων τοῦ πνεύματος Arst. — спящий легче вдыхает, чем выдыхает
2) щедрыйπ. τοῖς τυχοῦσι Arst. — щедро дающий каждому встречному
3) легко тратящий, расточительный(π. καὴ φιλόδωρος Xen.; δαπάνης Plat.; χρημάτων Arst.)
-
8 διαιρετικός
II in Logic, by means of division, ; διαιρετική, ἡ, as a branch of Dialectic, Ammon.in APr.7.31, cf. Iamb.Comm.Math.20;δ. μέθοδος Gal.10.115
; δ. συλλογισμός disjunctive syllogism, with contradictory alternatives, Stoic.2.87. Adv.- κῶς Plu.2.802f
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαιρετικός
-
9 δωρετικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωρετικός
-
10 καθαιρετικός
2 reducing, catheretic, φάρμακα, of mild caustics, Gal.11.756;σπληνὸς καθαιρετικόν Dsc.2.112
; putting a stop to,παλμῶν Gal.7.600
: generally,ὑγίεια κ. παθῶν Ph.Fr. 103H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαιρετικός
-
11 κυνηγετικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνηγετικός
-
12 παραινετικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραινετικός
-
13 προαιρετικός
A inclined to prefer, deliberately choosing,τοῦ πλεονεκτεῖν Arist.Pol. 1266b37
, cf. EN 1137b35;τῶν τοιούτων λόγων Id.Metaph. 1025a3
.2 abs., purposive, concerned with purpose,ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις π. Id.EN 1106b36
;τῆς ψυχῆς τὸ πρακτικὸν καὶ π.
power of purposing, will,Plu.
Cor.32, etc.;π. ἐνέργειαι Ph.1.279
; τὰ π., opp. τὰ ἀπροαίρετα, Arr.Epict.2.10.8;π. κίνησις Gal.5.520
; π. νεῦρα motor nerves, Diagoras Cypr. ap. Erot. s.v. περόνας, Gal.2.739. Adv. - κῶς of set purpose,φιλόδωρος Ph.1.342
, cf. Phld.Rh.2.52S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαιρετικός
-
14 συναιρετικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναιρετικός
-
15 τριηρέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριηρέτης
-
16 ἀναιρετικός
A destructive, Arist.Rh. 1386a6;ἀ. τινος Ph.Fr. 103
H.; ἀ. ἀλλήλων mutually destructive, Plu.2.427e, Iamb.Myst.5.11; of plants, poisonous, Gal.14.57, Dsc.1.129; φάρμακα Men.Prot.p.47 D. Adv.- κῶς
negativelyD.L.
9.75.2 Astrol., having the nature ofἀναιρέτης 11
, Ptol.Tetr. 127.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναιρετικός
-
17 ἀνταναιρετικός
A cancelling opposite sides of an account, striking a balance: metaph.,εὐλογιστία ἐστὶν ἐπιστήμη -κή Stoic.3.64
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνταναιρετικός
-
18 ἀρχαιρετικός
A = ἀρχαιρεσιακός, ἐκκλησία SIG730.29 ([place name] Olbia), IGRom.4.293a ii 69 (Pergam., ii B. C.), AJA18.326 (Sardes, 4 B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχαιρετικός
-
19 ἀφαιρετικός
A fit for taking away,τινός A.D.Adv.165.12
; χρόνος ἐλπίδος ἀ. Vett. Val.281.4; τὰ ἀ. τῶν βοηθημάτων evacuant remedies, prob. l. in Herod.[voice] Med.in Rh.Mus. 58.87.II Astrol., retrograde, of planetary motion, Ptol.Tetr. 52, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφαιρετικός
-
20 ἐμμενετικός
A disposed to abide by, τῷ λογισμῷ, τῇ δόξῃ, Arist.EN 1145b11, 1151b5; τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Stoic.ap.Stob.2.7.5b2: c.gen.,ἕξις -ητικὴ νόμου Pl.Def. 412b
. Adv.- ητικῶς Chrysipp.Stoic.3.73
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμμενετικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μεθετικός — μεθετικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που παραμελεί, που εγκαταλείπει κάτι 2. αυτός που έχει κλίση στη μέθεσιν*, στην ύφεση, στη χαλάρωση 3. αυτός που ενδίδει, που υποχωρεί εύκολα. επίρρ... μεθετικώς (Α) με μεθετικό ή υποχωρητικό τρόπο, αμελώς, με… … Dictionary of Greek
πολυφυλετικός — ή, ό, Ν βιολ. αυτός που κατάγεται από περισσότερους τού ενός προγονικούς τύπους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyphyletic < πολύφυλος + κατάλ. ετικός] … Dictionary of Greek