Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πνῖγ-μα

См. также в других словарях:

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • κρουσμός — (I) ο [κρούζω] σύγχυση φρενών, φρενοβλάβεια. (II) κρουσμός, ὁ (AM) μσν. χτύπημα, σύγκρουση αρχ. 1. η κρούση έγχορδου οργάνου 2. φρ. «κρουσμὸς ὀδόντων» τρίξιμο τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. αόρ. ἔ κρουσ α) + κατάλ. μός (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • πνιγέας — ο / πνιγεύς, έως, ΝΑ 1. μουσικό εξάρτημα που εφαρμόζεται στα έγχορδα, πνευστά και κρουστά όργανα για να μειωθεί η ένταση τού ήχου τους 2. κωδωνοειδές κάλυμμα κλιβάνου («οἷον πνιγεύς τις περικείμενον τὸ ὄστρακον», Αριστοτ.) αρχ. 1. σκεύος για… …   Dictionary of Greek

  • πνιγίζω — Α (ποιητ. τ.) πνίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνῑγ τού πνίγω + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

  • πνιγίτις — ίτιδος, ἡ, Α φρ. «πνιγῑτις γῆ» είδος μελανόχρωμου χώματος, ὁμοιου ως προς την ποιότητα με τον αμπελίτη, που ονομάστηκε έτσι γιατί βρίσκεται σε στενούς τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνίγ τού πνίγω + επίθημα ῖτις (πρβλ. στεγ ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • πνιγούρα — η, Ν 1. πνιγηρότητα 2. αποπνικτική ζέστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνίγ τού πνίγω + κατάλ. ούρα (πρβλ. θολ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • σχολερός — ά, όν, Α 1. οκνηρός 2. φρ. «σχολερόν ἐστι» είναι σπατάλη χρόνου, χαμένη ώρα (Σευήρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή «απραξία, αργία» + ερός (πρβλ. πνιγ ερός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»